TPP: Αργυρώ, θέλεις να μας πεις τι έχει συμβεί;

Να σου πω ότι είμαι μαζί με το Χριστόφορο, που μόλις μίλησες. Γνωριστήκαμε το πρωί στο λιμανάκι, στο Μάτι, όπου έχει φτιαχτεί ένας χώρος, ένα hot spot. Εγώ πήγα εκεί για να δω αν υπάρχουν και άλλοι σαν κι εμένα, που να χάσανε το σπίτι τους, όχι το εξοχικό τους, και να έχουν και παιδιά, να διαδώσω το voithise.com που έφτιαξε μία ομάδα φίλων χθες, η οποία είναι μία online κολεκτίβα που γράφεις εσύ τι έχεις ανάγκη και τι θέλεις να προσφέρεις και συνεννοούνται μεταξύ τους οι άνθρωποι. Έτσι γνώρισα τον Θοδωρή, τον Χριστόφορο, την Άννα, πολλά παιδιά ακριβώς σαν κι εμένα, που χάσανε το βασικό τους, το κύριο σπίτι φιλοξενούνται από άλλους. Ο Χριστόφορος, που ακούσατε τώρα, φιλοξενείται από αλληλέγγυους αγνώστους. Εγώ είμαι τυχερή γιατί φιλοξενούμαι από τη γιαγιά, και αυτό είναι πολύ καλό για τα παιδιά γιατί φιλοξενούνται σε ένα μέρος το οποίο το γνωρίζουνε. Δεν έχουν καταλάβει, απλά ρωτάνε συνέχεια «Πότε θα πάμε στο σπίτι μας» και «Πού είναι η γατούλα μας» κλπ, αλλά είναι σε ένα μέρος που τους παρέχει συναισθηματική ασφάλεια.

Μέσα σε αυτή την καταστροφή, το λιγότερο είναι ότι κάποιοι χάσαμε τις περιουσίες μας, γιατί άλλοι θρηνούν μωράκια 6 μηνών, παιδάκια που παίζαμε στη θάλασσα, η Αμαλία, τα διδυμάκια που παίζαμε κουβαδάκια μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, δεν υπάρχουν πια. Καήκανε. Οι μαμάδες βρέθηκαν απανθρακωμένες αγκαλιά με το μωρό τους. Αυτή η καταστροφή δεν ξεχνιέται. Κυκλοφορούμε όλοι σαν ζόμπι. Απλά υπάρχουμε. Τρώμε επειδή πρέπει, κάνουμε μπάνιο επειδή πρέπει, προσπαθούμε να κοιμηθούμε, προσπαθούμε να γελάμε για τα παιδιά μας, δεν έχω πλήρη συνειδητότητα. Όλοι μας όταν ξυπνάμε το πρωί δεν γνωρίζουμε ακριβώς πού βρισκόμαστε και τι έχει συμβεί, μπορεί να περάσουν αρκετά λεπτά για να καταλάβουμε τι έχει γίνει.

Εμείς είμαστε από τους τυχερούς, γιατί η μαμά μου, η θεία μου, σώθηκαν, τα μωρά μου ήρθε και τα πήρε ο παππούς δέκα λεπτά πριν ξεσπάσει η φωτιά, γιατί θα είχε 40 βαθμούς, να πηγαίνανε για μπάνιο. Αν είχε και τα μωρά η γιαγιά, που είναι 65 χρόνων, δεν είναι εύκολο να τρέξει να τα πιάσει και τα δύο, δεν ξέρω τι θα λέγαμε, τι θα κάναμε σήμερα, αν θα υπήρχαμε.

