Είμαστε σαν τις μύγες στα χέρια ζαβολιάρικων παιδιών. Μας σκοτώνουν για την πλάκα τους.

Βασιλιάς Ληρ

Είμαστε μοντέρνοι άνθρωποι. Αυτό θα πει ότι έχουμε μάθει να ζούμε με τη φύση δαμασμένη. Αυτό το “κατακυριεύσατε την Γην” της Βίβλου είναι η καθημερινότητά μας και το παίρνουμε απολύτως τοις μετρητοίς. Δεν κρυώνουμε όταν κάνει κρύο, δεν βρεχόμαστε όταν βρέχει. Έχουμε σεισμογράφους, κτίρια με αντισεισμική προστασία, μηχανές εντοπισμού των αεροσκαφών όταν χάνονται. Και έχουμε πυροσβεστική για όταν παίρνει φωτιά. Το περιβάλλον για τον άνθρωπο των ανεπτυγμένων κοινωνιών δεν είναι απειλητικό, είναι λιοντάρι σε κλουβί. Μόνο που υπάρχουν πάντα ρωγμές σε αυτή την εικόνα. Είτε γιατί τα μηχανήματα έχουν όρια είτε γιατί η προστασία δεν είναι για όλους.

Τον μεγάλο σεισμό της Λισσαβώνας το 1755 ακολούθησε μια διαμάχη για το φταίξιμο, στην οποία συμμετείχαν μερικά από τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής. Απέναντι στις κραυγές των παπάδων για τον σεισμό ως τιμωρία των αμαρτωλών, ο Ρουσσώ απάντησε ότι δεν είναι έργο της φύσης η κατασκευή 20.000 σπιτιών με 6 και 7 πατώματα το καθένα και ότι ίσως αν ήταν πιο ισομερώς κατανεμημένη η δόμηση, οι ζημιές θα ήταν πολύ λιγότερες και ίσως ασήμαντες.

Παρότι ο Ρουσώ φαίνεται ότι δεν είχε δίκιο για το πώς ήταν χτισμένη η Λισσαβώνα, έθεσε  τις βάσεις για μία σκέψη που θα εστίαζε περισσότερο στην ανθρώπινη ευθύνη, παρά στη θεία τιμωρία και τις απρόσωπες δυνάμεις της φύσης.

Ο Αμβρόσιος έγραψε, χωρίς να κοκκινίζει ο αθεόφοβος, ότι ο Θεός του έκαψε παιδάκια και βρέφη για να τιμωρήσει τον Τσίπρα που έχει αστεφάνωτη την Περιστέρα και τους ομοφυλόφιλους που διαδηλώνουν στο gay pride. Σαν χθες μου φαίνεται το  σημαδιακό έτος 1666, όταν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου μία από τις πιο δημοφιλείς θεωρίες ήταν ότι ο Θεός είχε δυσαρεστηθεί επειδή ο Κάρολος Β’ παντρεύτηκε καθολική γυναίκα.

Πόση σημασία έχει όμως ότι είναι κάθαρμα ο Αμβρόσιος; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε, τέτοιες ώρες, από το να βρίζουμε τον χουντόγερο που ξαναχτυπά σαν attention whore της εκκλησιαστικής τρας επικαιρότητας; Θέλουμε κάποιος να φταίει, το έχουμε ανάγκη.

Όσο ήμουν εκεί με είχε πιάσει μία μανία να φωτογραφίζω κήπους που δεν κάηκαν. Η ιδέα ότι όταν περπατάς στο Μάτι βλέπεις δύο σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, που το ένα έχει γίνει στάχτη και στο άλλο δεν έχει καν χαλάσει το χρώμα στον κήπο, είναι ιδέα που δεν χωνεύεται. Οι άνθρωποι, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, θέλουμε να πιστεύουμε ότι το κακό που μας βρίσκει έχει κάποιο νόημα, έχει κάποια σχέση με το ποιοι είμαστε.

Όταν πέφτει μια γέφυρα και γκρεμίζονται παιδάκια, κάποιοι νιώθουν ότι αυτό το κακό πρέπει να έχει όνομα. Θέλουμε να υπάρχει ένοχος. Καταλαβαίνουμε ότι ως έναν βαθμό βεβαίως και ευθύνονται άνθρωποι. Και εκεί ξεκινάει ένα διαφορετικό πεδίο, μαζί κατανόησης ευθυνών και απίστευτης μικροπολιτικής πάνω από πτώματα.

