Δημοσιεύτηκε στο opendemocracy

Στην τελευταία έκθεση για την Ελλάδα στο Αρθρο VI, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ξεκινάει τον οικονομικό έλεγχο με ένα δραματικό αλλά πλέον καταθλιπτικά γνώριμο διάγραμμα.

Εννιά χρόνια έχουν περάσει από τότε που ξεκίνησε η ελληνική κρίση τον Οκτώβριο του 2009. Από τότε το ελληνικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατα 25% και έχει κολλήσει σε αυτό το επίπεδο. Περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, νέοι και άνθρωποι σε ηλικία εργασίας βρίσκονται σε εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο φτώχειας. Νέοι Έλληνες που αντιμετωπίζουν αβέβαιες επαγγελματικές προοπτικές με χαμηλούς μισθούς που δεν επιτρέπουν την διαβίωση, συνεχίζουν να εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα.

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν μια μείωση του ΑΕΠ της τάξης του 25%, αλλά (όπως φαίνεται και από το διάγραμμα του ΔΝΤ) στον έβδομο κιόλας χρόνο από όταν άρχισε η κρίση, το ΑΕΠ επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδα. Καμία άλλη χώρα εκτός από την Ελλάδα, με εξαίρεση ίσως τη Βενεζουέλα, δεν έχει ζήσει χειρότερη οικονομική καταστροφή χωρίς να βρίσκεται σε κατάσταση εμφυλίου ή εξωτερικού πολέμου. Και σε αντίθεση με την ανούσια αυτοπροκαλούμενη Βενεζουελανή καταστροφή, ο ελληνικός όλεθρος συνέβη κάτω από την κηδεμονία του ΔΝΤ, ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Από τεχνικής άποψης, στις 20 Αυγούστου η Ελλάδα «βγήκε» από το χρηματοδοτικό πρόγραμμα διάσωσής της, το οποίο το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί τής χορηγούσαν από τον Μάιο του 2010. Ο Ευρωπαίοι ηγέτες εν χορώ βιάστηκαν να δώσουν συγχαρητήρια στους εαυτούς τους. Ο Donald Tusk, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ήταν πρώτος, με μια ωδή στην «Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη». Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Olaf Scholz περιέγραψε τη «διάσωση της Ελλάδας» σαν ένα «μέτρο της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Ο Olli Rehn, ο ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του Ελληνικού προγράμματος, έγραψε, «Είναι ώρα να επισημάνουμε ότι η Ευρώπη στάθηκε δίπλα στην Ελλάδα». Αυτά τα αυτάρεσκα μηνύματα – τα οποία υπαινίσσονταν μια φανταστική εικόνα της ελληνικής οικονομίας υποβοηθούμενης από την οξυδέρκεια των Ευρωπαϊκών αρχών – ήταν εντελώς ασύμβατα με την πραγματικότητα όπως την αναγνωρίζουν οι περισσότεροι. Όπως θα έλεγε και ο φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein, οι ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούσαν να μαγέψουν το μυαλό μέσω της γλώσσας. Η πολιτική θεωρητικός Hannah Arendt θα είχε κατανοήσει το φαινόμενο.

Πριν από περισσότερο από μισό αιώνα, έγραψε ότι «Η αλήθεια και η πολιτική έχουν κακή σχέση η μία με την άλλη, και κανένας, απ’ όσο ξέρω, δεν περιλαμβάνει την ειλικρίνεια στις πολιτικές αρετές». Σ’ αυτήν την εποχή όταν «η αλήθεια δεν είναι η αλήθεια», η διγλωσσία που χρησιμοποιούν οι  Ευρωπαίοι ηγέτες δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι με τη λέξη «έξοδος». Η αναφορά του ΔΝΤ κάνει σαφές ότι η πολιτική και οι δράσεις της ελληνικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να είναι στενά επιτηρούμενες από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς:

«Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου του μεγάλου ανοίγματος του ευρωπαϊκού δημόσιου τομέα στην Ελλάδα (κοντά στα 260 δισεκατομμύρια ευρώ), η Ελλάδα θα εμπλακεί σε ένα «βελτιωμένο» πρόγραμμα εκ των υστέρων παρακολούθησης από τους θεσμούς, το οποίο συνεπάγεται υψηλότερη (τριμηνιαία) συχνότητα υποχρεώσεων και επιτήρησης των συγκεκριμένων πολιτικών από ό,τι στις άλλες χώρες της Ευρώπης με προγράμματα εκ των υστέρων παρακολούθησης».

