του Glenn Greenwald, στο The Intercept
(η μετάφραση δημοσιεύτηκε στο «ένθετο» τoυ TPP, «Ζην»)

Οι πολιτικές προτάσεις του ήταν ακόμη περισσότερο ενοχλητικές. Τα δυτικά ΜΜΕ τον αποκαλούν συχνά «Τραμπ της Βραζιλίας» αλλά αυτό είναι εντελώς ανακριβές γιατί υποβιβάζει κατά πολλές τάξεις μεγέθους την περίπτωσή του. Σε ταμπεραμέντο, ιδεολογία και προσωπική ιστορία ο Μπολσονάρου, που ήταν λοχαγός του στρατού κατά τη διάρκεια της 21χρονης διαβόητης στρατιωτικής δικτατορίας της Βραζιλίας, είναι πολύ πιο κοντά στον πρόεδρο των Φιλιππίνων, Ροντρίγκο  Ντουέρτε (Rodrigo Duterte), ή στον Αιγύπτιο δικτάτορα, στρατηγό Αμπντέλ Ελ-Σίσι (Abdel El-Sisi) παρά στον Τραμπ.

Η βασική λύση του για την μεγάλη εγκληματικότητα της χώρας είναι να στείλει το στρατό και την αστυνομία στις φαβέλες και να τους δώσει «λευκή επιταγή» να δολοφονήσουν αδιάκριτα οποιονδήποτε υποπτεύονται ότι είναι εγκληματίας, αναγνωρίζοντας ότι πολλοί αθώοι θα πεθάνουν στη διαδικασία. Έχει κατακρίνει τέρατα σαν τον Πινοσέτ της Χιλής και τον Φουτζιμόρι του Περού επειδή δεν εξόντωσαν περισσοτερους εσωτερικούς αντιπάλους. Έχει υποστηρίξει ότι συστημικοί Βραζιλιάνοι πολιτικοί πρέπει να θανατωθούν. Θέλει να ευνουχίσει χημικά σεξουαλικούς εγκληματίες. Σε όλες τις απόψεις η απαίσια στρατιωτική δικτατορία που κατέλαβε τη Βραζιλία και κυβέρνησε για 21 χρόνια με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο όνομα του αντικομμουνιστικού αγώνα, βασανίζοντας και εκτελώντας συνοπτικά διαφωνούντες, είναι το προσωπικό του μοντέλο διακυβέρνησης.

Αποτέλεσμα των πραγματικά εκπληκτικών εθνικών εκλογών στη Βραζιλία χτες το βράδυ ήταν η στιγμιαία μεταμόρφωση του Ζαΐρ Μπολσονάρου από περιθωριακό κλόουν σε κυρίαρχη δύναμη στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο ίδιος ο Μπολσονάρου έμεινε λίγο κάτω από το 50% που χρειαζόταν για να κερδίσει την προεδρία από τον πρώτο γύρο.

Αλλά με δεδομένη τη διαφορά με την οποία κέρδισε τον πρώτο γύρο, είναι το μεγάλο φαβορί για να κερδίσει στις 28 Οκτωβρίου απέναντι στον πρώην δήμαρχο του Σαο Πάουλο, Φερνάντο Χαντάντ (Fernando Haddad), που βγήκε δεύτερος. Ο Χαντάντ, που ήταν άγνωστος μέχρι πρόσφατα, χρίστηκε προσωπικά από τον Λούλα διάδοχος του. Ο ίδιος ο Λούλα, μετά από δύο προεδρικές θητείες, ήταν πρώτος σε όλα τα γκάλοπ μέχρι που καταδικάστηκε με αμφίβολες κατηγορίες για διαφθορά και φυλακίστηκε γρήγορα ώστε να μην μπορει να είναι υποψήφιος στις εκλογές. Στη συνέχεια απομονώθηκε με μια σειρά από αξιοσημείωτες αποφάσεις του δεξιού δικαστικού σώματος της Βραζιλίας σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύτηκε σε όλα τα ΜΜΕ να του πάρουν συνέντευξη.

Ο Μπολσονάρου κέρδισε στις περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες. Στην πολιτεία του Ρίο ντε Ζανέιρο πήρε ένα θεαματικο 60% όλων των ψήφων, κερδίζοντας κάθε σε κάθε γειτονιά και περιοχή, με περισσότερο από 50% των ψήφων τις περισσότερες φορές.

Αλλά η νέα δύναμη του Μπολσονάρου εκτείνεται πολύ περισσότερο από την πιθανή άνοδο του στην προεδρία. Το κόμμα του και οι πιο πιστοί υποστηρικτές του πέτυχαν νίκες με θεαματικές διαφορές σε όλη τη χώρα.

Ένας από τους γιούς του Μπολσονάρου, ο Εντουάρντο (που του αρέσουν τα μπλουζάκια της Μοσάντ, δεξιά στην εικόνα) επανεξελέγη  στο ομοσπονδιακό Κογκρέσο του Σαο Πάουλο με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων που έλαβε ποτέ στη χώρα υποψήφιος για το Κογκρέσο. Ένας άλλος γιος του, ο Φλάβιο (στην πάνω εικόνα με τον πατέρα του αφού ψήφισαν χτες), εξελέγη στην ομοσπονδιακή γερουσία του Ρίο ντε Ζανέιρο με μεγάλη διαφορά.

Εκείνο που ήταν το πιο εκπληκτικό ήταν το πόσο τρομακτικά ανακριβή ήταν τα συνηθως αξιόπιστα βραζιλιάνικα γκάλοπ, τα οποία υποτίμησαν το ακροδεξιό κύμα σε βαθμό που είναι δύσκολο να περιγραφεί με λέξεις. Στην εκλογή του κυβερνήτη του Ρίο ντε Ζανέιρο, για παράδειγμα, τα γκάλοπ έδειχναν για μήνες σαν καθαρό φαβορί τον πολύ γνωστό και πολιτικά ικανό πρώην δήμαρχο του Ρίο, Εντουάρντο Πάες (Eduardo Paes), ο οποίος ήταν στη εξουσία κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων του 2014. Ο Πάες, είχε δημιουργήσει ένα μαζικό πολυκομματικό συνασπισμό από αυτούς που παραδοσιακά θα του εγγυόταν τη νίκη και το αναμενόμενο ήταν ότι θα θα νικούσε εύκολα στο δεύτερο γύρο απέναντι στον πρώην ποδοσφαιρικό αστέρα Ρομάριο, ο οποίος είναι γερουσιαστής, ανακατεμένος σε σκάνδαλα αυτόν τον καιρό.

Ο υποψήφιος κυβερνήτης από το κόμμα του Μπολσονάρου ήταν κάποιος με το όνομα Γουίλσον Γουίτζελ (Wilson Witzel), ένας αφανής κι εντελώς άγνωστος αξιωματούχος, ο οποίος δεν είχε υπηρετήσει ποτέ σε αιρετή θέση. Ο Γουίτζελ ξεκίνησε σχεδόν χωρίς καθόλου υποστήριξη και ακόμη και το τελευταίο γκάλοπ του έδινε 17%, πολύ πίσω από τον Πάες. Χτες το βράδυ ξεπέρασε τα προγνωστικά κατά 24%, κατατροπώνοντας τον Πάες που πήρε μόλις 19%, και είναι πλέον το ισχυρό φαβορί για τον δεύτερο γύρο. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τα τελευταία γκάλοπ για τον Γουίτσελ από την προηγούμενη των εκλογών (αριστερά) με τα πραγματικά χθεσινοβραδινά αποτελέσματα  (δεξιά) για να πάρει μια ιδέα από το σοκ και του σύγχυση που κατέλαβαν τον πολιτικό κόσμο της Βραζιλίας:

Τέτοιες διαφορές επαναλήφθηκαν σε όλη τη χώρα. Στο Μίνας Γκεράις (Minas Gerais), τα γκάλοπ έδιναν για μήνες μεγάλο προβάδισμα στην καθαιρεμενη πρώην πρόεδρο Ντίλμα Γιούσεφ (Dilma Rousseff) για την θέση στη Γερουσία. Κανείς δεν αμφέβαλε ότι θα κερδίσει. Τελικά ήρθε τέταρτη, με τη νίκη να πηγαίνει σε δυο δεξιούς υποψήφιους.