Εγώ τη φωτιά την έμαθα από το Twitter. Ήμουν στη δουλειά στη Μεταμόρφωση και παρακολουθούσα τη φωτιά στην Κινέτα. Κοινοποιούσαμε μάλιστα πώς μπορούν να σωθούν ζωάκια του κινδύνευαν κλπ, και ξαφνικά στο thread είδα πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης και μετά από λίγο στην Καλλιτεχνούπολη. Όταν είδα Καλλιτεχνούπολη θόλωσα. Είναι ακριβώς πάνω από το σπίτι μας. Πήρα τη μαμά μου και τη θεία μου και τους είπα μην ανησυχείτε, σε λίγο θα έρθει ο παππούς, κάνει αναστροφή για να σας πάρει, έχει αφήσει τον Γιώργο και γυρνάει. Και ενώ τους μιλούσα ακόμα στο τηλέφωνο, αρχίσανε να βήχουν από τους καπνούς που είχαν κατακλύσει τον κήπο, άρχισε να καίγεται ο κήπος μας, άρχισε να καίγεται η πόρτα η εξωτερική, κόβεται σε δευτερόλεπτα το ρεύμα και το τηλέφωνο, ακούγαμε «καιγόμαστε» από το τηλέφωνο. Ενώ εγώ ταυτόχρονα τσακιζόμουνα να πάω να βρω τον Κώστα να έρθουμε με το αυτοκίνητο να τη σώσουμε, ακούγαμε εκρήξεις από το τηλέφωνο και άκουγα τη μαμά μου και τη θεία μου να τσιρίζουν και να φωνάζουν «Αργυρώ σώσε μας, θα πεθάνουμε, θα καούμε ζωντανές». Προσπαθούσαν να βρούνε νερό για να βρέξουν υφάσματα, να μπορούνε να ανασάνουνε και δεν τολμούσανε γιατί είναι 65 και 75 χρόνων αντίστοιχα, δεν τολμούσαν να βγούνε έξω γιατί καιγόταν όλη η έξοδος προς το δρόμο. Όλος ο κήπος είχε αρπάξει φωτιά και άκουσα τη μαμά μου να λέει: «Μαίρη πρέπει να αποφασίσουμε αν θα καούμε εδώ μέσα ή στο δρόμο». Ήταν απίστευτες στιγμές για όλους μας, εγώ στην απελπισία μου είχα πάρει ήδη αστυνομία, ασθενοφόρο, την πυροσβεστική, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη ρυμοτομία στο Μάτι και ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει αν είχε λαμπαδιάσει το σπίτι ακριβώς όπως το περιέγραφε η μαμά μου.

Σε δευτερόλεπτα κάηκε το Μάτι. Είναι τόσο πολλά τα πεύκα, που τα κουκουνάρια πυρακτωμένα πεταγόντουσαν σαν χειροβομβίδες. Ζώα που καιγόντουσαν και τρέχανε, άναβαν καινούργια φωτιά. Χόρτα ξερά που δεν είχε μαζέψει κανένας δήμαρχος, προφανώς γιατί ήταν απασχολημένος στη Μύκονο λόγω της ονομαστικής του εορτής. Ξέραμε λοιπόν ότι είναι άσκοπο να καλέσουμε τις υπηρεσίες, αλλά έπρεπε να το κάνω. Ήμουνα τόσο απελπισμένη που πόσταρα και στο Facebook την ακριβή μας διεύθυνση, μήπως κάποιος από τους φίλους εκεί κοντά μπορούσε να πάει. Κατευθείαν έσπευσε ο πεθερός μου, ο κουνιάδος μου, ήταν αδύνατο να ξαναμπούν μέσα στην Αχιλλέως, γιατί η Αχιλλέως στα μισά διακόπτεται από παράνομο κτίριο και μετά πρέπει να κάνεις γύρω-γύρω για να βρεις ένα δρομάκι που να περνάει ενδιάμεσα. Έτσι είναι όλο το Μάτι, άμα δείτε στο Google maps. Είναι δύο δρόμοι όλοι κι όλοι, που οδηγούν στη θάλασσα και ένα μικρό δρομάκι που οδηγεί στο λιμανάκι. Ενστικτωδώς όταν καίγεσαι λες θα πάω στο νερό. Και όλοι οι άνθρωποι εκείνη την ώρα είπαν θα πάω στη θάλασσα. Κάποιοι προσπάθησαν να βγούνε στη Μαραθώνος και επειδή καιγόταν ο Βουτζάς και ακόμη δεν είχαν καταλάβει ότι καίγεται και το Μάτι, τους οδηγούσαν προς το Μάτι. Δηλαδή κάποιοι μετά από εντολή των αρχών, χωρίς να κατηγορώ κανέναν, γιατί δεν ξέρανε με τι ταχύτητα θα εξαπλωθεί η φωτιά.

