Στα βίντεο φαίνεται πως οι ακροδεξιοί της ομάδας Patriot Prayer (Δέηση προς τον Πατριοτισμό) να πετάνε μεταλλικά αντικείμενα αλλά ακόμα και κάδους στους αντιφασίστες. Και οι δύο ομάδες πιάστηκαν στα χέρια και αντάλλαξαν γροθιές,σύμφωνα με το Al Jazeera.

Συνολικά, εννέα άνθρωποι συνελήφθησαν, άγνωστο απο ποιά ομάδα.
 

Η αστυνομία έκανε χρήση δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου – λάμψης για να διαλύσει τις το πλήθος.
 
«Είναι πολύ σημαντικό οι αντιφασίστες να συνεχίσουν να ασκούν πίεση ώστε να μπορέσουμε να τους σταματήσουμε μια για πάντα» ανέφεραν κάποιες αντιφασιστικές ομάδες στο facebook. 
 
«Είμαστε πράγματι εργαζόμενοι στην πόλη, δάσκαλοι, νοσηλευτές, μπάρμαν, γονείς και άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα» αναφερόταν στο κάλεσμα στο facebook. «Και είμαστε ενωμένοι στην αντίθεσή μας στην άνοδο του φασισμού σε αυτή τη χώρα και είμαστε βέβαιοι πως δεν θα το αφήσουμε να καταλάβειι τους δρόμους μας».

Ο διοργανωτής της Patriot Prayer, ο Τζόι Γκίμπσον, ο οποίος είναι υποψήφιος για τη Γερουσιαστής με τους Ρεπουμπλικάνους στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, δήλωσε ήταν «καλές, από την άποψη ότι δείξαμε ότι υπάρχει μια πολιτική κίνηση τώρα για να έχει η αστυνομία να σταθεί να επηρεάσει την ελευθερία του λόγου σε ορισμένες από αυτές τις μεγάλες πόλεις» σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή.
 
«Θα κάνουμε το Πόρτναλντ τόσο άσχημο από την άποψη το πώς αφήνουν αυτούς τους διαδηλωτές (σ.σ. τους αντιφασίστες) να μας κατηγορούν όταν έχουμε άδεια (για συγκέντρωση)», ανέφερε ο ίδιος.
 
Σύμφωνα με τους αντιφασίστες, υπήρχαν και αρκετά άτομα της ακροδεξιάς ομάδας Proud Boys, μια ομάδα που περιγράφει τον εαυτό της ως «δυτικοί σοβινιστές» και συχνά προβαίνει σε σωματικές αντιπαραθέσεις με αντιφασιστές.
 

«Μπορεί να σκότωναν κάποιον»

 
Ο Σέιν Μπούρλει, συγγραφέας του «Ο φασισμός σήμερα: Τι είναι και πώς να τον σταματήσεις» ανέφερε ότι τα γεγονότα ήταν οργανωμένα από τους Proud Boys για να χτυπήσουν τους αριστερούς.
 
«Ήταν βίαιοι και στόχευαν τους ανθρώπους», είπε.»Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι οι Proud Boys θα είχαν δολοφονήσει κάποιον σήμερα αν δεν τους είχαν σταματήσει (σ.σ. η αστυνομία)».