Το εγχείρημα αυτού του δεύτερου Τιτανικού θα είναι προφανώς ένα τεχνολογικό θαύμα. Σήμερα που ο Τιτανικός είναι συνώνυμος του ναυαγίου, ξεχνάμε ότι ο αρχικός Τιτανικός αντιμετωπίστηκε με απεριόριστο θαυμασμό ακριβώς επειδή ήταν τεχνολογία αιχμής, το καύχημα και καμάρι της ναυπηγικής τέχνης της εποχής του. Ο Τύπος της εποχής τον περιέγραφε ως αβύθιστο.

Μου αρέσει λοιπόν να φαντάζομαι ένα πλοίο που θα είναι όχι απλώς εντυπωσιακό, αλλά πανάκριβο. Θα είναι τέλειο, και μετά θα βυθίζεται στο ίδιο παγόβουνο. Και μετά πάλι. Μέχρι την αιωνιότητα θα ξαναφτιάχνουμε και θα ξαναβυθίζουμε το ίδιο πλοίο. Τιτανικός 6, Τιτανικός 7, Τιτανικός 14, Τιτανικός 28. Και μάλιστα, όπως αναφέρουν οι επιζήσαντες και το πιο διάσημο σχετικο βιβλίο, χωρίς να ακουστούν σειρήνες, χωρίς καμπάνες, χωρίς γενικό συναγερμό.

Λέγεται ότι η εμμονή με τον Τιτανικό, ο τρόπος με τον οποίον μας συναρπάζει, οφείλεται στο ότι είναι μια ιστορία που τα ερωτήματά της μας αφορούσαν πριν ακόμα να συμβεί: τι θα έκανα; θα γλίτωνα;

Σε αυτή την ανάγνωση το θέμα δεν είναι η ανθρώπινη ματαιοδοξία που τιμωρείται, αλλά η επανάληψη του σφάλματος. Ο ήρωάς μου δηλαδή θα ήταν ο J. Bruce Ismay, ο γενικός διευθυντής της εταιρείας που ναυπήγησε τον Τιτανικό, και που πίεζε τον καπετάνιο να πάει πιο γρήγορα. Αλλά θα ήταν αυτός μόνο μετά το ναυάγιο. Θα ξεκινούσε μόνος να το ξανακάνει καλύτερα αμέσως μετά και δεν θα τον εμπιστευόταν κανείς.

Διάβαζα πριν από λίγο καιρό το διήγημα «Το μυστικό», του ιταλού συγγραφέα Μάσσιμο Μποντεμπέλλι. Μία νεαρή κοπέλα είκοσι δύο  ετών περιμένει τον άντρα που αγαπάει για να τον παντρευτεί. Αυτός τρομάζει και την εγκαταλείπει. Φεύγει για δεκαετίες ολόκληρες, ζει μία άλλη ζωή μακριά από τον τόπο του. Όταν πια γερνάει και είναι μόνος του, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του και να δει τι έχει γίνει εκείνη η κοπέλα. Πηγαίνει λοιπόν στο σπίτι που έμενε η αγαπημένη του. Βλέπει μία κοπέλα 22 χρόνων να περιμένει στο παράθυρο τον άντρα της που θα έρθει να την πάρει και θα την παντρευτεί την επομένη το πρωί. Την κοιτάζει προσεκτικά και βλέπει ότι είναι η ίδια κοπέλα, η οποία ζει την παραμονή του γάμου της ακόμα. Δεν είναι η κόρη ή η εγγονή της, είναι η ίδια, μας λέει ο συγγραφέας, η οποία με αυτό τον τρόπο έχει ανακαλύψει το ελιξίριο της νεότητας: «Είχε βρει τον τρόπο να σταματήσει το ρολόι, η Ιλάρια, που μηδενίζοντας μέσα της τον χρόνο, είχε ανακαλύψει το απεγνωσμένο μυστικό της νιότης». Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η ιστορία, χωρίς να μπορώ αρχικά να καταλάβω γιατί. Βλέποντας όμως μία παράσταση πριν από λίγες μέρες μού ήρθε ξαφνικά αυτή η ιδέα: ότι το ελιξίριο της νεότητας είναι η αφέλεια.

Ποιος δεν έχει ζηλέψει τον άνθρωπο που λέει με σιγουριά ότι «Δεν μπορεί! Θα γυρίσει, το ξέρω ότι με αγαπάει!» Και το ξέρουμε όλοι εκτός από τον ίδιο, ότι δεν τον αγαπάει και ότι αγαπάει τον Τόλη με το ακριβό μοτοσακό. Αλλά αυτού του τύπου η πρακτική ευφυΐα με την οποία είμαστε όλοι οπλισμένοι είναι τόσο κοινή και διαδεδομένη που δεν λείπει σε κανέναν, είναι η ζωή η ίδια. Την έχουμε όλοι με το τσουβάλι. Είναι τετριμμένη, για τα κοφίνια. Αντιθέτως την αγαθή ηλιθιότητα του ανθρώπου που περιμένει αυτό που δεν θα έρθει ποιος μπορεί να μην τη ζηλέψει; Προφανώς γνωρίζουμε ότι πρόκειται για αφέλεια. Αλλά η ελπίδα είναι μία αφελής υπόθεση. Μόλις αφήσουμε το μαρξιστικό φροντιστήριο και τις κακόηχες λέξεις για συνείδηση και συνειδητότητα, τότε ξαναλάμπει ατόφιος ο χρυσός της ηλιθιότητας.

