«Αυτό που θα πρέπει να σκεφτούμε είναι έναν νόμο που πάλι θα προσφέρει προστασία σε αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά θα συνδέεται και με την στεγαστική πολιτική που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα, αφουγκραζόμενο και τα νέα δεδομένα στη στεγαστική αγορά κ.λπ.» δήλωσε συγκεκριμένα ο Γιάννης Δραγασάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.

Πρόσθεσε ότι «πάντα θα υπάρχει σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας όπως και αν ονομάζεται», και προανήγγειλε ότι «τη συγκεκριμένη μορφή που θα γίνει αυτό θα τη δούμε έως το τέλος του χρόνου». Χαρακτήρισε επίσης τον νόμο Κατσέλη ως «προϊόν της κρίσης».

Την ίδια στιγμή, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου αναμένει και πρωτοβουλίες από τις τράπεζες προς την κατεύθυνση της μείωσης του στοκ των υποθέσεων που έχει συγκεντρωθεί στο νόμο Κατσέλη.

Οι πιέσεις δανειστών και τραπεζών

Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι για μία ακόμα φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας θα μειωθεί. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ναυτεμπορικής», που επικαλείται τραπεζικές πηγές, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ, SSM, εμφανίζεται αντίθετος στην πράτασης της προστασίας, ενώ η κυβέρνηση θέλει να προστατέψει το κοινωνικό πρόσημο.

Η άποψη του SSM είναι, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας αποτελεί ανάχωμα για μια μερίδα κακοπληρωτών και δεν επιτρέπει τελικώς στις τράπεζες να καθαρίσουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια.

Η θέση του SSM, όπως αυτή εκφράζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα, είναι πως οι πλέον αδύναμοι θα προσφεύγουν στα δικαστήρια όπως και στο παρελθόν, τα δικαστήρια θα τους δικαιώνουν και οι πλειστηριασμοί των τραπεζών τοιουτοτρόπως θα οδηγούνται σε ανακοπή και δεν θα διενεργούνται. Από την άλλη πλευρά όσοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αδύναμοι θα πάψουν να έχουν την προστασία του νόμου.

Αυτήν τη στιγμή η πρώτη κατοικία σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς προστατεύεται μέχρι του ποσού των 250.000 ευρώ, προσθέτει η «Ναυτεμπορική», αναφερόμενη στην άτυπη συμφωνία κυβέρνησης – τραπεζών, που όμως δεν τηρείται πάντα. Από την πλευρά τους οι τράπεζες μέσω της ΕET έχουν προτείνει η προστασία που παρέχεται να παραταθεί μεν, με μικρότερο όριο δε, που δεν θα ξεπερνάει τα 100.000 ευρώ.