του Νίκου Χριστοφή*
Διδάκτορα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λέυντεν στην Ολλανδία

Αρχικά, να σημειωθεί πως παρά τη φαινομενική παντοκρατορία του ο Έρντογαν συνειδητοποίησε με το συνταγματικό δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου πως η δημοτικότητα του άρχισε να φθίνει, διαδικασία η οποία πιστεύω ξεκίνησε ήδη από την εξέγερση στο Πάρκο Γκεζί το 2013, όπου αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά η ηγεμονία του ανοιχτά και με τέτοια ένταση. Αν και κέρδισε το δημοψήφισμα, αυτό το πέτυχε μόνο οριακά, και πάλι, με μια αμφισβητούμενη νίκη. Οι πρόωρες εκλογές αναδεικνύουν επίσης, το φόβο δημιουργίας ενός φαινομένου ντόμινο, το οποίο ενδεχομένως να συνέβαινε εάν έχανε στις δημοτικές εκλογές του επόμενου Μαρτίου, οχτώ μήνες δηλαδή πριν τις προγραμματισμένες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Αυτή η ανησυχία αποτυπώνεται και από την υιοθέτηση, πέραν της φυσικής, και της λεκτικής βίας και ψευδών ειδήσεων εναντίον των υποψήφιων αντιπάλων του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα βίαια γεγονότα και τα θύματα στην νοτιονατολική πόλη Σουρούτς μετά από προεκλογική εκστρατεία του Έρντογαν αποδόθηκαν στον ίδιο τον Μουχαρέμ Ιντζε, τον υποψήφιο του CHP, ενώ τα θύματα, αφού υπήρχαν υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος χαρακτηρίστηκαν αυτόματα ως «μάρτυρες».

Ο δεύτερος λόγος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την τραγική εικόνα της τουρκικής οικονομίας. Τόσο ο πληθωρισμός όσο και η ανεργία (ήδη πάνω από 10% και με αυξητικό ρυθμό), όσο και το δημοσιονομικό έλλειμμα (αύξηση 58% κατά το παρελθόν έτος) και με την τουρκική λίρα να έχει χάσει το 20% της αξίας της έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους φαίνεται να κινητοποίησαν τον Τούρκο Πρόεδρο. Ο ίδιος ο Έρντογαν μάλιστα, δήλωσε πως θα παρέμβει πιο άμεσα στην πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας μετά τις εκλογές, δήλωση που συνέβαλλε στην περαιτέρω πτώση της τουρκικής λίρας προκαλώντας παράλληλα την έντονη ανησυχία των διεθνών επενδυτών. Έτσι, μέσω των εκλογών ο Έρντογαν επιχειρεί να σταματήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια ακόμα και ανάμεσα στους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος. Άλλωστε, ο ίδιος κατάφερε να εδραιώσει την κυριαρχία του με την ατζέντα της οικονομικής ανάπτυξης στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Εν μέσω αυτών των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών προβλημάτων, ο Έρντογαν βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο ποικιλόμορφη αντιπολίτευση από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2003. Μια νέα εκλογική συμμαχία που ελπίζει να βάλει τέλος στην ηγεμονία του Έρντογαν περιλαμβάνει όχι μόνο το CHP και το δεξιό, εθνικιστικό Καλό (Iyi) Κόμμα, αλλά και μια ισλαμική παράταξη, που εκπροσωπείται από το μικρό αλλά με επιρροή Κόμμα της Ευδαιμονίας (Saadet), το πολιτικό σπίτι του Έρντογαν κατά την άνοδό του στην πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1990. Μια αντιπολίτευση η οποία παρά την αυτόνομη προσπάθεια για επικράτηση στις εκλογές, δεσμεύτηκε μέσω δηλώσεων να ενωθεί στον δεύτερο γύρο ώστε να σταματήσει την επικράτηση του Έρντογαν.

Ο Μουχαρέμ Ιντζέ (Muharrem İnce), γνωστός ρήτορας με σκληρό κοσμικό λόγο, φαίνεται να αλλάζει στάση και να υιοθετεί μια πιο συμβιβαστική στάση, μια στάση που περιλαμβάνει εθνοτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, προάγοντας τη διδασκαλία κουρδικών σε κυβερνητικές σχολές και δηλώνοντας ότι δεν έχει καμία πρόθεση να αναβιώσει την κάποτε περίφημη απαγόρευση μαντίλας στην Τουρκία, όπως επίσης, και τη θέλησή του να λύσει το Κουρδικό Ζήτημα όχι με όπλα αλλά με διπλωματία και διαπραγματεύσεις. Η ηγέτιδα του Καλού Κόμματος, Μεράλ Άκσενερ, από την άλλη, είναι η μοναδική γυναίκα υποψήφιος και η μοναδική που αμφισβητεί τον Έρντογαν εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Το συντηρητικό ισλαμικό κόμμα της Ευδαιμονίας υπονομεύει τις θέσεις του Έρντογαν αμφισβητώντας την ηθική του. Τέλος, το φιλοκουρδικό κόμμα, με τον χαρισματικό ηγέτη του Ντεμιρτάς να διεξάγει από τη φυλακή μια άτυπη προεκλογική εκστρατεία χαίροντας εκτίμησης από μεγάλη μερίδα των Κούρδων και της κοσμικής νεολαίας της Τουρκίας.

