του Κωνσταντίνου Πουλή

Αυτή την αρχή χρησιμοποιούν και μορφωμένοι άνθρωποι του καιρού μας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήξερε να πει «mea culpa» και να ακουστεί πολύ καλύτερο από το «μαλακία μου», και έτσι να μειώσει το πολιτικό κόστος μιας επιλογής που περιέγραφε αυτοκριτικά ως λανθασμένη.

Οι διάλογοι ανάμεσα στον Βέλτσο και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, οι λόγοι του Πολύδωρα, έχουν πάντα τη θεατρική χάρη του ντοτόρε από την Κομέντια ντελ’ Άρτε, είναι δηλαδή μια κωμική καρικατούρα του ακατανόητου. Σας μιλάει άνθρωπος που έχει παρακολουθήσει μεταπτυχιακό σεμινάριο στην Αγγλία όπου γίνονταν αστεία στα Λατινικά και σκάγανε όλοι στα γέλια.

Τα επιχειρήματα υπέρ της διδασκαλίας των Λατινικών σε περίοπτη θέση (ως εξεταστέο μάθημα) λοιπόν προσκρούουν στην κοινή πείρα. Αυτό δεν με κάνει υπέρμαχο της διδασκαλίας της κοινωνιολογίας, διότι επίσης ο κόσμος την έχει γραμμένη εκεί που δεν πιάνει μελάνη. Κι αυτό παρότι η αναβάθμιση της κοινωνιολογίας είναι σχεδόν μια δικαίωση για μένα, που στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών είχα συμμετάσχει ως φοιτητής σε τηλεοπτικό πάνελ με την καθηγήτρια Μαρία Τζάνη για το ζήτημα, και μπορώ να πω πως την είχα κερδίσει, είχε πει πως είμαι «φέρελπις νέος» (όλα αυτά αληθεύουν και υπάρχουν σχετικά πειστήρια αν ζητηθούν) και χρειάστηκαν σχεδον τριάντα χρόνια για να πιάσουν τόπο οι αγώνες μου στο Κανάλι 29.

Έχω την εντύπωση, έστω προχειρογραφώντας σε ένα θέμα για οποίο αν μη τι άλλο υπάρχουν μπόλικοι ειδικοί να μιλήσουν, ότι ο γρίφος που καλούμαστε να επιλύσουμε είναι διαφορετικού τύπου.

Η ύπαρξη του «εφεδρικού στρατού των ανέργων» είναι δομικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών μας, τόσο που η περιστασιακή πτώση της ανεργίας προκαλεί αλλεργία στις αγορές, διότι παύουν οι εργοδότες να έχουν το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Η ιδέα λοιπόν ότι μπορούμε να συζητήσουμε στα σοβαρά τις προοπτικές εργασίας αδιαφορώντας για το πολιτικό πρόβλημα και βάζοντας τους επιστήμονες να τσακώνονται μεταξύ για το ποιοι είναι πιο άχρηστοι, μου φαίνεται απαράδεκτη. Έτσι κι αλλιώς, οι διαχωρισμοί μεταξύ επιστημονικών αντικειμένων (όπως έλεγε, δικαιωματικά, ο Παναγιώτης Κονδύλης) εξυπηρετούν μόνο τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων. Η πνευματική ζωή δεν γνωρίζει κανενός είδους τέτοια σύνορα.

Αν λοιπόν κάποιος από λάθος, χωρίς να έχει καταλάβει την ελαφρότητα που με διακρίνει, αποφάσιζε να ζητήσει τη γνώμη μου για το θέμα των Λατινικών, θα έλεγα ότι η κοινωνιολογία δεν προωθεί ντε και καλά την Αριστερή κριτική σκέψη. Αντιθέτως, εγώ από τα φοιτητικά μου χρόνια ανησυχούσα ότι η επιστήμη μου κινδυνεύει να γίνει χρήσιμη. Κάτι αντικείμενα «εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας», κοινωνιολογία του ενός και του άλλου, κοινωνιολογία της μπριζόλας και της πετσέτας – που λέγαμε κι εμείς ειρωνικά, προκειμένου να στηλιτεύσουμε τη σταδιακή προσαρμογή των σπουδών μας στις ορέξεις του κάθε βλάκα μανατζαρέου με πούρο – σχηματίζουν έναν κλοιό αντικειμένων μάλλον φιλικών προς τις επιθυμίες της αγοράς.

Προτείνω λοιπόν την αντιστροφή του κριτηρίου της τρέχουσας συζήτησης. Αν κάτι πρέπει να μας ανησυχεί, αυτό είναι πως η μεταφορά στο πεδίο της χρησιμότητας θα μας αφήνει πάντοτε ηττημένους και περιττούς, να παρακαλάμε τους μανατζαρέους για μια ωρίτσα διδασκαλίας στο όνομα της παλιάς μας δόξας.

Για να επαναφέρουμε τη συζήτηση στα δικά μας, θα χρειαστεί ένας άθλος παιδείας, καλής μετάφρασης και δημιουργικού σχολιασμού, προκειμένου να επανέλθουν αυτά τα κείμενα στον πυρήνα της συζήτησης. Αυτό μάλιστα, με απασχολεί. Αλλιώς, η συζήτηση που γίνεται είτε είναι φτηνά «συνδικαλιστική», οπότε είναι ουσιαστικά αδιέξοδη διότι κάθε πλευρά συγκαλύπτει το συντεχνιακό της συμφέρον επικαλούμενη υψηλές αξίες και αέρα κοπανιστό, είτε είναι  ψευδοουσιαστική, οπότε οι κοινωνιολόγοι θα παριστάνουν ότι είναι οι προνομιακοί φορείς της κριτικής σκέψης και οι άλλοι να πάνε για βρούβες (λες και προώθησε την κριτική σκέψη η αποστήθιση πονημάτων του Βασίλη Φίλια) και οι φιλόλογοι θα πιστεύουν ότι έχουν πιάσει τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια, κι ο Πάπας θα φωνάζει στα Λατινικά να τον αφήσουν.

Εν ολίγοις, νομίζω ότι η συζήτηση για την ανεργία και την εργασιακή μοίρα της νεολαίας πρέπει να είναι πολιτική. Η συζήτηση για την πρωτοκαθεδρία κάποιου αντικειμένου έναντι άλλων δεν πρέπει να είναι τίποτα, γιατί είναι μια άχαρη συζήτηση, μασκαρεμένος συντεχνιασμός. Η μόνη άξια συζήτηση για τα δικά μου γούστα είναι η αμφισβήτηση της χρησιμότητας, η αναζωπύρωση της περιέργειας που στη θέση της γελοίας καρικατούρας του γέρου πειρατή στο Αστερίξ θα βάλει ανθρώπους που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν καλά βιβλία. Αυτό δεν είναι υπεράσπιση ούτε της κοινωνιολογίας ούτε των Λατινικών.