Η μαμά μου και η θεία μου ήταν τυχερές, τους πήρε 25 λεπτά να διασχίσουν την Αχιλλέως. Μιλάμε τώρα για 300-400 μέτρα. Βήχανε, κρατάγανε η μία την άλλη, ήταν ημιλιπόθυμες, να πω εδώ όχι επειδή είναι μαμά μου, γιατί ο περισσότερος κόσμος το έκανε, ότι γύρισε πίσω για να ξαναβρεί το σκύλο και τη γάτα μας, γιατί θεώρησε αρχικά ότι ενστικτωδώς θα είχαν βγει για να γλιτώσουν επειδή είχε μείνει η πόρτα ανοιχτή. Δεν τα βρήκε και ξαναγύρισε επάνω στην Κύπρου, συναντήσαν ένα αυτοκίνητο με ένα ζευγάρι που κρατούσε ένα σκύλο και μόλις είχε δει το σπίτι του να καίγεται. Mπήκαν μέσα, έκλαιγαν όλοι μαζί, το ζευγάρι γύρισε δεξιά να πάει προς τη θάλασσα και ανέβαινε ένας με ένα μηχανάκι και τους είπε «άμα πάτε προς τα εκεί θα καούμε όλοι ζωντανοί» και κάνανε μέσα σε αυτή την πύρινη κόλαση αναστροφή βγήκαν στη Μαραθώνος και τους έσωσε ένα περιπολικό. Σε όλη αυτή την ώρα εμείς είμαστε εγκλωβισμένοι στη Μαραθώνος, στο ύψος της Ραφήνας, βλέπουμε μία τεράστια φωτιά, πνιγόμαστε από τον βήχα και τον καπνό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, τρέχουμε όλοι προς τα εκεί και η αστυνομία μάς γυρνάει πίσω, το κινητό της μαμάς μου είναι πλέον κλειστό, δεν ξέρουμε αν έχει επιβιώσει, δεν ξέρουμε τι γίνεται και μας λένε «βγείτε από τα αυτοκίνητα έρχεται προς τα εδώ η φωτιά θα καείτε ζωντανοί». Ένας πανικός, ένας τρόμος.

Εμένα το χειρότερο που μου έχει συμβεί ποτέ ήταν που μου είχαν κλέψει το iPhone. Ακόμα δεν μπορώ να το διαχειριστώ αυτό το πράγμα. Να ξέρεις ότι κινδυνεύει η μάνα σου, η θεία σου, ότι η γειτονιά σου καίγεται, να βλέπεις μία τεράστια φωτιά να γλείφει τον ουρανό και να είναι τόσο μεγάλη που να καταλαβαίνεις ότι πιάνει από Βουτζά, Ζούμπερι, Μάτι, Άγιο Ανδρέα να έχω μία αγωνία μήπως πάει και προς Νέα Μάκρη που ήταν τα παιδιά. Βέβαια αν είχε πάει στη Νέα Μάκρη θα μιλάγαμε για εκατοντάδες νεκρούς. Θέλω να καταγγείλω ότι η Νέα Μάκρη είναι ακόμη χειρότερη ως προς τη ρυμοτομία. Μόνο η Κεφαλληνίας και ένας δρόμος ακόμη που δεν θυμάμαι καταλήγουν στην παραλία. Και μάλιστα όχι ευθεία, πρέπει να κάνεις ζικ-ζακ για να φτάσεις στην παραλία. Όλη η περιοχή είναι γεμάτη αυθαίρετα, είναι καταπατημένα, δεν υπάρχει πρόσβαση στη θάλασσα. Δεν ξέρω αν θα το ερευνήσει κανείς, γιιατί αν μπούνε στη διαδικασία απλώς να ξαναχτίσουν σπίτια, σε πέντε χρόνια πάλι τα ίδια θα λέμε εδώ πέρα.

