Το έργο αναφέρεται στην περίπτωση του μεσήλικα και πλούσιου γαιοκτήμονα Νταντέν, ο οποίος αποφασίζει να παντρευτεί την νεαρή κόρη ενός αριστοκράτη, αφενός διότι είναι ερωτευμένος μαζί της κι αφετέρου αποζητώντας να «συγγενέψει» με τον αριστοκρατικό τίτλο που ο ίδιος στερείται. Οι αριστοκράτες γονείς (ντε Σωτανβίλ) έχοντας οικονομικές δυσκολίες αποφασίζουν να τον παντρέψουν με την κόρη τους (Αντζελίκ), η οποία φυσικά δεν ερωτάται. Ο γάμος αυτός βάζει τον Νταντέν σε έναν κυκεώνα περιπετειών καθώς η νεαρή σύζυγος υποκύπτει, από την πρώτη κιόλας μέρα, στο ερωτικό φλερτ του αριστοκράτη και γυναικοκατακτητή γείτονά της (Κλείτανδρος), συνεπικουρούμενη από την υπηρέτριά της (Κλωντίν) και τον υπηρέτη του τελευταίου, ο οποίος μέσα στην αφέλειά του μαρτυρά στον σύζυγο τις κρυφές συνεννοήσεις και συναντήσεις του ζεύγους. Η ευστροφία των δύο εραστών, τους σώζει πάντοτε από το να πιαστούν «στα πράσα». Κατορθώνουν, έτσι, να κοροϊδέψουν τόσο τον απατημένο σύζυγο όσο και τους αριστοκράτες γονείς της νεαρής -τούς οποίους καλεί απελπισμένα ο Νταντέν κάθε φορά που νομίζει ότι θα τσακώσει το αμαρτωλό ζευγάρι. Οι εραστές διαφεύγουν πάντα, ενώ ο Νταντέν -ο οποίος έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας των ερωτοτροπιών τους- αδυνατεί να φέρει «αποδείξεις», καθώς τα φαινόμενα τον «απατούν». Έτσι, ο Νταντέν ταλαιπωρείται εξαιτίας του έρωτά του για τη νεαρή κοπέλα που τον καθιστά κερατά αλλά κι εξαιτίας της επιθυμίας του για κοινωνική ανέλιξη που τον καθιστά γελοίο, στα μάτια των αριστοκρατών πεθερικών του, καθώς διαψεύδεται από τις καταστάσεις όπως του παρουσιάζονται. «Από τα βάθη της ψυχής μου, σας ζητώ μεμιάς συγγνώμη» είναι η κατακλείδα του έργου ενώ η αυλαία βρίσκει τον Νταντέν γονυπετή, εξευτελισμένο ενώπιον όλων και σε απόγνωση.

Στη σκηνή δεσπόζει ένα μεγάλο τραπέζι, ως απομεινάρι του γαμήλιου γεύματος, πίσω από το οποίο βρίσκεται μια πολύχρωμη σατέν κουρτίνα, που αποκρύπτει μέσα στη «λάμψη» της το εσωτερικό του «σπιτιού». Ο διάκοσμος (σκηνικά/κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη) και ο φωτισμός της σκηνής (Στέλλα Κάλτσου) παραπέμπουν σε disco των δεκαετιών’80-’90s, με τη disco μπάλα να κυριαρχεί στο κέντρο. Τα κοστούμια περίτεχνα και εκκεντρικά αποτελούν κι αυτά υπαινικτικές εικόνες της ίδιας περιόδου. Ο σκηνικός χώρος είναι κοινός για τις πράξεις που εκτυλίσσονται εντός κι εκτός σπιτιού. Τα πρόσωπα είναι συνεχώς παρόντα στη σκηνή και τα δρώμενα εκτυλίσσονται κυρίως γύρω από το «τραπέζι» με αρκετά στιγμιότυπα στατικά, όπου οι συνδαιτυμόνες ακινητοποιημένοι, καθήμενοι στις καρέκλες, συμμετέχουν σε σκηνές δράσης μόνο με τον εκφερόμενο λόγο τους και με στυλιζαρισμένες χειρονομίες. Ο λόγος εύληπτος και λειτουργικός (μετάφραση/διασκευή Μ. Κάλμπαρη) καθώς και η προσθήκη κειμένου στην έναρξη με αναφορές στους Hobbes, Darwin, Freud, σχετικά με το σεξ, τον έρωτα, τον γάμο, την καταστροφή, τον θάνατο ως εφαπτόμενους κύκλους.

