Στις αποφάσεις του Eurogroup για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αναφέρεται η έκθεση τους Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
 
Συγκεκριμένα, το Ταμείο έκανε λόγο για βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους μεσοπρόθεσμα αλλά θα είναι δύσκολη η μακροπρόθεσμη πρόσβαση στις αγορές χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση. Το ΔΝΤ εκτίμησε ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια σε συνδυασμό με τα πρόσφατα μέτρα ελάφρυνσης αποκατέστησαν μεσοπρόθεσμα την πρόσβαση της χώρας στις αγορές.
 
Σύμφωνα με την έκθεση, «η επέκταση των λήξεων των ομολόγων του EFSF κατά 10 έτη και τα άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με το μεγάλο ταμειακό μαξιλάρι, θα πρέπει να εξασφαλίσουν σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να βελτιώσουν έτσι τις προοπτικές για την Ελλάδα».
 
Επιπλέον, το Ταμείο εξέφρασε μέσω της έκθεσης τους προβληματισμούς του για την πορεία της αύξησης του ΑΕΠ και την επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων. Για αυτόν τον λόγο, το Ταμείο θεωρεί ότι είναι η δύσκολη η μακροπρόθεσμη πρόσβαση στις αγορές χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. «Το χρέος της Ελλάδας αρχικά θα σημειώσει πτώση, αλλά αναμένεται να αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2038» τονίζεται στην έκθεση.
 
Ωστόσο, έδειξε ικανοποίηση για τη δέσμευση της Ευρώπης να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα αν χρειαστεί μακροπρόθεσμα νέα ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. «Η πιθανότητα πολιτικών αλλαγών σε κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα μπορούσε να επηρεάσει τη δέσμευση για μακροπρόθεσμη στήριξη της Ελλάδας» αναφέρει η έκθεση.
 
Η ελληνική πλευρά δέχθηκε επαίνους από του ΔΝΤ «για τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαλείψει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, σταθεροποιήσει τον χρηματοοικονομικό τομέα, μειώσει την ανεργία, και αποκαταστήσει την ανάπτυξη».


 

Οι κίνδυνοι κατά τη «μεταμνημονιακή» περίοδο

 
Το ΔΝΤ στάθηκε σε μια σειρά από κινδύνους που ενδέχεται να καθορίσουν το κλίμα της ελληνικής οικονομίας την εποχή μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου στις 20 Αυγούστου. Μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά για λιγότερο υποστηρικτικές συνθήκες χρηματοδότησης σε διεθνές επίπεδο, ενώ υπάρχουν αναφορές και για το ελληνικό πολιτικό χρονοδιάγραμμα. Επιπροσθέτως, το Ταμείο μιλάει για εκκρεμή προβλήματα και κοινωνικές πιέσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «κληρονομιά της κρίσης», αλλά και σε «καθοδικούς κινδύνους» που έχουν να κάνουν με τις προοπτικές της οικονομίας.
 
Τέλος, υποστηρίζει ότι η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα θα αποτελέσει τροχοπέδη για τις προοπτικές ανάπτυξης και θα χρειαστούν μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας. Ενδεικτικά αναφέρονται η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και η συνέχιση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας μέσω της διατήρησης των μεταρρυθμίσεων που αφορούν στον κατώτατο μισθό, τις συλλογικές συμβάσεις και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
 
«Παρά την σημαντική πρόοδο, η Ελλάδα εξακολουθεί να σημειώνει χαμηλότερα αποτελέσματα στους δείκτες ανταγωνιστικότητας συγκριτικά με τις αντίστοιχες χώρες και έχει μείνει πίσω στην ελευθέρωση των περισσότερων επαγγελμάτων στον τομέα των υπηρεσιών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα βοηθήσουν στην εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και θα διατηρήσουν τη δυναμική της ανάκαμψης στην εργασία», σημειώνει το Ταμείο.
 
«Η εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας μέχρι σήμερα έχει επιτευχθεί μέσω ενός ανεπιθύμητου συνδυασμού πολιτικών και απαιτείται μια σημαντική αλλαγή σε αυτό το μείγμα προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει σταθερή και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα» τόνισε το ΔΝΤ και επανέλαβε τη στάση του για μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου.

«Λόγω της πολύ μεγάλης διαρθρωτικής ανεργίας της Ελλάδας και των αδύναμων θεσμών χάραξης πολιτικής, το προσωπικό πιστεύει ότι θα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν τέτοιες πολιτικά δύσκολες αλλαγές, διατηρώντας ταυτόχρονα εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα» υπογραμμίζεται στην έκθεση.
 

Τράπεζες και Capital Control

 
Σημειώνεται ότι για την περίοδο 2018 – 2060 η Ευρωζώνη έχει υπολογίσει μέσο όρο αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδας στο 3,1%, ενώ την ίδια ώρα το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα αυξηθεί κατά 2,9%. Η Ελλάδα θα μπορέσει να διατηρήσει μακροπρόθεσμα ένα πρωτογενές πλεόνασμα που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ και πως η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι κοντά στο 1%, εκτιμά το ΔΝΤ.
 
Αναφορικά με την εξυγίανση των τραπεζών και τα capital control, το Ταμείο σημείωσε ότι οι εκτελεστικοί διευθυντές:
 
  • Ενθάρρυναν τις τράπεζες να εντείνουν τη χρήση των ενισχυμένων νομοθετικών και ρυθμιστικών πλαισίων του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν δημιουργήσει ένα καλύτερο περιβάλλον για την αντιμετώπιση της υψηλής έκθεσης σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
  • Ζήτησαν τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων, περαιτέρω μέτρα για την άμβλυνση των κινδύνων ρευστότητας και χρηματοδότησης και ισχυρότερη τραπεζική εσωτερική διακυβέρνηση.
  • Υποστήριξαν τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών των συναλλαγών σύμφωνα με τον οδικό χάρτη που βασίζεται σε ορόσημα και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη ρευστότητα των τραπεζών.
 
Δεν παρέλειψε να τονίσει την ανάγκη για γρηγορότερες ρυθμίσεις στα κόκκινα δάνεια ώστε να μπορέσουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με την παροχή δανείων.
 
«Εκτός από τις προσπάθειες στη διοίκηση δημόσιων εσόδων, οι εκτελεστικοί διευθυντές ενθάρρυναν τις αρχές να εφαρμόσουν το Σχέδιο Δράσης κατά της Διαφθοράς με έμφαση στη βελτίωση της συλλογής δεδομένων και της διαφάνειας και να λάβουν μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της δικαστικής εξουσίας. Τόνισαν, επίσης, την ανάγκη να προστατευθούν τα επιτευχθέντα οφέλη στην ποιότητα της συλλογής των επίσημων στατιστικών στοιχείων, μέσα από την υπεράσπιση της στατιστικής υπηρεσίας από κάθε προσπάθεια υπονόμευσης της αξιοπιστίας της και τη διασφάλιση της επαγγελματικής της ανεξαρτησίας», σημειώνει η ανακοίνωση του ΔΝΤ.
 
Το ΔΝΤ για τη «μεταμνημονιακή» εποχή της χώρας έχει λάβει συμβουλευτικό ρόλο σε σχέση με την Ευρώπη, ενώ την Τετάρτη αναμένεται να ψηφιστεί από το γερμανικό κοινοβούλιο η δόση ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ελλάδα, η οποία είχε παγώσει καθώς η κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ σε πέντε νησιά που δέχονταν πρόσφυγες.