Το Casa de Papel, λοιπόν, επί λέξει «Σπίτι από Χαρτί», παρακολουθεί την ιστορία μιας ολιγομελούς ομάδας συμπαθέστατων ληστών που αποφασίζει να κάνει κατάληψη στο Νομισματοκοπείο της Ισπανίας στη Μαδρίτη πιάνοντας 67 ομήρους με σκοπό να τυπώσει χρήμα ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Την ευθύνη για τον σχεδιασμό της επιχείρησης και την ηθική, ας το πούμε, αυτουργία, έχει ο υποτιθέμενα μυστηριώδης και γοητευτικός El Professor (ο Καθηγητής), ο οποίος δεν μπαίνει μαζί με τους άλλους στο Νομισματοκοπείο αλλά φροντίζει να ακολουθείται κατά γράμμα το σχέδιο από το γεμάτο κάμερες κρησφύγετό του.
 
Τα μέλη της ομάδας, που για λόγους διατήρησης της μυστικότητας έχουν υιοθετήσει ονόματα πόλεων είναι: 1) Ο Berlin, ένας σκοτεινός και ενίοτε σαδιστής τύπος με λαμπρή καριέρα στην κλοπή διαμαντιών που έχει οριστεί αρχηγός της ομάδας δράσης εντός του Νομισματοκοπείου, και, όσο ξεδιπλώνεται η πλοκή, αναδύεται ως το alter ego του Καθηγητή. 2) Η Tokyo, αφηγήτρια της ιστορίας, άριστη χρήστρια όπλων αλλά αρκετά παρορμητική, καταζητούμενη από την αστυνομία για πολλαπλές ληστείες τραπεζών και τον θάνατο δύο αστυνομικών. 3) Ο Rio, το μικρότερο μέλος της ομάδας, χάκερ και υπεύθυνος για την τεχνολογική στήριξη του εγχειρήματος που τα φτιάχνει με την Tokyo, την οποία και ερωτεύεται παράφορα. 4) Ο Moscou, πρώην μεταλλωρύχος που το είχε ρίξει στα ριφιφί και μπαινοέβγαινε στη φυλακή, η πιο τρυφερή και συμπαθητική, ίσως, ανδρική φιγούρα της σειράς. 5) O Denver, γιος του Moscou, που πριν μπει στην υπηρεσία του El Professor ασχολούνταν με μικροεμπόριο ναρκωτικών, έχει το πιο αστείο χάχανο της σειράς και ερωτεύεται την όμηρο Mónica Gaztambide ή, όπως θα μετονομαστεί, Stockholm. 6) Η Nairobi, εξπέρ στην πλαστογράφηση χαρτονομισμάτων, μητέρα ενός μικρού αγοριού που το έχουν πάρει οι κοινωνικές υπηρεσίες, δυναμική και αισιόδοξη (και η αγαπημένη μου χαρακτήρας). 7) Ο Helsinki, Σέρβος, γλυκούλης, θηριωδών διαστάσεων, γκέι μπράβος. 8) Ο Oslo, ξάδερφός του Helsinki και πρώτη απώλεια μεταξύ των ληστών.

Το πλάνο και η εκτέλεσή του πολύ απλά: απειλείς με όπλα το κομβόι που μεταφέρει το χαρτί στο Νομισματοκοπείο, ντύνεσαι σαν αστυνομικός ή μέλος της αποστολής του χαρτιού, μπαίνεις μέσα, φροντίζεις να είναι μέρα σχολικής εκδρομής, πιάνεις όμηρους τους υπαλλήλους και τους μαθητές, ντύνεσαι εσύ και οι όμηροι με κόκκινες φόρμες και μάσκες του Σαλβαδόρ Νταλί (στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να κάνουμε παραλλαγή φορώντας π.χ. μάσκες του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα), βάζεις μπρος τις μηχανές να τυπώνουν χρήμα ζεστό και σπαρταριστό, βγαίνεις μετά από 10 μέρες και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Και γιατί είναι ΣΥΡΙΖΑ θα μου πείτε; Για πολλούς λόγους, θα σας απαντήσω.
Πρώτον, η σημειολογία του Casa de Papel.