Η παράσταση απέχει από τη γνώριμη φόρμα του φαρσικού είδους που αποδίδει με μια δόση υπερβολής, ωστόσο ρεαλιστικά, τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά των τύπων. Και ορθώς, καθώς η πλοκή τού συγκεκριμένου θεατρικού έργου είναι αρκετά προβλέψιμη και αδύναμη, συνεπώς μια «ρεαλιστική» απόδοση δύσκολα θα κατόρθωνε να αποσπάσει το ενδιαφέρον ή/και το γέλιο μέσω των καταστάσεων. Η σκηνοθέτις (Μαριάννα Κάλμπαρη) επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον φορμαλισμό, όχι όμως της commedia dell Arte, αλλά εκείνον που μέσα από το στυλιζάρισμα και τον χειρονομιακό κώδικα μπορεί να αναδείξει σκέψεις, συναισθήματα, συμπεριφορές και ταξικές διαφοροποιήσεις. Τα περιφερικά πρόσωπα του δράματος μοιάζουν με καρικατούρες, κινούνται αν-ορθόδοξα, μιλούν μηχανιστικά και υιοθετούν μια συγκεκριμένη, κατά περίσταση, δεικτική σωματική κινησιολογία ώστε άλλοτε να υπονομεύουν κι άλλοτε να δίνουν έμφαση στα λεγόμενα ή/και στις πράξεις τους. Μόνο ο Νταντέν μιλά με «κανονικό» λόγο καθημερινής, οικείας εκφοράς.
Η σκηνοθέτις επιχειρεί επίσης δύο «αντιστροφές»: μια ηλικιακή «αντιστροφή» -ο εραστής είναι γηραιότερος από τον σύζυγο και η νύφη δεν είναι νεαρή κοπέλα αλλά ώριμη, κάτι που δεν συμβαίνει στο έργο- καθώς και μία ιδιαίτερη στυλιστική επιλογή ηθοποιών που ερμηνεύουν τους αντίστοιχους ρόλους -ο εραστής αν και αριστοκράτης είναι κοιλαράς, άξεστος και brutal ενώ ο σύζυγος κομψός, ήπιων τόνων και κόσμιος. Η πιο σημαντική και απολαυστική σκηνοθετική παρέμβαση, όμως, είναι εκείνη των τραγουδιών (μουσική επιμέλεια Ν. Κοψιδάς), εν είδει ιντερμεδίων ανάμεσα στα δρώμενα. Δημοφιλή ξένα και ελληνικά τραγούδια των παραπάνω δεκαετιών μεταγλωττισμένα στα γαλλικά (!) -όπως τα «Ντιρλαντά», «Μια φορά μονάχα φτάνει» (Γ. Πουλόπουλος), «Παίξε μπουζούκι», «Αγάπα με» (Πάριος) κ.ά.- πλημμυρίζουν τη σκηνή απρόσμενα διασπώντας τη σκηνική ροή, οι ηθοποιοί χορεύουν άλλοτε σπασμωδικά, άλλοτε ελεύθερα ή ντίσκο, ενώ τους ραίνουν με κόκκινα γαρύφαλλα σαν να βρίσκονται στα μπουζούκια. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην οποία ο εραστής Κλείτανδρος ξεγυμνώνεται και με προτεταμένη την «κοιλάρα» του προκαλεί τον σύζυγο χορεύοντας και τραγουδώντας το «Ντιρλαντά». Όλα τα προαναφερθέντα, μπορεί κάλλιστα να αποτελούν μόνο ένα σκηνοθετικό τερτίπι κατά το (μετα)μοντερνιστικό πρότυπο που δεν έχει υποχρέωση να δώσει λόγο ή να «αποδείξει» την εγκυρότητά του. Σε αυτήν την περίπτωση, η παράσταση μοιάζει παρωχημένα μεταμοντερνική και βαρετή.