Έτσι μπορώ να καταλάβω και την φράση ότι θα πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο. Οι άνθρωποι που διαθέτουν πρακτική ευφυΐα και ξέρουν να διεκδικούν τα σωστά ρέστα από τον φούρναρη, όταν πάει να γίνει ζημιά, είναι ατελείωτοι, στρατιές ολόκληρες.

Διψώ λοιπόν για τον άνθρωπο που ξαναφτιάχνει καταραμένα πλοία και το κορίτσι που ξαναπεριμένει τον αγαπητικό του την παραμονή του γάμου του, για πενήντα χρόνια. Μόνο που θέλω οι άνθρωποι αυτοί να κάνουν κάτι. Να φτιάχνουν ένα πλοίο, να πλέκουν ένα στεφάνι κάθε μέρα. Αν δεν κάνουν τίποτε δεν μου αρέσουν, γιατί τότε παρακολουθούμε μόνο το βάρος της αφέλειάς τους. Αλλά μόλις ξεκινήσουν να αφιερώνουν και κάποιον χαμένο κόπο στο χαμένο στοίχημα, και αποφασίζουν όχι μόνο να ρίξουν μία μποτίλια στο πέλαγος, αλλά να ρίχνουν δύο και τρεις την ημέρα, με ένα καινούργιο σονέτο η καθεμιά, τότε αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν ξαφνικά τον θαυμασμό μου.

Και νιώθω ότι μέσα σε όλη την πρακτική ευφυΐα της εποχής, όπου όλοι είναι σίγουροι, όλοι έχουν δίκιο και όλοι ξέρουν τι πρέπει να γίνει, εγώ θα ψηφίσω για να με εκπροσωπήσει στο κοινοβούλιο τον πρίγκιπα Μίσκιν. Ότι ο Μίσκιν είναι ένας τραγικός Δον Κιχώτης μάς το λέει η Αγλαΐα στο ίδιο το μυθιστόρημα, πριν να το παρατηρήσουν οι μελετητές.

Ένα από τα πολλά κοινά που είχα με τον Κωστή Παπαγιώργη είναι η αγάπη για τον τσακισμένο άνθρωπο. Απεχθάνομαι τους ευφραδείς, που δεν κομπιάζουν ποτέ όταν μιλάνε. Τους ειδικούς, που όταν έρχεται η κουβέντα στο θέμα τους απαιτούν σεβασμό και χρόνο για να αναπτύξουν τις απόψεις τους. Τον γιατρό που αναλύει τη δισκοπάθεια και το μακεδονικό ζήτημα στο οικογενειακό τραπέζι. Τους πολύγλωσσους και τους σίγουρους.

Υπάρχει κάτι που ξεχνάνε όλοι οι αναγνώστες του Δον Κιχώτη. Ο Δον Κιχώτης είναι ένα πρόσωπο αγαπητό και αξιοθαύμαστο μόνο εκτός του μυθιστορήματος. Μόνο ο αναγνώστης έχει καλή άποψη για τον Δον Κιχώτη. Όσοι τον συναντούν τον θεωρούν ηλίθιο. Ο ίδιος καταλήγει λέγοντας «τώρα πια μισώ όλες τις ανόητες ιστορίες της πλανόδιας ιπποσύνης. Αναγνωρίζω τη βλακεία μου και τον κίνδυνο όπου με έσπρωξαν με το διάβασμά τους». Πριν λοιπόν να φορέσουμε μπλουζάκι με το γνωστό σχέδιο του Πικάσο που εικονίζει τον Δον κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα, προτείνω να αφιερώσουμε ενός λεπτού σιγή σε όλους τους ηλίθιους που φτιάχνουν χαλασμένα καράβια και περιμένουν αγαπητικούς που δεν θα έρθουν. Πριν να πούμε ότι νιώθουμε τα πλευρά του Ροσινάντε κάτω από τις φτέρνες μας, πρέπει να ξέρουμε για ποιον άνθρωπο μιλάμε.

Η μοίρα δυστυχώς εμένα μου έδωσε συνείδηση ορθολογιστή, παρότι τα έργα της ζωής μου είναι κυρίως παλάτια στην άμμο. Υποφέρω από την αβάσταχτη μοίρα να έχω μονίμως δίκιο σε όλα. Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι τίποτα σημαντικό στη ζωή δεν εξαρτάται από το να έχεις δίκιο. Ο χρυσός της ζωής είναι ο άνθρωπος που απέναντι στον ακαταμάχητο πρακτικό λόγο υπουργών και καθηγητών έχει ένα γαϊδούρι και μία τρύπια πανοπλία. Μόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους τρέφω θαυμασμό.

Οι υπόλοιποι να πάμε στο διάολο.