Μεταφράζοντας αυτή την ευγενική γραφειοκρατική γλώσσα, οι Έλληνες χρωστάνε στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς 260 δις ευρώ – και τόσο θα παραμείνει σε αυτούς υπόχρεη. Οι Θεσμοί έχούν υποσχεθεί να χαρίσουν ένα κομμάτι από το χρέος, αλλά το αργό στάξιμο της συγχώρεσης θα απαιτήσει από τις ελληνικές κυβερνήσεις να δράσουν όπως ορίζουν οι Θεσμοί. Ήδη στις 22 Αυγούστου, μια ελληνική ειδησεογραφική ιστοσελίδα έγραψε ότι η «μετά-το-πρόγραμμα εποχή» θα ξεκινούσε με μια άμεση επίσκεψη των «θεσμών» προκειμένου να συζητηθεί ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2019. Η Ελλάδα τεχνικά βγαίνει από το  πρόγραμμα διάσωσης, αλλά δεν υπάρχει αληθινή έξοδος: το ελληνικό κοινοβούλιο θα έχει περιορισμένη εξουσία σχετικά με τις αποφάσεις για την οικονομία για χρόνια, ή μάλλον δεκαετίες.

«Μένω απλώς κατάπληκτος που αυτό συνεχίζει»

Η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ, πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) τον Ιανουάριο του 1981. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν κατά της ένταξης της Ελλάδας στην Κοινότητα. Ο προβληματισμός του Επιτρόπου ήταν ότι μόλις η Ελλάδα συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις των χαμηλότερων δασμών εμπορίου, οι Έλληνες παραγωγοί δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ξένο ανταγωνισμό. Αλλά ο Γάλλος πρόεδρος Valéry Giscard d’Estaing επέμενε – κάποιοι λένε, σε μια προσπάθεια να προστατέψει την άγουρη δημοκρατία της Ελλάδας.

Η ελληνική οικονομία ήταν, πράγματι, μη ανταγωνιστική. Η κυβέρνηση δανείστηκε δύο φορές από την Ευρωπαική Κοινότητα, δύο φορές δεν ανταποκρίθηκε στις δεσμεύσεις υπό τις οποίες δανείστηκε. Αλλά ακόμα χειρότερα, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ενθάρρυνε ένα πολιτικό σύστημα βαθιάς διαφθοράς, το οποίο συμπαρέσυρε όλα τα πολιτικά κόμματα.

Η Ελλάδα φανερά δεν ανήκε στην ευρωζώνη. Αλλά ο Γερμανός καγκελάριος Gerhard Schröder, σε μια προσπάθεια να αποδείξει τα  φιλοευρωπαϊκά διαπιστευτήριά του, άνοιξε το δρόμο στην Ελλάδα για την ευρωζώνη, ενώ οι άλλοι μεγάλοι Ευρωπαίοι επίσημοι επιδοκίμαζαν την επέκταση της ευρωζώνης σαν να είναι δείκτης της επιτυχίας του νομίσματος. Η Ελλάδα έγινε μέλος της ευρωζώνης την 1η Ιανουαρίου 2001, και το Δεκέμβριο του 2004, ένας έλεγχος των ελληνικών δημοσιονομικών λογαριασμών αποκάλυψε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας την περίοδο της απόφασης της εισόδου της στην ευρωζώνη ήταν, στην πραγματικότητα, σημαντικά υψηλότερο από ό,τι είχε αναφερθεί. Ο Joaquín Almunia, ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής  οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, είπε πως δεν γνώριζε. Η απόφαση για την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, είπε, βασιζόταν στα «καλύτερα δυνατά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα» εκείνο το διάστημα. Όμως αναγνώρισε «Είχαμε μια πολύ ατυχή εμπειρία με την περίπτωση της Ελλάδας».