Ωστόσο, στο σύνολό τους τα σημαίνοντα δεν φαίνεται να τοποθετήθηκαν τυχαίως. Μοιάζει σαν να ενορχηστρώθηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε να προσανατολίσουν προς μία πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση: εκείνην της περιόδου 1980-’90, κατά την οποία οι λαϊκές τάξεις και κυρίως οι μικροαστοί των δυτικών κοινωνιών προσπαθούσαν να ανέλθουν ταξικά. Η «επιχείρηση κοινωνική άνοδος» του Νταντέν κάλλιστα θα μπορούσε να σηματοδοτεί τον «γάμο» που η λαϊκή τάξη επεδίωκε να συνάψει τις δεκαετίες αυτές με την «αριστοκρατία» της εξουσίας. Το χρήμα έρεε ανεξέλεγκτο, το σεξ απελευθερωνόταν, διαρκές γλέντι στις disco και στα μπουζούκια μέχρι πρωίας, τραπέζια στρώνονταν, φαγοπότια στήνονταν. Τα φαινόμενα «απατούσαν». Ο Νταντέν, ο λαϊκής καταγωγής πλούσιος γαμπρός, πληροφορήθηκε εγκαίρως (;) για την προέλευσή τους, αλλά «αποδείξεις» δεν υπήρχαν. Το στρωμένο «γαμήλιο» τραπέζι της ευμάρειας και το «μεγάλο φαγοπότι» θόλωνε τη ματιά κι εξάλειφε τα τεκμήρια. Υπ’ αυτήν την έννοια ο Νταντέν (εξ)απατήθηκε από τους «αριστοκράτες» της εξουσίας, θέλησε να τους μοιάσει, δεν είχε όμως επίγνωση για το «παιχνίδι» που τού έπαιζαν. Σε αυτό το περικείμενο -που απευθύνεται τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή κοινωνική συνθήκη της εποχής- μπορούν να λειτουργήσουν οι «αντιστροφές» που επιλέγει η σκηνοθεσία: ο αριστοκράτης εραστής είναι ο γηραιότερος κι «εμπειρότερος» γνώστης του κοινωνικο-οικονομικού παιχνιδιού, άξεστος και χυδαίος. Οι γονείς ντε Σωτανβίλ γνώστες των κανόνων, κάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται τα στοιχεία της «προδοσίας» ενώ ο γαμπρός Νταντέν, ματαίως, προσπαθεί να φέρει αποδείξεις. Τελικώς, αποδεικνύεται, ότι όλα λειτουργούσαν εις βάρος του, αρχής γενομένης από την απόφασή του να νυμφευθεί, με έναν «αταίριαστο» γάμο.

Αν η παραπάνω ερμηνεία ευσταθεί, η σκηνοθετική επιλογή αποκτά υπόσταση καθώς τότε η φόρμα σημασιοδοτεί το περιεχόμενο και τανάπαλιν. Σε αυτό το πλαίσιο, η σκηνοθεσία είναι ευφάνταστη και ουσιαστική, τα κομμάτια του πάζλ ενώνονται, με τα μουσικά ιντερμέδια να αποτελούν ευθύβολη σκηνοθετική πρόταση. Το μειονέκτημα της σκηνοθεσίας είναι, όμως, ότι δεν κατόρθωσε να παραμείνει απαρέγκλιτα ακριβής και να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς με πειθαρχία. Ο φορμαλιστικός κώδικας ερμηνείας -τύπου Bob Wilson ή Emmanuel Demarcy Mota- όταν επιλέγεται απαιτεί ακρίβεια στις χειρονομίες και τις στάσεις σώματος καθώς και απόλυτο συντονισμό/συγχρονισμό ανάμεσα στους ηθοποιούς, κάτι που δεν επετεύχθη στην παράσταση, με αποτέλεσμα την εμφανή ανισομέρεια και ανομοιογένεια που καταστρέφει τελικά το ύφος. Η σκηνοθεσία όφειλε να εξαλείψει τις ανακολουθίες και να επιδιώξει την ερμηνευτική συνέπεια. Η σκηνή του κήπου αναδεικνύει επίσης σκηνοθετική αμηχανία, αφού οι ηθοποιοί κινούνται στον χώρο της πλατείας άνευ λόγου. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται η σύμβαση που έχει χτιστεί σκηνικά μέχρι τότε, χωρίς να δημιουργείται -ευκρινώς τουλάχιστον- νέα σχέση με τον χώρο ή το κοινό.