Οι Κούρδοι ψηφοφόροι μάλιστα, αποτελούν για ακόμα μια φορά, μια από τις κοινωνικές ομάδες που θα ορίσουν σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών. Σε περίπτωση που δεν καταφέρει να ξεπεράσει το όριο του 10%, τότε οι έδρες θα μεταφερθούν αυτόματα στο δεύτερο σε ποσοστό κόμμα των περιοχών αυτών που είναι το ΑΚΡ. Με αυτό τον τρόπο υπάρχει η πιθανότητα το ΑΚΡ να κερδίσει ακόμα σημαντικό αριθμό εδρών και να του εξασφαλίσει την πολυπόθητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σε αντίθεση περίπτωση, αυξάνονται οι πιθανότητες υπερίσχυσης της αντιπολιτευτικής συμμαχίας η οποία θα συμπορευθεί ώστε να ανακόψει την πλειοψηφία της συμμαχίας ΑΚΡ-ΜΗΡ, αφού αν και δεν συμπεριλήφθηκε στη συμμαχία της αντιπολίτευσης, το HDP θεωρείται ότι θα ψηφίσει και αυτό εναντίον του Τούρκου προέδρου.

Δεύτερο παράγοντα επιρροής του εκλογικού αποτελέσματος αποτελούν σε μεγάλο βαθμό οι «αναποφάσιστοι», δηλαδή εκείνη η μερίδα των ψηφοφόρων που δεν ταυτίζονται πολιτικά απόλυτα με κάποιο κόμμα, αποτελούν υπολογίσιμο ποσοστό των ψηφοφόρων, αλλά λειτουργούν με το «αίσθημα της επιβίωσης». Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης φυσικά, ορίζει και καθορίζει τη ψήφο αυτής της ομάδας. Αυτό ταυτόχρονα, σημαίνει, πως έτσι, διατηρείται το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας.

Τέλος, σημαντικό παράγοντα θα παίξουν και οι νέοι ψηφοφόροι, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1999-2000 και υπολογίζονται στο 1.5 εκατομμύριο. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Νίκος Μούδουρος, «Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το δεδομένο ότι στο δημοψήφισμα του 2017 το ΝΑΙ επικράτησε με περίπου 1,3 εκατομμύρια ψήφους διαφορά, τότε η σημασία των νέων ψηφοφόρων πολλαπλασιάζεται». Όντως, η νέα ψήφος φαίνεται να προορίζεται περισσότερο προς το φιλοκουρδικό και το εθνικιστικό κόμμα, MHP, παρά στο ΑΚΡ το οποίο σε σύγκριση με τις εκλογές του 2015 είναι αισθητά μειωμένο. Αυτή η μερίδα ψηφοφόρων, θα πρέπει να έχουμε υπόψη, αν και αυτοπροσδιορίζονται ως θρησκευόμενοι ή ακόμα και εθνικιστές, δεν ταυτίζονται απόλυτα σε κομματικό επίπεδο, γεγονός που αναδεικνύει ως ένα βαθμό πως η ίδια κρατική εξουσία δεν μπορεί ούτε να ελέγξει ούτε να κατανοήσει πλήρως τις δυναμικές που δημιουργούνται στο εσωτερικό αυτής της ομάδας.

Ίσως είναι τρομερά αισιόδοξο να ελπίζει κάποιος πως ο Τούρκος πρόεδρος δεν θα επανεκλεγεί, δεν είναι καθόλου απαισιόδοξο το σενάριο να χάσει την πλειοψηφική υπεροχή στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, γεγονός που θα σηματοδοτήσει μια νέα πραγματικότητα και ενδεχομένως, χαλάρωση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης αφού θα αναγκαστεί η τουρκική κυβέρνηση, και ο ίδιος  ο Έρντογαν να σεβαστεί την απόφαση του Κοινοβουλίου. Το αντίθετο ουσιαστικά θα σήμαινε και τη διάλυση του κοινοβουλίου. Βέβαια, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά…

Διαβάστε επίσης: Το διακύβευμα των τουρκικών εκλογών, της Eylem Yanardagoglu
                                Θα είμαι υποψήφιος για την προεδρία στην Τουρκία από το κελί της φυλακής μου, του Σελαχατίν Ντεμιρτάς – προεδρικού  υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) στην Τουρκία.

*Ο Νίκος Χριστοφής είναι διδάκτορας Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λέυντεν στην Ολλανδία. Έχει διδάξει μαθήματα τουρκικής ιστορίας και πολιτικής σε πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας. Σύντομα θα εκδοθεί το βιβλίο του (με τον Gökhan Atılgan) Από το Γαλλικό στον Τουρκικό ’68: Αριστερά και η Ριζοσπαστικοποίηση του Φοιτητικού Κινήματος (Τόπος). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού New Middle Eastern Studies.