Οι φόρμες είναι κόκκινες – διεθνές, θαρρώ, χρώμα της Αριστεράς, επίσημο πάντως χρώμα του ΣΥΡΙΖΑ— και οι μάσκες Salvador Dali – που στα νιάτα του είχε συνδεθεί με τους σουρεαλιστές και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, οι οποίοι αργότερα τον απέπεμψαν εξαιτίας της εκτεταμένης του εμπορευματοποίησης.
Αν και θα μπορούσε να παραπέμπει σε οποιαδήποτε χώρα, το γεγονός ότι ο Καθηγητής παρουσιάζεται σε μια σκηνή να ακούει, όπως ο ίδιος το θέτει, «ελληνικό συρτάκι», ξέρετε από αυτές τις άθλιες εκτελέσεις με συνθεσάιζερ, ηχητικό μπάκγκραουντ στον Γάμο αλά Ελληνικά, γνέφει, νομίζω, για άλλη μια φορά προς το εγχώριο προϊόν μας.

Και, πάνω από όλα, το Bella Ciao, αγαπημένο τραγούδι του Καθηγητή, του το έμαθε ο πατέρας του που πολέμησε ως αντάρτης τον Φράνκο κι αυτός με τη σειρά του το μαθαίνει στην ομάδα. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της σειράς, ο Καθηγητής με τον Berlin κάθονται στο τραπέζι την παραμονή της έναρξης της ληστείας και τραγουδάνε υψώνοντας τα ποτήρια τους για τον αντάρτη που ζητά να τον θάψουν στο βουνό και όσοι βλέπουν το όμορφο λουλούδι που θα φυτρώσει να σκέφτονται ότι πέθανε για την ελευθερία. Για την ελευθερία. Για τη δικαιοσύνη που λέει κ ο δικός μας ο Ήλιος ο Νοητός. Για να μην περάσει ο Φασισμός. Για το πρόγραμμα Λαοκρατία. Πάντως όχι για 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Και σίγουρα όχι για το Μνημόνιο Νο 3.

Δεύτερον, η ιδεολογία που διαπνέει τη σειρά θυμίζει αρκετά ΣΥΡΙΖΑ.
Το πλάνο μοιάζει φαινομενικά τόσο απλό που αφήνει τον θεατή να αναρωτιέται πώς και δεν το σκέφτηκε κανείς νωρίτερα. Plan B δεν υπάρχει, με έναν νόμο και ένα άρθρο θα καταργήσουμε το μνημόνιο, όχι στη λιτότητα – ναι στην Ευρώπη, μπουκάρουμε-τυπώνουμε-την κάνουμε με το χρήμα. «Δεν είναι κλοπή» είναι το μότο τους, το ίδιο έκανε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να σώσει τις τράπεζες και κανείς δεν το θεώρησε ληστεία, λέει ο Καθηγητής.

Όλα αυτά με ρητό όρο αν και είναι όλοι βαριά οπλισμένοι να μην πεθάνει κανένας όμηρος, δηλαδή μια πολύ αμφίθυμη θέση απέναντι στη βία. Το ίδιο το καθεστώς της ομηρείας, και δη η όμηρος υψίστης σημασίας Alison Parker, κόρη του Βρετανού πρέσβη στη Μαδρίτη, θυμίζει αρκετά τον προεκλογικό λόγο (discourse) του ΣΥΡΙΖΑ περί εκβιασμού της Ευρώπης, ταμπούρλα να χτυπάνε και οι αγορές να χορεύουν – τώρα αν αντί για την Ευρώπη έπιασες όμηρο την εργατική και μεσαία τάξη, άλλη κουβέντα.