Η παγκόσμια οικονομική φούσκα του 2004-2007 κράτησε την Ελλάδα και άλλες περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης στην επιφάνεια. Πράγματι, η Ελλάδα έδειχνε να έχει διαφύγει του μεγάλου πλήγματος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στις 20 Ιουλίου του 2009, ο IMF εξέδωσε μια συγκρατημένα αισιόδοξη αναφορά του Άρθρου IV για την Ελλάδα. Οι μετασεισμοί από την κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008 ήταν ακόμη αισθητοί σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά οι ελληνικές τράπεζες, συμπέρανε ο IMF, ήταν σταθερές, είχαν επαρκή αποθέματα για να αντιμετωπίσουν τις περισσότερες αντιξοότητες. Ενώ ο IMF έλεγε το συνηθισμένο του ποίημα για περισσότερη δημοσιονομική λιτότητα, επαινούσε την κυβέρνηση για τα «ευπρόσδεκτα» μέτρα που θα συγκρατούσαν το δημοσιονομικό της έλλειμμα.

Όταν οι εκτελεστικοί διευθυντές του IMF (αντιπροσωπεύοντας τις χώρες μέλη με κατοχή μετοχών) συναντήθηκαν στις 24 Ιουλίου να συζητήσουν την αναφορά, μια αινιγματική πρόταση σχετικά με τη χαμηλή ποιότητα των ελληνικών στατιστικών στοιχείων ανησύχησε τον Jens Henriksson της Σουηδίας. «Μένω απλώς κατάπληκτος που αυτό συνεχίζει», είπε. Ήταν οι Έλληνες ανίκανοι, ρώτησε, ή σκόπιμα σκαρφίζονταν τα νούμερα; Ήταν μια συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών και οι επισημάνσεις αυτές δεν θα δημοσιοποιούνταν για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ο επικεφαλής οικονομολόγος του IMF για την Ελλάδα, Bob Traa, απάντησε ειλικρινά. Η ανικανότητα, είπε, δεν ήταν το πρόβλημα. Οι ηγέτες της Ελλάδας συνειδητά επέλεγαν να παραπλανούν, εξήγησε ο Traa, γιατί αν αποκάλυπταν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν, κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ανεπιθύμητη κριτική. Μαγειρεύοντας τα νούμερα, ήλπιζαν να «ελέγξουν το μήνυμα».

Στις 4 Οκτωβρίου, ο Γιώργος Παπανδρέου, γιος του Ανδρέα Παπανδρέου, εκλέχθηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Παρά την αισιόδοξη απεικόνιση του IMF, η διαφθορά ήταν ακόμη ανεξέλεγκτη και η ζωή ήταν δύσκολη, ειδικά για τους νέους. Σε μια προεκλογική ομιλία λίγες μέρες νωρίτερα, ένας τριαντάχρονος άνεργος λογιστής είχε πει λυπημένα, «ψηφίζουμε για την ελπίδα». Και τη στιγμή του θριάμβου, ο Παπανδρέου δήλωσε γενναία, «Είμαστε μια χώρα με σπουδαίο δυναμικό». Υποσχέθηκε «βαθιές αλλαγές» για να δημιουργηθεί μια κοινωνία «ισότητας και δικαίου».

Ξεκινώντας από τις 8 Οκτωβρίου, μέλη της κυβέρνησης ανακοίνωσαν ότι το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα ήταν 6%, όπως αναμενόταν προηγουμένως. Η νέα εκτίμηση σκαρφάλωνε σταθερά στο 12,5%. Ο Almunia ξανά επωμίσθηκε το βάρος της ντροπής. Είπε πειθήνια, «αυτές οι σοβαρές ανακολουθίες απαιτούν μια ανοιχτή και βαθιά έρευνα του τι έχει συμβεί». Ο Jean-Claude Juncker, επικεφαλής του Γιούρογκρουπ (της ομάδας που απαρτίζεται από τους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης), που επίσης γνώριζε τα προβλήματα που έβραζαν, συμπεριέλαβε κι άλλες λέξεις χωρίς νόημα: «Το παιχνίδι τελείωσε, χρειαζόμαστε σοβαρά στατιστικά δεδομένα».

Οι Έλληνες ηγέτες είχαν παραδώσει στο λαό τους μια διεφθαρμενη, χρεοκοπημένη και αποκαρδιωμένη χώρα, ενώ οι επίσημοι της Ευρώπης και του IMF είχαν ελάχιστα να προσφέρουν εκτός από κάποια λέξη επιδοκιμασίας περιστασιακά. Για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, αντιμετώπιζαν τώρα μαζί μια επιθετική οικονομική κρίση.


Η μετάφραση έγινε από μέλη της πλατφόρμας των 1101.