Το καθεστώς εκτάκτους ανάγκης είχε επιβληθεί μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, η οποία εξώθησε την Άγκυρα να εξαπολύσει μια σειρά εκκαθαρίσεων στους κρατικούς θεσμούς και όχι μόνο, που σάρωσαν επίσης αντιπολιτευόμενους και τα μέσα ενημέρωσης.
 
Όπως σημειώνει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης παρατάθηκε επτά φορές, κάθε φορά για τρίμηνες περιόδους. Η ισχύς της εξέπνευσε στη 01:00 τα ξημερώματα της Πέμπτης, αφού η κυβέρνηση δεν ζήτησε από το τουρκικό κοινοβούλιο να την ανανεώσει.
 
Με τα δρακόντια μέτρα που εφάρμοσε η κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πάνω από 130.000 δημόσιοι λειτουργοί καθαιρέθηκαν, αποπέμφθηκαν, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ή εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους. Περισσότερα από 200 μέσα ενημέρωσης και 1.500 ΜΚΟ, οργανώσεις και ενώσεις έβαλαν λουκέτο, ενώ πάνω από 1.500 άνθρωποι, ανάμεσά τους στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι, καταδικάστηκαν σε ισόβια.
 
Περισσότερες από 100.000 διώξεις είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη πάνω από 77.000 άνθρωπων με την κατηγορία πως συνδέονται με το δίκτυο του θρησκευτικού τάγματος του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, στον οποίο η Άγκυρα προσάπτει την ευθύνη για την ενορχήστρωση του αποτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, περί του 700 δικαστές και εισαγγελείς, σχεδόν 7.000 στρατιωτικοί, περισσότεροι από 5.000 στελέχη των σωμάτων ασφαλείας και τουλάχιστον 6.500 δάσκαλοι.
 
Αξίζει να σημειωθεί πως, παρότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τερματίστηκε, η κυβέρνηση του Ερντογάν, ο οποίος αυτόν τον μήνα ορκίστηκε εκ νέου αρχηγός του κράτους αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά μια εκτελεστική προεδρία με δραματικά ενισχυμένες εξουσίες, έχει ήδη εισηγηθεί έναν δρακόντειο «αντιτρομοκρατικό» νόμο προς αντικατάστασή της, που επικρίνεται από την αντιπολίτευση.