Ο Αύγουστος μπήκε με την πικρή γεύση μιας αδιανόητης τραγωδίας, τον θάνατο 93 ανθρώπων από την πυρκαγιά στο Μάτι.

Μετά την τριήμερη ανακωχή που επέβαλε το εθνικό πένθος που κήρυξε ο πρωθυπουργός, άρχισε να (ξανα)φαίνεται τι είναι αυτό που απασχολεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Είναι δύσκολο να το χωνέψει κανείς ότι ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με ένα επιτελείο επιχειρησιακών υπευθύνων και υπουργών και προσποιούνταν ότι κάτι συντονίζει, την ώρα που όλοι τους ήξεραν ότι υπάρχουν νεκροί, και κάναν την πάπια με ανοιχτές τις κάμερες. Προσπαθώ να φανταστώ τι θα περνούσε από το μυαλό των ανθρώπων που έπρεπε να αποσιωπούν την ύπαρξη νεκρών και να συζητούν άλλα αντ’ άλλων μπροστά στον φακό, ώστε πριν να ανακοινωθεί επισήμως η ύπαρξη νεκρών να έχει εδραιωθεί τηλεοπτικά η εικόνα ενός πρωθυπουργού που είναι παρών και συντονίζει. Πάνω από τα πτώματα, είχαν αυτές τις ανησυχίες, να σκηνοθετήσουν την ταινία μικρού μήκους «Ο Τσίπρας είναι παρών». Δεν είναι από τα λάθη που σκοτώνουν, δεν είναι η αιτία του δράματος, αλλά είναι οπωσδήποτε ανατριχιαστικό.

Η αντιπολίτευση είχε κι αυτή την ίδια ακριβώς μέριμνα. Ξέρουμε καλά ότι αν η τραγωδία είχε συμβεί με κυβέρνηση ΝΔ, η αναφορά στα αυθαίρετα θα ταίριαζε γάντι με την πολιτική φιλοσοφία της Καθημερινής: δεν είμαστε κανονική χώρα, δεν τηρούμε τους νόμους, ο Έλληνας αυθαιρετεί, χτίζει όπου γουστάρει και μετά κατηγορεί άλλους κλπ. Τώρα θεωρείται λίγο πολύ κυβερνητική λαθροχειρία και ασέβεια προς τους νεκρούς, η κουβέντα για τα αυθαίρετα. Την ώρα που η ΝΔ υποτίθεται ότι δεν σχολίαζε πολιτικά την κατάσταση, αρχικά, διακινούσε ανυπόγραφο κείμενο γραμμένο από τη σύζυγο του συμβούλου επικοινωνίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, με χυδαία και χοντροκομμένη εργαλειοποίηση των νεκρών. Βουλευτές άθροιζαν νεκρούς και αγνοούμενους σε τηλεοπτικές συζητήσεις, κατά παράβαση της λογικής και των παραινέσεων της πυροσβεστικής. Ούτε από αυτά σκοτώθηκε κανείς, οι νεκροί είχαν ήδη απανθρακωθεί ή πνιγεί, όταν συνέβαιναν.

Είναι όμως μια πολύ θλιβερή διαπίστωση: όταν δεν διακινείται τίποτε στην πολιτική, δεν αποφασίζεται τίποτα, μένει μόνο αυτό που λέμε ευγενικά «επικοινωνία», δηλαδή η προπαγάνδα. Όποιος είναι να πεθάνει, πεθαίνει. Όποιος είναι να χάσει το σπίτι του, το χάνει. Κανείς δεν πρόκειται να κάνει κάτι γι’  αυτό. Θα ακούμε όμως τις συμβουλές ειδικών (ή διαφόρων τυχάρπαστων που αναλαμβάνουν τέτοιες αρμοδιότητες) για να προτείνουν στους πολιτικούς ηγέτες πώς «να διαχειριστούν επικοινωνιακά την κατάσταση», δηλαδή τι να πουν.

Είναι σαν να μην υπάρχει ιατρική, να μην υπάρχει γιατρός στο νοσοκομείο, και να υπάρχει κάποιος που είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να ανακοινώνει τον θάνατο στους συγγενείς. Αυτή είναι η αναλογία. Φροντίζει το ντύσιμό του, χρειάζεται να είναι ντυμένος προσεγμένα αλλά όχι υπερβολικά προσεγμένα, να μιλάει με φωνή στιβαρή και συγκρατημένη, αλλά όχι παγερή, να αναλαμβάνει την ευθύνη εκ μέρους του νοσοκομείου χωρίς να το εκθέτει ποινικά. Δεν υπάρχει κάποιος να ρωτήσεις γιατί πέθανε ο αδερφός και ο πατέρας σου, ούτε αν μπορεί να πεθάνεις κι εσύ έτσι αύριο το πρωί. Αυτοί που συναντάς είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να μιλάνε, αλλά τίποτε από όσα συμβαίνουν δεν είναι στο χέρι τους.