Ο Arturo ή Arturito, όπως περιπαικτικά τον φωνάζουν οι ληστές, διευθυντής του Νομισματοκοπείου και ένας από τους ομήρους που άφησε έγκυο την Monica με την οποία κερατώνει τη γυναίκα του, μοιάζει συγκλονιστικά με γλοιώδη Πασόκο συνδικαλιστή των 90s-00s που προσπαθεί να προκαλέσει δολιοφθορές στη νέα ηγεσία αλλά τελικά του τάζουν 1 εκατομμύριο και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Η αισθητική της πολιτικής, επίσης, το να κάνουν έτσι τα πράγματα ώστε να έχουν την κοινή γνώμη, τον λαό (γενικά και αόριστα) με το μέρος τους, όπως συνέβη με τους Αγανακτισμένους της Puerta del Sol το 2011, είναι κομβικό σημείο της στρατηγικής του Καθηγητή. Περισσότερο, άλλωστε, και από τα χρήματα, μας λέει η αφηγήτρια Tokyo, τον Καθηγητή τον ενδιαφέρει η αντίσταση στο σύστημα (δεν τον χάλασε και το παραδάκι εν τέλει πάντως). Οι ληστές-εκτελεστές του πλάνου, βέβαια, η 8μελής ομάδα που κάνει τη χαμαλοδουλειά ενώ ο Καθηγητής πίνει ποτάκια με την αστυνομικό Raquel Murillo, επιλέχθηκαν με κριτήριο «να μην έχουν τίποτα να χάσουν», «παρά μόνο τις αλυσίδες τους» που θα συμπλήρωνε και ο Καρλ Μαρξ.
Και πάνω από αυτή την επίφαση κολεκτίβας, μια φιγούρα ηγετική, σχεδόν μεσσιανική, ένας οργανοπαίχτης στον οποίο εναποθέτουμε όλες τις ελπίδες (που έρχονται), ένας καλός πατέρας που έχει σκεφτεί και φροντίζει για τα πάντα, που ακροβατεί μεταξύ ματσίλας και εύθραυστου ανδρισμού, που έχει αρκετά χρήματα ώστε να υποστηρίζει για χρόνια το σχέδιό του (για να βάλω ένα ερωτηματικό στο κατά τα άλλα εξαιρετικό editorial του 6ου τεύχους του Marginalia που παρομοιάζει το Casa de Papel με τον «πόλεμο των φτωχών»), ένας τύπος με ρητορική ευφράδεια και προσποιητή συστολή, ένας εγκέφαλος ληστείας που τα κάνει μαντάρα επειδή ερωτεύεται τη Raquel, ένα όργανο της εξουσίας ή άραγε την ίδια την εξουσία, ένας Καθηγητής, ένας Αλέξης Τσίπρας.

Το Casa de Papel ξεκίνησε να προβάλλεται τον Μάιο του 2017 στην Ισπανία, επιτρέποντάς μας εύλογα να ισχυριστούμε ότι τα γυρίσματα έγιναν το 2016 και το σενάριο γράφτηκε το 2015, αν όχι νωρίτερα. Αν εξετάσουμε ιστορικά το φαινόμενο, δηλαδή, θα μπορούσε ο δημιουργός του να έχει εμπνευστεί τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από το ευρύτερο κλίμα αντίδρασης και τα πολλαπλά μέτωπα αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας που εμφανίστηκαν στη Μαδρίτη, την Αθήνα, τη Λισαβόνα, τα προηγούμενα χρόνια. Δεν έχει, όμως, τόση σημασία, αν το Casa de Papel είναι όντως ιστορικά ΣΥΡΙΖΑ. Σημασία έχει ότι το Casa de Papel μας ενθουσίασε. Ταυτιστήκαμε με τον στόχο των ληστών. Πιστέψαμε στο ψευδοεπαναστατικό πορφυρό περίβλημα. Φουσκώσαμε από συγκίνηση ακούγοντας τους πρωταγωνιστές να τραγουδούν το Bella Ciao πάνω από ένα τραπέζι όπου έρρεε άφθονο το κρασί και το φαγητό. Αναγνώσαμε την εκτύπωση 1 δις ευρώ ως επαναστατική πράξη. Ως γροθιά στο κατεστημένο.

Το τέλος της δεύτερης σεζόν, βρίσκει τον Καθηγητή έναν χρόνο μετά την επιτυχή έκβαση της ληστείας στην εξωτική παραλία του Palawan στις Φιλιππίνες να πίνει κοκτέιλ και να ξανασμίγει με τον έρωτά του, την αστυνομικό Raquel Murillo. Βρίσκει κι εμάς μπροστά στην οθόνη του Netflix, φτωχότερους από πέρσι και πλουσιότερους από του χρόνου, να χαμογελάμε ικανοποιημένοι που τα κατάφεραν. Αν σε κάτι όντως συνέβαλε το Casa de Papel είναι στη συνειδητοποίηση ότι το χρήμα είναι μια σύμβαση, γράμματα και ιριδισμοί τυπωμένοι στο χαρτί. Χρειάζονται, όμως, πολλά παραπάνω από μια πετυχημένη ληστεία στο Νομισματοκοπείο για να ξεπεράσουμε αυτή τη σύμβαση.