Ανατριχιάζω όταν ακούω τον Πορτοσάλτε να λέει ότι “αυτοί τώρα τέλειωσαν”, προσπαθώντας να διαφημίσει το μαγαζί του, τη ΝΔ. Το ίδιο όταν προσπαθώ να καταλάβω τι στο διάολο έλεγε ο πρωθυπουργός μισή μέρα μετά τους νεκρούς, που ενημερωνόταν εκτός τόπου και χρόνου, κάνοντας προφανώς επικοινωνιακή διαχείριση πτωμάτων. Όμως όλη αυτή η χυδαιότητα, μαζί και του Καμμένου και του Ψινάκη, δεν αποτελεί την αιτία της τραγωδίας. Είναι ένα παράλληλο επικοινωνιακό δράμα, όπου οι συμπεριφορές μάς ενοχλούν λόγω της έντασης της συμφοράς, αλλά η ύπαρξή τους είναι αδιάφορη.  

Μου έλεγε ο ένας από τους δύο ντόπιους που μας συνόδευαν στη διανομή των πραγμάτων στα σπίτια ότι “φταίμε όλοι”. Ξέρω τι αισθήματα προκαλεί αυτό το “τα κάψαμε όλοι μαζί”. Σκέφτομαι όσο πιο ψύχραιμα μπορώ αυτή την ιστορία και πιστεύω ότι συγκεντρώνει όλες τις πτυχές της κακοδαιμονίας μας. Ο άνθρωπος μου έδειξε το σπίτι του, που  έχει γίνει κάρβουνο, και μου έδειχνε ένα άλλο, δύο σπίτια παραπάνω, όπου βρέθηκε απανθρακωμένη μία ηλικιωμένη γυναίκα.

Σκεφτόμουν επίμονα με αφορμή το σχόλιο του Αμβρόσιου αυτό το ασύλληπτο μείγμα ευθύνης και τύχης. Ότι περπατάς σε ένα μέρος που είναι χτισμένο παράνομα, παράλογα, χωρίς δρόμους διαφυγής, και χρειάζεται να συνδυαστεί αυτή η δόμηση με την ατυχία ενός ανέμου που έφερε τη φωτιά σε σένα και άφησε το διπλανό σπίτι καταπράσινο ή και με άθικτο τον κήπο του. Ή, που άλλος έζησε και άλλος όχι.

Μετά την καταστροφή όμως τα σκεφτόμαστε όλα: αν ο δρόμος δεν ήταν τόσο στενός που να δημιουργείται μποτιλιάρισμα. Αν υπήρχε διέξοδος προς τη θάλασσα. Αν δεν ήταν περιφραγμένες οι παραλίες. Αν υπήρχε κάποιος εκεί να βοηθήσει να βγουν στο λιμάνι οι εγλωβισμένοι, και όχι στην άκρη του γκρεμού. Αν αυτός που άκουγε τις φωνές των εγκλωβισμένων τούς είχε βοηθήσει να βρουν το δρόμο. Αν υπήρχε μέριμνα για να τους παίρνουν από τη θάλασσα, αντί να περιμένουν και να πνίγονται. Κανείς δεν μπορεί να τα αναλογιστεί αυτά χωρίς να αισθανθεί θυμό απέναντι στην ολιγωρία που στοιχίζει ζωές.

Νιώθουμε ότι δεν δουλεύει τίποτα σωστά. Μας πλήττει συχνά ένας αέρας ανοργανωσιάς και χαλαρότητας, που όταν θέλουμε να κάνουμε μια γραφειοκρατική δουλειά είναι εκνευριστικός, αλλά όταν άνθρωποι πνίγονται και καίγονται, το πράγμα δεν είναι εκνευριστικό, είναι αδιανόητο. Γίνεται εισαγγελική έρευνα, και κομματικοί παράγοντες θα ισχυριστούν είτε ότι έγιναν όλα καλά (που δεν έγιναν) είτε ότι έγιναν όλα λάθος, γιατί η συγκεκριμένη κυβέρνηση είναι ανίκανη (που σιγά μην είχε διαφορά ποιος θα διαχειριζόταν την καταστροφή).

Θέλουμε να φταίει κάποιος, γιατί αν κάποιος φταίει μπορούμε καλύτερα να διαχειριστούμε την απώλεια.

Όσοι λένε πως υπάρχουν ευθύνες, μπορεί να παίζουν φτηνά πολιτικά παιχνίδια, μπορεί να επισημαίνουν ανθρώπινα λάθη, που δεν έχουν πολιτικό πρόσημο, αλλά μπορεί και να προσπαθούν να χωνέψουν το αδιανόητο, ότι είμαστε απροστάτευτοι.

Υπάρχει ένα μερίδιο ανθρώπινης ευθύνης που δεν σχετίζεται ούτε με το gay pride ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σχετίζεται πρώτα με το πώς χτίζουμε και μετά με το πώς συντονίζεται μία επιχείρηση διάσωσης.