Ίσως το πιο ανησυχητικό είναι το ότι όσο φασίστας  και γεμάτος μίσος παρουσιαζόταν ένας υποψήφιος, τόσο καλύτερα αποτελέσματα πετύχαινε. Την προηγούμενη εβδομάδα, ένας υποψήφιος από το κόμμα του Μπολσονάρου, ο Ροντρίγκο  Αμορίμ (Rodrigo Amorim), προκάλεσε σοκ και αηδία ακόμη και σε μερικούς ακροδεξιούς υποστηρικτές. Φορώντας ένα μπλουζάκι με ένα πιστόλι που σημάδευε μπροστά του πήρε, κατέστρεψε και μετά δημοσίευσε περήφανα στα κοινωνικά μέσα μια ανεπίσημη πινακίδα που ειχε γίνει προς τιμή της Μαριέλε Φράνκο (Marielle Franco), μιας μαύρης ΛΟΑΤΚΙ ακτιβίστριας για τα ανθρώπινα δικαιώματα από τις φαβέλες, η οποία ήταν αριστερή δημοτική σύμβουλος και δολοφονήθηκε το Μάρτιο• οι δολοφόνοι της, που είχαν διασυνδέσεις με την αστυνομία, είναι ακόμη υπό κράτηση (η Φρανκο ήταν στενή προσωπική μου φίλη και δούλευε στο δημοτικό συμβούλιο στο ίδιο κόμμα με τον σύζυγό μου). Η τελευταία σειρά στη δημοσίευσή του στα κοινωνικά μέσα, η οποία σβήστηκε αργότερα, έλεγε: «Ετοιμαστείτε αριστεροί: οι μέρες σας είναι μετρημένες αν έρθουμε στην εξουσία».

Χτες το βράδυ ο Αμορίμ, όχι μόνο εκλέχθηκε στην πολιτειακή Βουλή του Ρίο, αλλά ήταν και ο υποψήφιος με τους περισσότερους ψήφους στην πολιτεία. Ένας άλλος υποψήφιος, επίσης υποστηρικτής του Μπολσονάρου, που συμμετείχε στις εκλογές εκεί, ο Ντάνιελ Σιλβέιρα (Daniel Silveira), ο οποίος είναι αξιωματικός της στρατιωτικής αστυνομίας, εκλέχτηκε στο ομοσπονδιακό Κογκρέσο. Θα μπορούσε κάποιος να γράψει χιλιάδες λέξεις για τις εξίσου σοκαριστικές δηλώσεις και πράξεις πολλών άλλων υποψηφίων που χτες το βράδυ κέρδισαν και μάλιστα με μεγάλες διαφορές.

Τελικά, το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογώνείναι μια απειλή ενάντια στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην πέμπτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, το μέγεθος της οποίας θα πρέπει να τονιστεί. Και, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ  ή το ΗΒ που έχουν παλιούς, ισχυρούς και καθιερωμένους δημοκρατικούς θεσμούς, οι οποίοι μπορούν να περιορίσουν τις υπερβολές και τις χειρότερες καταχρήσεις δημαγωγών και απολυταρχικών ηγετών, η Βραζιλία δεν έχει τίποτα από αυτά. Ταλαιπωρημένη από πολλαπλές κρίσεις, ασφυκτική οικονομική ανισότητα, ένα κύμα βίας χειρότερο από πολλές εμπόλεμες ζώνες και ένα σκάνδαλο διαφθοράς που έχει μολύνει σχεδόν κάθε πτυχή της άρχουσας τάξης, πρόκειται για μια χώρα με μικρή, αν όχι ανύπαρκτη, ικανότητα να επιβάλλει όρια σε αυτά που θέλει να κάνει ο Μπολσονάρου.

Αν προστεθεί σε όλα αυτά και η απόλυτη νεότητα της βραζιλιάνικης δημοκρατίας, μόνο 33 χρόνια: σε αναλογία στις ΗΠΑ θα βρισκόμασταν περίπου στο 1820, είναι ιδιαίτερα εύκολο να φανταστεί κανείς μια γρήγορη επιστροφή στην στρατιωτική δικτατορία η οποία επέβαλε τόσες φρικαλεότητες σε τόσο πολλά τμήματα του πληθυσμού. Το ότι όλα αυτά εισήχθησαν δημοκρατικά θα πρέπει να γίνει, αλλά μάλλον δεν θα γίνει, ένα προειδοποιητικό σήμα για τις δυτικές δημοκρατίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυναμικές, αν και αυτές εξαπλώνονται κάπως πιο σταδιακά.

Εννοείται ότι, όπως με τον Τραμπ, το Brexit και την άνοδο της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη, μια σημαντική μειοψηφία των ψηφοφόρων του Μπολσονάρου ωθούνται από κλασικό φανατισμό, ρατσισμό, αισθήματα αντι-ΛΟΑΤΚΙ, απέχθεια για τους ιθαγενείς, και έναν γενικό φυλετικό θυμό που ψάχνει αποδιοπομπαίους τράγους για την κατάσταση του. Αλλά πολλοί, πιθανόν οι περισσότεροι, δεν είναι τίποτα από όλα αυτά.

