Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ο Ρέγκλινγκ ρωτήθηκε για τον λόγο που η Ελλάδα βρίσκεται υπό μνημονιακό καθεστώς επί οκτώ χρόνια. Έριξε το φταίξιμο στην «αδύναμη δημόσια διοίκηση» της χώρας και στους χειρισμούς του Γ. Βαρουφάκη, υποστηρίζοντας πως λόγω αυτών η χώρα έχασε δισεκατομμύρια.

«Σε καμία άλλη χώρα τα προβλήματα δεν ήταν τόσο μεγάλα  και η δημόσια διοίκηση τόσο αδύναμη όσο στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, επί Βαρουφάκη η χώρα οδηγήθηκε στη λάθος κατεύθυνση για έξι μήνες και αυτό κόστισε στους Έλληνες δισεκατομμύρια. Για αυτούς τους λόγους , η διαδικασία προσαρμογής  διήρκεσε οκτώ χρόνια και όχι μόνον τρία, όπως σε άλλες χώρες».

Σε «πραγματικούς όρους» οι μισθοί

Αναφερόμενος στη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές, ο Ρέγκλινγκ υποστήριξε ότι ήταν αναγκαίο να μειωθούν οι μισθοί, προκειμένου να ανταποκρίνονται στο επίπεδο ανταγωνιστικότητας της χώρας. Εκτίμησε πως μετά από οκτώ χρόνια μνημονιακών μεταρρυθμίσεων και συνέχιση της λιτότητας, οι προσπάθειες αρχίζουν να καρποφορούν.

«Οι προσπάθειες τώρα καρποφορούν. Από το 2016, η χώρα δεν έχει ελλείμματα παρά το γεγονός ότι το έλλειμμα  ήταν πάνω από 15% το 2009. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν εφικτά μόνο επειδή εφάρμοσε ευρείες και συχνά επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Για παράδειγμα. Οι μισθοί μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους. Αυτό ήταν αναγκαίο επειδή νωρίτερα οι μισθοί αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα και η χώρα είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά της. Εάν η Ελλάδα μείνει στην οδό των μεταρρυθμίσεων, τότε βλέπω ένα καλό μέλλον για αυτήν εντός ευρωζώνης».

Ζητά να υπηρετήσουμε την ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό

Ερωτηθείς για το ποια είναι τα μηνύματα που πρέπει να πάρει και να εφαρμόσει η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, ο Κ. Ρέγκλινγκ έφερε ως παραδείγματα τις χώρες που έχουν ολοκληρώσει τα δικά τους μνημόνια και τόνισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υπηρετήσει «την ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό». Επανέλαβε πως θεωρεί μονόδρομο για την Ελλάδα να συνεχίσει να εφαρμόζει όσα της επιβάλουν οι δανειστές, προκειμένου να καθησυχάσει τις αγορές.

«Σήμερα, χώρες που υπήρξαν σε πρόγραμμα όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία έχουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αυτές οι χώρες εφάρμοσαν την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων με αποφασιστικό τρόπο αποκτώντας την ιδιοκτησία αυτών. Με αυτό τον τρόπο έδειξαν ξεκάθαρα ακόμη και μετά το τέλος του προγράμματος ότι η οικονομική τους πολιτική θα υπηρετήσει τους στόχους της ανάπτυξης και του ανταγωνισμού.

Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά κάποια από τα πρόσφατα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα μπορούσαν να ανασταλούν. Η Ελλάδα γνωρίζει επίσης ότι θα βρίσκεται υπό την μόνιμη επιτήρηση και αξιολόγηση των αγορών και των επενδυτών, ακριβώς όπως και οι άλλες χώρες που συμμετείχαν σε πρόγραμμα. Θέλουν να γνωρίζουν ότι τα χρήματα τους έχουν επενδυθεί με ασφάλεια μακροπρόθεσμα».