Δεν μπορώ να χωνέψω ότι η απάντηση του υπουργού είναι πως χρειάζεται μία μέρα για να υλοποιηθεί σχέδιο εκκένωσης. Μία μέρα;! Για να εκκενωθεί το Μάτι; Υποθέτω ότι η εκκένωση απαιτεί σχέδιο, εκπαίδευση των κατοίκων και των επαγγελματιών, και ορθή εκτίμηση της κατάστασης την κρίσιμη ώρα. Δεν είχαμε τίποτα από αυτά.

Έχω την εντύπωση λοιπόν ότι οι ευθύνες κινούνται σε επίπεδο επιχειρησιακό, όχι κεντρικό πολιτικό, τουλάχιστον με την έννοια των πράξεων και παραλείψεων πολιτικών την ώρα της πυρκαγιάς. Η αναίδεια των υπουργών και η πονηριά του Τσίπρα με την “πολιτική ευθύνη” είναι δεδομένη, αλλά δεν είναι αιτία του προβλήματος. Αιτία είναι η δόμηση, ο αέρας, η απουσία πρόληψης και οι εσφαλμένες αποφάσεις από τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί.

Υποψιάζομαι ότι την ώρα που τσακωνόμαστε για το ποιος φταίει, κάποιος πέφτει στο κρεβάτι του και ξέρει ότι υπερτίμησε τη Μαραθώνος, υποτίμησε τη φωτιά, έστειλε λάθος τα αυτοκίνητα και δεν ξέρω τι άλλο. Δεν ξέρω πώς είναι, και στη δουλειά μου εγώ δεν παίρνω τέτοιες αποφάσεις. Εγώ το πολύ να κάνω ένα κακό έργο ή πω κάτι και να έχω άδικο.

Δεν κάνω τον πολύξερο απέναντι στην αυτοθυσία των πυροσβεστών. Νιώθω όμως ότι όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν από πνιγμό ή γιατί δεν μπόρεσαν να φτάσουν στη θάλασσα, κάποιος εκπαιδευμένος και ψύχραιμος θα έπρεπε σε συνεργασία με ντόπιους να μπορεί να βοηθήσει. Στην Αγγλία εγώ έχω κάνει ασκήσεις πυρασφάλειας, που κι αν δεν θυμάσαι την κρίσιμη ώρα τι πρέπει να κάνεις, θα βοηθούν υποθέτω στο να μην πανικοβληθεί ο κόσμος, να ξέρει ότι κάποιος διαθέτει ένα σχέδιο.

Θα είμαστε πάντα εκτεθειμένοι στα χτυπήματα της φύσης. Το λιοντάρι κοιμάται στο κλουβί, αλλά παραμένει λιοντάρι. Αυτό που μπορούμε να ζητήσουμε είναι να ζυγίσουμε ψύχραιμα το ανθρώπινο φταίξιμο, αυτό που θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε τα ίδια λάθη, και να παρακαλέσουμε τους ανθρώπους που βρήκαν ευκαιρία να κάνουν το κομμάτι τους πάνω από τα πτώματα να σωπάσουν.

Ο ντόπιος με τον οποίον περπατούσαμε μου έλεγε ότι δεν καταλαβαίνει πώς άλλοι ματιώτες ποστάρουν ήδη φωτογραφίες από διακοπές. Του είπα ότι εδώ δεν αντέχουμε εμείς να γράφουμε σαχλαμάρες, από ντροπή. Ευτυχώς, όμως, ο καιρός θα γιατρέψει τις πληγές, όπως κάνει πάντα. Μία κυρία μάς είπε ότι έχει χάσει τα φάρμακα της και προσπαθούσε να μεταφέρει κάποια πράγματα που είχαν διασωθεί από την πυρκαγιά μέσα στο αυτοκίνητό της. Το σπίτι της είχε καεί ολοσχερώς. Με παρακάλεσε επειδή ήταν πάρα πολύ ταραγμένη να τη βοηθήσω να κλειδώσει την καγκελόπορτα. Πήρα το κλειδάκι, αυτό το κλειδάκι με το οποίο θα μπαινόβγαινε κάθε μέρα φαντάζομαι, και πήγα να κλειδώσω την καγκελόπορτα η οποία περιέφραζε ένα σπίτι που δεν υπήρχε πια, ένα ερείπιο. Αλλά κάπως έτσι θα γίνει. Θα επιστρέψουμε στην κανονική μας ζωή, ευτυχώς, όσο παράλογο και αδύνατο κι αν φαίνεται στην αρχή, ιδίως για όσους χάσαν δικούς τους ανθρώπους.

Αυτό που μπορούμε να ζητήσουμε στο μεταξύ εμείς οι υπόλοιποι είναι να γίνει μια κουβέντα, που να μην αποσκοπεί στην προπαγάνδα ή στην εκτόνωση, για το Μάτι και όλες τις άλλες περιοχές που είναι σαν το Μάτι.