Από τους ηθοποιούς, ο Νέστωρ Κοψιδάς (υπηρέτης/πατέρας) υπερβολικός και με μονότονο ηχόχρωμα φωνής, ο Δημήτρης Μαγγίνας (υπηρέτης Νταντέν) και η Κατερίνα Λυπηρίδου (η σύζυγος) είναι ως επί τω πλείστον επιτηδευμένα στυλιζαρισμένοι ενώ φαίνεται να ταλαντεύονται ανάμεσα σε μια άλλοτε εξεζητημένη κι άλλοτε ρεαλιστική υπόκριση, ως να ήταν αναποφάσιστοι! Η Σύρμω Κεκέ (μητέρα/υπηρέτρια) κατέχει τον φορμαλιστικό κώδικα, είναι επιδέξια και συνεπής στην υποκριτική της γραμμή, ενώ συνδυάζει τη δεξιοτεχνία με την εκφραστικότητα στους διαφορετικούς της ρόλους. Απολαυστική στον χορό της. Ο Κώστας Κουτσολέλος (Κλείτανδρος/εραστής) και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου (Νταντέν) είναι πιο άμεσοι, λιγότερο στυλιζαρισμένοι, κάτι που δεν αντιβαίνει στην όλη σύλληψη καθώς πρόκειται ουσιαστικά για τους δύο κατεξοχήν «αντιπάλους», τους «παίκτες» του κοινωνικού παιχνιδιού, που δεν υπεκφεύγουν. Ο Κουτσολέλος επενδύει με αίσθηση του μέτρου στην εμφάνισή του, για να αποδώσει κινησιολογικά τη συμπεριφορά του εκπροσώπου της άρχουσας τάξης, που δεν ορρωδεί προ ουδενός. Επενδύει τόσο στη φόρμα όσο και στην έκφραση και ντύνει τον ρόλο του με ανεπαίσθητες συνενοχικές ματιές και χειρονομίες. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, έχοντας επωμιστεί τον μεγαλύτερο και δυσκολότερο ρόλο, εκφράζει με διαύγεια το συναίσθημά του όπου απαιτείται, ισορροπεί με στιβαρότητα ανάμεσα στα σκηνικά πρόσωπα/καρικατούρες και αναδεικνύει με ερμηνευτική επάρκεια το πάθος και την απόγνωση του μέσου ανθρώπου, που συνοψίζεται στη φράση: «Δεν υποφέρεται να έχω δίκιο και να το χάνω».

Η σκηνοθεσία κατορθώνει να μεταθέσει το κέντρο βάρους, της μέτριας αυτής φάρσας, από την ερωτική απιστία και προδοσία στα κοινωνικά της συμφραζόμενα, να ανασημασιοδοτήσει το περιεχόμενό της και να αναδείξει στο πρόσωπο του Νταντέν τον εκάστοτε πολίτη που κυριευμένος από τις καταπιεσμένες επιθυμίες του για έρωτα, εξουσία και χρήμα εξαπατάται -και κυρίως αυταπατάται- από τα φαινόμενα επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα ίδια λάθη. Παραμένοντας εύπιστος και αφελής οδηγείται στην καταστροφή, χωρίς να βάζει μυαλό.

Αν λοιπόν, στη θέση του «απατημένου» συζύγου Νταντέν τοποθετήσουμε τον απλό πολίτη των περασμένων δεκαετιών που πλούτισε αναπάντεχα εκμεταλλευόμενος τις οικονομικο-κοινωνικές συγκυρίες που εντέχνως δημιούργησαν γι’ αυτόν οι «αριστοκράτες» της εξουσίας και ο οποίος σε σύντομο διάστημα είδε το όνειρο του «γάμου» του με την χλιδή και την εξουσία να καταρρέει και τη ζωή του να καταστρέφεται, τότε ίσως, η «συγγνώμη» του Νταντέν στο τέλος της παράστασης πρέπει να απευθύνεται στους θεατές και κυρίως στις επόμενες γενιές.