Πολλοί, αντίθετα, ωθούνται από δικαιολογημένα παράπονα έναντια στην συστημική άρχουσα τάξη, η οποία τους έχει απογοητεύσει σε όλα τα επίπεδα, η οποία εκφράζει αδιαφορία αν όχι πλήρη περιφρόνηση για τα βάσανα τους και την απώλεια κάθε ελπίδας, και την οποία κατηγορούν, συχνά δικαιολογημένα, για την εφαρμογή πολιτικών που κατέστρεψαν το μέλλον τους, για τις οποίες η ίδια αρνείται κάθε ευθύνη. Από τη στιγμή που θα καθιερωθεί αυτό το κλίμα, οποιοσδήποτε θεωρηθεί εχθρός της αρχουσας τάξης γίνεται φίλος τους, η τουλάχιστον κάποιος του οποίου οι υποσχέσεις για καταστροφή είναι πιο ελκυστικές από τις υποσχέσεις για τη διατήρηση ενός συστήματος, το οποίο απεχθάνονται δικαιολογημένα (η αλήθεια είναι ότι ο Μπολσονάρου, σαν τον Τραμπ, με τον νεοφιλελεύθερο, εκπαιδευμένο στο Σικάγο, οικονομικό γκουρού του θα υπηρετήσει τα οικονομικά συμφέροντα του συστήματος με μεγάλη αφοσίωση σε βάρος των ψηφοφόρων του της εργατικής τάξης, αλλά η αντίληψή του ως αντισυστημικού είναι αυτό που μετράει).

Η πάγια αντίδραση του συστήματος στην άνοδο δημαγωγών σαν τον Μπολσονάρου είναι να καταγγείλει αυτούς που τον υποστηρίζουν, να τους βρίσει, να τους γελοιοποιήσει, να τους κάνει κήρυγμα για τις επιλογές τους που είναι πρωτόγονες, οπισθοδρομικές, άσχετες και παράνομες. Αυτό το μόνο που κάνει είναι να ενισχύσει τη δυναμική.

Όπως έγραψα μετά τη νίκη του Brexit και ξανά μετά τη νίκη του Τραμπ, αν οι συστημικές τάξεις των δημοκρατιών του κόσμου δεν σταματήσουν να κατηγορούν όλους τους άλλους και αντί αυτού κάνουν σοβαρή αυτοκριτική, και μέχρι να γίνει αυτό, θα έχουμε πολλά περισσότερα και χειρότερα Brexit και Τραμπ.

Τον Ιούνιο του 2916, μετά τη νίκη του Brexit, έγραψα:

Αντί να αναγνωρίσουν και μα αντιμετωπίσουν τα βασικά σφάλματά τους, οι συστημικές τάξεις ξοδεύουν την ενέργειά τους στο να δαιμονοποιούν τα θύματα της διαφθοράς τους, για να απονομιμοποιήσουν τα παράπονα τους ώστε να αποποιηθούν την ευθύνη της πραγματικής αντιμετώπισής τους. Αυτή η αντίδραση το μόνο που εξυπηρετεί είναι να ενισχύσει, αν όχι να δικαιώσει, την κυριαρχούσα αντίληψη ότι αυτοί οι θεσμοί των ελίτ είναι τοξικοί, καταστροφικοί και απόλυτα αφιερωμένοι στην αυτοεξυπηρέτησή τους κι έτσι δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν αλλά πρέπει να καταστραφούν. Αυτό με τη σειρά του το μόνο που εγγυάται είναι ότι στο συλλογικό μας μέλλον θα υπάρξουν πολλά περισσότερα Brexit και Τραμπ.

Δυστυχώς για τα 210 εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν στη Βραζιλία οι χθεσινοβραδινές εκλογές ήταν ένα από τα πιο ζωντανά και τρομακτικά παραδείγματα ως τώρα αυτής της ανάλυσης.

Αλλά δεν θα είναι με κανέναν τρόπο το τελευταίο η το χειρότερο. Είναι μέρος μιας παγκόσμιας τάσης, της υπονόμευσης ελεύθερων δημοκρατιών, η οποία υποκινείται από τις δικές τους αποτυχίες και η οποία δε φαίνεται να έχει τέλος. Το αντίθετο μάλιστα, η τάση φαίνεται να επιταχύνεται,  με παρόμοια κινήματα σε κάθε χώρα να αλληλοτρέφονται και να αλληλοενισχυονται.