Συγνώμη αν τα είπα μαζεμένα και σας κούρασα, είμαστε σε έναν πανικό. Απλά θέλω να ξαναπώ ότι αυτό που βιώνουμε όλοι, και εγώ και τα παιδιά που είναι σήμερα μαζί μου και τα γνώρισα το πρωί και μαζεύουμε τα κομμάτια μας όλοι μαζί, είναι ότι είμαστε συγκλονισμένοι από την αλληλεγγύη του κόσμου. Από τα τηλέφωνα, από τα μηνύματα, από γνωστούς και φίλους αλλά και από αγνώστους που λένε «Δώσε μου IBAN, θέλω να σου δώσω λεφτά, να σου δώσω ρούχα, να σου δώσω παιχνίδια, να σου δώσω σεντόνια, ελάτε να μείνετε σπίτι μας», κάποιοι μου ειπανε «άμα δεν θέλεις τίποτα, έλα να σε πάρω αγκαλιά, Έλα να κλάψεις στον ώμο μου». Αυτή την αλληλεγγύη ούτε καν τη φανταζόμουνα. Που δεν είναι μόνο από Έλληνες. Σύροι πρόσφυγες λένε «Πού να δώσω αίμα;», άνθρωποι από το Αφγανιστάν λένε τι χρειάζεστε, να σας στείλω λεφτά. Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει αυτό το κακό, ακόμα υπάρχουν αγνοούμενοι, χθες μάθαμε για τους γείτονές μας, παππούς, γονείς και δύο μικρά παιδιά που βρέθηκαν απανθρακωμένοι. Για έναν παππού στη γωνία που ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι και η γυναίκα του με εγκεφαλικό και δεν μπόρεσε κανείς να τους γλιτώσει και πάθαν ασφυξία. Είναι τραγικά, είναι τραγικά, αλλά είμαστε τυχεροί γιατί ζούμε. Αυτό είναι το πιο ανεκτίμητο από όλα, δηλαδή μας χαρίστηκε η ζωή και πλέον όλα τα βλέπουμε αλλιώς. Εκτιμάμε το κάθε δευτερόλεπτο.

(ακούγεται γάβγισμα)

Αυτό που ακούτε είναι ο Πέπε που σώθηκε. Ο Πέπε μάς περίμενε το επόμενο πρωί έξω από το σπίτι. Ούτε που ξέρουμε πώς τα κατάφερε και πού έβγαλε τη νύχτα.

TPP: Να πω στους ακροατές μας ότι είναι ο σκύλος ο Πέπε.

Α: Με ακούτε;

TPP: Να σε πάρουμε και εμείς μία αγκαλιά, Αργυρώ.  Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ που μίλησες στην εκπομπή μας.

Α.Μ.Β.: Εγώ σας ευχαριστώ για όλα.

Ολόκληρη την εκπομπή μπορείτε να την ακούσετε εδώ: 

Έκτακτη ραδιοφωνική εκπομπή για τις πυρκαγιές, 27 Ιουλίου 2018

Οι Μηνάς Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Πουλής και Τζένη Τσιροπούλου συζητούν για την πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι. Συνομιλούν με τον Σπύρο Χρυσανθόπουλο, πρόεδρο της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης Αττικής, τη Δανάη Καρυδάκη, αρθρογράφο του TPP που βρέθηκε στη Νέα Μάκρη ως εθελόντρια, τον Ηλία Τσαφαρά, από την ιστοσελίδα voithise.com και την Αργυρώ Μουστάκα Βρεττού, μέλος της συγγραφικής ομάδας της Ανασκόπησης, που κάηκε η πρώτη κατοικία της στο Μάτι.