Στο βιβλίο του Ελάσσων μεταφυσική των τσουνάμι ο Jean – Pierre Dupuy εξηγεί πως και η πολιτική είναι σήμερα φυσικό φαινόμενο. Κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνη για τίποτα, όλες οι σχετικές συζητήσεις είναι προσχηματικές. Φέρνει το παράδειγμα της Χιροσίμα, που θεωρήθηκε «αναγκαίο κακό», συνεπώς αναλύθηκε ηθικά ωσάν να επρόκειτο για τσουνάμι κι εκεί, όχι για ανθρώπινη επιλογή και πράξη.

Όταν λέει η κυβέρνηση ότι αποδέχεται την ιδιοκτησία ενός προγράμματος με το οποίο διαφωνούσε ή όταν υπογράφει συμφωνία με την Τουρκία για τους πρόσφυγες, δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη: «τα κύματα δεν γνωρίζουν το όνομα του βασιλιά», σου λέει. Αμέσως βγάζει από το μανίκι το χαρτί του «μαγικού ρεαλισμού», όχι του λογοτεχνικού, αλλά της Realpolitik που κατά μαγικό τρόπο απαλλάσσει από όλες τις ευθύνες. Και αν οι εξώσεις είναι υποδεέστερο θέμα μπροστά στον θάνατο, προφανώς οι χιλιάδες πνιγμοί στη Μεσόγειο δεν είναι. Τι κάνουν οι πολιτικοί σε αυτήν την κατάσταση; Είναι σαν το εγκώμιο του αντιβασιλέα: Να έχεις τα προνόμια της εξουσίας, αλλά καμία μέριμνα και σκοτούρα για τις αποφάσεις.

Όσο ξέρω τη χώρα μας, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κανένας ειδικός στην επικοινωνία, εξ ου και οι απίθανες γκάφες που γίνονται η μία μετά την άλλη πάνω από τα πτώματα. Έτσι εξηγείται και ο ανεκδιήγητος σύμβουλος επικοινωνίας του Κυριάκου Μητσοτάκη που τσακώνεται στο Twitter σαν το τελευταίο χουλιγκάνι, έτσι εξηγείται και η απίστευτη αναίδεια με την οποίαν εμφανίστηκαν οι δύο υπουργοί στη συνέντευξη τύπου και προσπαθούσε μετά η κυβέρνηση να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Αυτό όμως λίγο ενδιαφέρει. Αργά ή γρήγορα κάποιος με δυόμιση διδακτορικά στην επικοινωνία, πρώην σύμβουλος του Ομπάμα, θα μας κατσικωθεί για να κάνει αυτό που ούτως ή άλλως κάνουν και τώρα όλοι: παρλάρουν την ώρα που πέφτουν κορμιά.

Δεν κατηγορώ αυτούς που το κάνουν. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι επαγγελματίας του είδους. Έλεγε ότι το μνημόνιο είναι κακό, αποδείχτηκε ότι για να μείνει στην εξουσία πρέπει να λέει αυτά που λέγαν οι άλλοι τόσα χρόνια, το κάνει και δεν ντρέπεται. Κάνει ό,τι κάνουν όλοι, παριστάνει όμως το χαμογελαστό άφθαρτο αγόρι, και αυτό φαίνεται ότι ενδιαφέρει τους συμπολίτες μου, περισσότερο απ’  ό,τι με ενδιαφέρει εμένα, που ασχολούμαι με απόψεις, επιχειρήματα κλπ.

Το αποτέλεσμα είναι ότι πολιτική σε αυτό το επίπεδο δεν παράγεται ούτε καταναλώνεται. Η πολιτική είναι δεδομένη όσο ο δυνατός αέρας, και μετά εμείς διαχειριζόμαστε σαν τροχονόμοι τους καυγάδες. Και είναι αναμενόμενο ότι αυτοί οι πολιτικοί θα κάνουν αυτό που ξέρουν, είτε φτωχαίνουμε είτε καιγόμαστε. Θα αφήσουν να γίνει ό,τι είναι να γίνει και μετά θα κάνουν δηλώσεις. Όσο δεν παράγεται πολιτική από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, θα παράγονται μόνο δηλώσεις. Και οι δηλώσεις αυτές δεν αφορούν κανέναν.

Για να διαβάσετε το τεύχος, κάντε κλικ στην εικόνα που ακολουθεί: