Η απάντηση είναι κατά την άποψή μου ότι τον μισεί κανείς όχι παρά την αδυναμία του, αλλά ακριβώς εξαιτίας της αδυναμίας του.

Το γιατί μπήκε ο Ζακ Κωστόπουλος στο κοσμηματοπωλείο και τι ακριβώς συνέβη είναι κάτι που ακόμη μένει να αποδειχτεί. Ωστόσο υπάρχουν δύο βίντεο τα οποία έχουν δώσει από την αρχή μία εικόνα που μου φαινόταν και εξακολουθεί να μου φαίνεται επαρκής για να πούμε με ασφάλεια το παρακάτω:

Ο Ζακ Κωστόπουλος σκοτώθηκε στα χέρια νοικοκυραίων και μπάτσων. Η εικόνα του περιθωριακού -δηλαδή η ταυτότητα του περιθωριακού, αφού έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρει ο νοικοκυραίος τον κρίνει από την εμφάνιση- μας καλεί να αναρωτηθούμε τι θα κάναμε και πώς θα διαχειριζόμασταν αυτόν τον άνθρωπο. Αυτή τη φορά όχι επικοινωνιακά, που είναι το μόνο που ξέρει να κάνει η κυβέρνησή μας. Ανθρώπινα: τι θα κάναμε.

Ο Ζακ δεν ήταν οικογενειάρχης, δεν είχε μία ευυπόληπτη επιχείρηση, για παράδειγμα ένα ενεχυροδανειστήριο, δεν ήταν υγιής, ήταν οροθετικός, και δεν πήγαινε το πρωί τα παιδάκια του στο σχολείο φρεσκοπλυμένα και καλοχτενισμένα με ζελέ.

Πέθανε γι’ αυτό; Νομίζω ναι. Ο βίαιος  μάτσο-οικογενειάρχης-ιδιοκτήτης τον θεωρεί σκουλήκι, ως τον ακριβή αντίποδά του. Εμφανίζεται λοιπόν εντελώς αδύναμος, ανίκανος να ασκήσει βία, χωρίς τη δύναμη που παρέχει το κύρος, η ασφάλεια, και λέει εγώ αυτός είμαι, μία οροθετική τσούλα, εσύ τι άνθρωπος είσαι; Κι εμείς απαντάμε σε αυτή την ερώτηση. Και καθώς απαντάμε θυμόμαστε ότι ο φασίστας δεν έχει πάντα ξυρισμένο μαλλί και αγκυλωτό σταυρό σε τατουάζ. Πολλές φορές το τέρας είναι αυτός που εκπροσωπεί την απλή, ταπεινή κανονικότητα: τη δουλίτσα, το σπιτάκι, το κούτελο, και το μίσος για το περιθώριο. Και αυτά δεν αφορούν μόνο τους δράστες, αλλά και όσους συμμετείχαν με πάθος στη συζήτηση που ακολούθησε για να τους υπερασπιστούν.

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το ίδιο ακριβώς πίστεψε και η αστυνομία. Ότι είναι ένα πρεζόνι, που θα πεθάνει και θα πούμε «ένας λιγότερος», όπως μας είπε η δικηγόρος της οικογένειας ότι φαίνεται να σκέφτηκε η αστυνομία στην αρχή.

Αυτό που περισσότερο από όλα με απωθεί στην εικόνα του νοικοκυραίου (και προφανώς σε αυτή την κατηγορία δεν εντάσσεται κάθε άνθρωπος με δουλειά και παιδιά) είναι η αυτοπεποίθηση ότι έχει καταφέρει να τακτοποιήσει τη ζωούλα του, ασχέτως αν είναι χτισμένη όμως με κρυφή και φανερή βία. Όπως παρατηρούσε ήδη ο Ράιχ, ο μικροαστός δεν μπορεί να αισθανθεί αλληλεγγύη για κανέναν, ούτε για τον άλλο επαγγελματία ούτε για τον βιομηχανικό εργάτη. Ο νοικοκυραίος επίσης δεν βασανίζεται ποτέ από αγωνίες για το νόημα των πραγμάτων. Δεν αναρωτιέται αν έχει καλή ή κακή σχέση με τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Δεν αναρωτιέται τι νόημα έχει δουλειά που κάνει ή ακόμη περισσότερο αν η δουλειά που κάνει είναι ή δεν είναι εντελώς ανήθικη. Δεν αναρωτιέται ποια είναι αυτή η γυναίκα που βλέπει κάθε μέρα στο σπίτι του και τι σχέση έχει μαζί της. Ο νοικοκυραίος είναι ένας άνθρωπος που τα κατάφερε, άμα τη εμφάνισει. Είναι το σύνολο όλων αυτών των γνωρισμάτων που κάνουν κάποιον να μην είναι ρεμάλι, από την ώρα που συστήνεται.

Ακριβώς λοιπόν το ρεμάλι, αυτός ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά, κουστούμι, γυναίκα, παιδιά, υγεία, μας θέτει από την αρχή το ερώτημα τι ακριβώς θα πει να είσαι άνθρωπος.

Ακόμη και την ώρα που ο καταστηματάρχης προσέχει τα λόγια του και μιλάει στον ανακριτή κατόπιν συμβουλής δικηγόρου, δεν κρατιέται και λέει ξανά για τον Ζακ:

«Στράφηκε και κατά άλλων, τι είχε να χάσει; Εγώ δεν αντιλήφθηκα πότε ακριβώς κατέφθασε η αστυνομία, ήμουν πολύ ταραγμένος με την κατάσταση του μαγαζιού μου».

Αυτό το λέει μετά τον θάνατο. Ότι ο Ζακ δεν είχε τίποτα να χάσει, διότι τι ήταν η ζωή του; Ένα τίποτα! Και ο ίδιος ήταν ταραγμένος από την κατάσταση του μαγαζιού του.

Έχετε πατήσει ποτέ κάποιον κάτω, πάνω σε σπασμένα γυαλιά; Και μετά να πεθάνει; Εγώ όχι. Αλλά θα με τάραζε μάλλον περισσότερο από τη βιτρίνα που έσπασα προκειμένου να τον πατήσω κάτω. Νομίζω, έστω. Ο καταστηματάρχης εικονίζεται σε φωτογραφίες να καθαρίζει το σκηνικό του φόνου (όσοι βλέπουν αμερικάνικες αστυνομικές σειρές καλούνται να προσγειωθούν στην πραγματικότητα), σε μια φωτογραφία-σύμβολο. Όσο και να ταράχτηκε ο ιδιοκτήτης, μετά ευτυχώς σκούπισε.

Η αξιοπρέπεια του νοικοκυραίου κρέμεται από μία κλωστή. Κρέμεται από μία κλωστή ακριβώς διότι η κοινωνία τον αποδέχεται συγκαταβατικά και αδιάφορα μόνο για το τσόφλι της ζωής του. Η κοινωνία δεν ενοχλείται δηλαδή αν ο άνθρωπος αυτός είναι ένα ρατσιστικό, ομοφοβικό κτήνος, αν καταπιέζει, ακόμη και αν δέρνει τη γυναίκα και τα παιδιά του, αν η αξιοσέβαστη δουλίτσα του είναι ή όχι ανήθικη. Και επειδή ακριβώς τίποτε από αυτά που κάνει ο νοικοκυραίος και τίποτε από αυτά που πρεσβεύει δεν έχει νόημα άλλο εκτός από την υπεράσπιση της ταυτότητας και της ισχύος του, αυτός που δεν ταιριάζει με την εικόνα του είναι εχθρός του. Γι’  αυτό και η αγάπη της συστημικής ενημέρωσης για τον νοικοκυραίο. Είναι το πιο πιστό σκυλί τους.

Η δικηγόρος της οικογένειας δήλωσε στο TPP ότι το ΕΚΑΒ τον παρέλαβε νεκρό. Αυτό ίσως ενισχύεται από το ότι δεν είχε αναμμένες σειρήνες φεύγοντας. Παρ’ όλ’  αυτά, φορούσε τις χειροπέδες με τις οποίες έφτασε στο νοσοκομείο. Και καλώς τις φορούσε, γιατί ακόμη και νεκρός ο Ζακ απειλούσε τον νοικοκυραίο και κάθε νοικοκυραίο, αποκαλύπτωντας πως η ηρεμία και η ισορροπία της ζωής τους είναι εκκολαπτήριο φασισμού. Κι ότι η τακτοποιημένη ζωή τους περιέχει τα πατριωτικά μέτωπα, την Τατιάνα, συμπεριλαμβάνει την κανονικότητα ως βία το και μίσος προς το περιθώριο.

Έγινε μια έντονη συζήτηση τις μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία, κατά την οποία αρκετοί επισήμαναν (καλόπιστα) ότι η γενίκευση στη συζήτηση για νοικοκυραίους πρώτον ενοχοποιεί μια τεράστια κατηγορία ανθρώπων αυθαίρετα και δεύτερον ότι αυτό ελαφραίνει το βάρος από τους ώμους των φυσικών αυτουργών, αφού «φταίμε όλοι».

Διαφωνώ με αυτή τη θέση. Η συζήτηση που ακολούθησε τη δολοφονία έδειξε ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας θεωρεί ότι να ποδοπατείς μια οροθετική τσούλα μέχρι θανάτου είναι φυσιολογικό, αν δεν είναι και έργο θεάρεστο. Λοιπόν ισχυρίζομαι ότι αυτή η στάση που εκδηλώθηκε εκ των υστέρων τόσο τρομακτικά, είναι η ίδια στάση που επέτρεψε να λιώνουν ένα κεφάλι πάνω στα σπασμένα γυαλιά μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά στα μάτια των περαστικών. Δεν σώζει την τιμή μας ο Φ.Κ., ο μόνος που παρενέβη. Ακόμη και σήμερα δεν έχουν εμφανιστεί οι μάρτυρες να μιλήσουν. Δεν έχω ιδέα τι τους συμβαίνει, τι είδαν, τι φοβούνται. Πιστεύω όμως ότι ο φυσικός αυτουργός πρέπει να τιμωρηθεί για την πράξη του, αλλά κι εμείς πρέπει να καταλάβουμε πως αυτή η πράξη δεν θα ήταν εφικτή, δεν θα ήταν καν διανοητή, χωρίς όλο το πλαίσιο του μίσους προς το περιθώριο που χωνεύει με τόση ευκολία ο καθημερινός φασισμός της ζωής μας. Απέναντι σε όλα αυτά, εύχομαι τουλάχιστον εκ των υστέρων το φάντασμα του ανθρώπου που πέθανε φορώντας χειροπέδες να στοιχειώνει τον καθώς πρέπει φασισμό της κανονικότητας, των καθώς πρέπει ανθρώπων που είναι φονιάδες, των καθώς πρέπει αστυνομικών που έκαναν το καθήκον τους πατώντας κάτω το κεφάλι ενός λιπόθυμου ανθρώπου, των καθώς πρέπει δημοσιογράφων που όλες αυτές τις μέρες έπαιξαν το απίστευτο όργιο αντιφάσεων και συγκαλύψεων σαν να είναι η απλή και αυτονόητη αλήθεια. Εύχομαι όλοι αυτοί να ξέρουν ότι ο νεκρός με τις χειροπέδες συμβολίζει μια αντιστροφή, του έσχατου που γίνεται πρώτος. Δεν ηρωοποιώ τον Ζακ, αγαπητοί νοικοκυραίοι. Τον αγιοποιώ. Όχι διότι ήταν άσπιλος, αλλά διότι μαρτύρησε.