Όπως εξηγεί μιλώντας στην Deutsche Welle ο διαπρεπής ιστορικός που δημοσίευσε το 2014 ένα βιβλίο με τον τίτλο «Δίκες των δοσιλόγων 1944 – 1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», ο όρος «δωσίλογος» προϋπήρχε της Κατοχής, και σήμαινε αυτός που οφείλει να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής, με τις μορφές συνεργασίας να διακρίνονται σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο δωσιλογισμός ήταν «πρακτικά κάθε μορφή συνδιαλλαγής κατά την οποία οι εμπλεκόμενοι αποκόμιζαν όφελος οι ίδιοι με τον α ή β τρόπο και ζημίωναν την Ελλάδα ή τον εθνικό αγώνα με βάση τους τότε νόμους».
 
Ο Δημήτρης Κουσουρής σημειώνει πως το φαινόμενο του δωσιλογισμού «ήταν μεν μειοψηφικό, είχε ωστόσο μαζικά χαρακτηριστικά…Οι μηχανισμοί του παλαιού καθεστώτος, του προκατοχικού κράτους συγκροτήθηκαν ούτως ώστε να αποφύγουν την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας κοινωνικής επανάστασης και την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, όταν θα έφευγαν οι δυνάμεις κατοχής».
 
Στο πλαίσιο αυτό, ο ιστορικός αμφισβητεί την παγιωμένη αντίληψη που λέει πως «οι δωσίλογοι ήταν λίγοι και ασήμαντοι ενώ η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν αντιστασιακοί ή τέλος πάντων διαπνεόμενοι από αντιφασιστικές πεποιθήσεις». Κατά τον Δ. Κουσουρή, η αντίληψη αυτή αποκρύπτει πως ένα «ένα κομμάτι της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ενίοτε δε με πολιτική και ιδεολογική ταύτιση. Όχι πάντα αλλά συχνά».
 
Μάλιστα, ο ίδιος υποστηρίζει πως αυτή η αντίληψη αποτέλεσε ένα αφήγημα που «βόλεψε τα δύο στρατόπεδα του Εμφυλίου Πολέμου. Τους νικητές και τους ηττημένους». Όπως εξηγεί στο γερμανικό δίκτυο, βόλεψε «τους νικητές διότι απέκρυπτε τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε με το παρελθόν της Κατοχής και του δωσιλογισμού. Τους δε ηττημένους ακριβώς επειδή είχαν εξαιρεθεί άπο το πολιτικό σύστημα μετά τον Πόλεμο και ακριβώς επειδή χρησιμοποίησαν τις δάφνες του πατριωτισμού, της συμμετοχής τους και της πρωτοκαθεδρίας τους στο κίνημα της Αντίστασης, ένα τέτοιο αφήγημα τους επέτρεπε να διεκδικούν την εκπροσώπηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα υποτιμούσαν το άλλο στρατόπεδο των λίγων, ασήμαντων προδοτών του Έθνους».
 

Καταδίκη μόνο για τους οικονομικά ασθενέστερους

 
«Οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα όπως και στις υπόλοιπες χώρες ήρθαν να διασφαλίσουν ότι το μονοπώλιο της νόμιμης βίας θα επανέλθει στα χέρια του κράτους και δεν θα αποτελέσει όπλο των αντάρτικων ομάδων που θα επεδίωκαν την τιμωρία όσων είχαν συνεργαστεί στη διάρκεια της Κατοχής. Αυτό που ο Ντε Γκωλ ονόμασε για τη Γαλλία ΄αυτοσχεδιασμοί εξουσίας για τις δυνάμεις της Αντίστασης΄ για τις πρώτες δίκες που έγιναν για κάποιους από τους πιο διαβόητους συνεργάτες των Ναζί» εξηγεί ο Δ. Κουσουρής, σημειώνοντας πως νόμοι για τις δίκες αυτές θεσπίσηκαν αμέσως μετά την Απελευθέρωση, και ειδικά σχετικά διατάγματα είχα προβλεφθεί τόσο από την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου, όσο και από την «κυβέρνηση του Βουνού».
 
Ένα ακόμη στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα του ιστορικού, είναι το γεγονός πως μετά την Απελευθέρωση ξεκίνησαν άμεσα οι δίκες δωσιλόγων στην, αλλά από τις 15.000 μηνύσεις και καταγγελίες, μόλις 2.200 έφτασαν στο ακροατήριο. Όπως εξηγεί ο Δ. Κουσουρής, το 85% των υποθέσεων αυτών αρχειοθετήθηκαν, κι αυτό συνέβη επειδή «πολλοί δωσίλογοι προσέφεραν κατόπιν τις υπηρεσίες τους στο νέο καθεστώς που στήθηκε υπό την αιγίδα των συμμάχων για την καταπολέμηση του Κομμουνισμού. Επίσης διέθεταν σοβαρή οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό. Και έτσι σε ένα μεγάλο βαθμό κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας».
 
Ακόμα όμως και για τις υποθέσεις που έφτασαν στο ακροατήριο, εκείνες στις οποίες τελικά καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι δεν έφτασαν ούτε τις μισές. Σύμφωνα με τον ιστορικό, μόνο το 45% έφτασε σε καταδίκη των κατηγορούμενων για δωσιλογισμό, ενώ συνολικά εκτελέστηκαν 25 δωσίλογοι.  «Την ίδια πενταετία, από το 1944 έως το 1949 εκτελούνται από τα έκτακτα στρατοδικεία 3.500 κομμουνιστές ή συμπαθούντες τον Κομμουνισμό» υπογραμμίζει, ξεκαθαρίζοντας πως σε γενικές γραμμές, στην Ελλάδα καταδικάστηκαν «οι οικονομικά ασθενέστεροι δωσίλογοι, τα μικρά ψάρια».
 
Ειδικότερα, για τους απογόνους των δωσιλόγων, ο ιστορικό σημειώνει την γρήγορη και ανεμπόδιστη αναρρίχησή τους στην κοινωνία και τις επίσημες θέσεις.
 
«Ο δωσιλογισμός στην ελληνική κοινωνία αποτέλεσε όπως και αλλού ένα ταμπού αλλά πολύ ισχυρότερο. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, οι δωσίλογοι μέσω του Εμφυλίου Πολέμου όχι μόνο επανεντάχθηκαν αρκετά γρήγορα στην κοινωνία και σε επίσημες θέσεις αλλά κάποιοι από αυτούς έγιναν σε λιγότερο από 15 χρόνια μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. Τα παιδιά τους, όπως για παράδειγμα ο γιος του Ιωάννη Ράλλη, Πρωθυπουργός της τρίτης κυβέρνησης της Κατοχής, Γεώργιος Ράλλης έκανε καριέρα στη δεξιά παράταξη και έγινε Πρωθυπουργός την δεκαετία του 1980. Θέλω να πω, ότι δεν είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες στην επανένταξή τους…με έναν τρόπο αποτέλεσαν έναν πυρήνα ενός πολιτικού προσωπικού αλλά και μιας οικονομικής και πνευματικής ελίτ, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους το μεταπολεμικό κράτος» σημειώνει, υπογραμμίζοντας πως «με αυτή την έννοια δεν μπορεί να πει κανείς ότι είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες».