Σύμφωνα με το πόρισμα 114 σελίδων που δόθηκε στη δημοσιότητα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνουν την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης των ενεργειών των δύο πρώην υπουργών Υγείας, Μάκη Βορίδη και Μάριου Σαλμά, αναφορικά με την εκτεταμένη οικονομική ζημιά που υπέστη το Δημόσιο από την υπερκοστολόγηση της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, και την εξίσωσή της με την διαγνωστική ιατρική.
 
Το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στο «σαθρό περιεχόμενο της απόφασης κοστολόγησης και για συνοδευτικές διαδικαστικές παρατυπίες στην αδειοδότηση του ιατρικού φορέα όπου διενεργούνταν οι εξετάσεις και στη σύμβασή του με τον ΕΟΠΥΥ», υπογραμμίζοντας πως τα παραπάνω δημιουργούν σοβαρές υπόνοιες μεθόδευσης και συμπαιγνίας με αποτέλεσμα το δημοσιο να βρεθεί ζημιωμένο. 
 
«Ενώ υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και του ΕΟΠΥΥ διατυπώνουν εγγράφως σειρά ερωτημάτων, ενστάσεων ή και αντίθετων γνωμών στην επιχειρούμενη αποζημίωση της διαγνωστικής αρθροσκόπησης με 1.500€, η ηγεσία των ανωτέρω φορέων, καθώς και του ΚΕΣΥ, με κορυφαίο τον τότε Υπουργό κ. Βορίδη που επέμεινε αγνοώντας τις αντιρρήσεις και προβαίνοντας σε σειρά παραλείψεων και παρατυπιών προσδιόρισαν το κόστος της εν λόγω μεθόδου στο αστρονομικό αυτό ύψος» αναφέρεται συγκεκριμένα, καταλήγοντας πως πρόκειται για ένα «τυπικό δείγμα της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος και της επιβάρυνσης του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και στην περίοδο της οικονομικής επιτήρησης της χώρας». Μάλιστα, τονίζουν πως υπάρχουν «σοβαρές υπόνοιες μεθόδευσης και συμπαιγνίας με αποτέλεσμα το δημόσιο να βρεθεί ζημιωμένο».
 
Παράλληλα, ζητείται το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών των εταιρειών που έκαναν τις αρθροσκοπήσεις, καθώς και η επιτροφή στο κράτος των χρημάτων που σπαταλήθηκαν. 
 

Βορίδης και Σαλμάς στο μικροσκόπιο

 
Αναφορικά με την εμπλοκή του Μ. Βορίδη, το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ τον επικρίνει για «πλημμελή έλεγχο», σημειώνοντας πως «δέχτηκε αβίαστα το πόρισμα του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας» (ΚΕΣΥ). 
 
Όπως αναφέρεται, ο πρώην υπουργός της Νέας Δημοκρατίας «ελέγχεται πρωτίστως για τον πλημμελή έως ανύπαρκτο έλεγχο της απόφασης του ΚΕΣΥ, την παράκαμψη και αγνόηση των αντιρρήσεων που του εξέφρασαν οι Διευθύνσεις του Υπουργείου Υγείας, την εν γένει έλλειψη διάθεσης περαιτέρω διερεύνησης του θέματος ώστε να προστατευθούν το δημόσιο σύστημα υγείας και τα δημόσια οικονομικά, καθώς και άγνοια ή υποβάθμιση κρίσιμων θεμάτων, όπως της διαφοράς των ιατρικών πράξεων από τα Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλεια».
 
Ακόμα πιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Μ. Σαλμά, καθώς την επίμαχη περίοδο δεν ήταν υπουργός και δεν υπάρχει υπογραφή του στη συγκεκριμένη υπόθεση, με τον πόρισμα ωστόσο να του καταλογίζει αντιδεοντολογική συμπεριφορά. 
 
«Ο κ. Σαλμάς, αν και δεν ασκούσε δημόσια εξουσία κατά την επίμαχη περίοδο, ελέγχεται για μια προφανώς αντιδεοντολογική συμπεριφορά με σκοπό την προώθηση της μεθόδου της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, ενώ η εν γένει δράση του φανερώνει όχι μόνο αδιαφορία για το γεγονός ότι εκμεταλλεύθηκε με σκοπό το οικονομικό όφελος μια καταφανώς υπερκοστολογημένη ιατρική πράξη, κάνοντας μάλιστα κατάχρηση στην εφαρμογή της, αλλά γεννά και βάσιμες υποψίες ενεργούς εμπλοκής του στην όλη διαδικασία κοστολόγησης της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, εκμεταλλευόμενος κυρίως την κοινή κομματική ιδιότητα με τους επικεφαλής των γνωμοδοτικών φορέων (ΚΕΣΥ,ΙΣΑ κλπ), τη πολύχρονη βουλευτική του ιδιότητα, αλλά και την προγενέστερη παρουσία του ως Αναπληρωτής Υπουργός στο Υπουργείο Υγείας» αναφέρεται στο πόρισμα. 
 
«Εν κατακλείδι και προεχόντως σημειώνεται η τεράστια ηθική απαξία της συμπεριφοράς του τέως υπουργού κ. Μάριου Σαλμά και σημειώνεται ότι με παρόμοιες πράξεις και παραλείψεις που σκοπό έχουν την προσπόριση αθέμιτου ή, πάντως, μη δικαιολογημένου οικονομικού οφέλους υποβαθμίζεται έως καταρρακώσεως το κύρος που οφείλει να διαθέτει ένα μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου», χαρακτηρίζοντας την πράξη της υπερκοστολόγησης της διαγνωστικής ιατρικής ως «ιδαιτέρως επιλήψιμη από έναν καθηγητή ιατρικής και πρώην υπουργό Υγείας».
 
Το πόρισμα μάλιστα κάνει ειδική αναφορά και στην ποινική δικογραφία που έχει σχηματιστεί και αφορά τον Μ. Σαλμά, καθώς εμπλέκεται για μεθοδεύσεις προσπορισμού οικονομικού οφέλους από τη διενέργεια «διαγνωστικής αρθροσκόπησης με υπερκοστολόγησής της σε διαγωνστικό κέντρο με την επωνυμία «Αρθροσκόπηση-Υπεηχοτομογραφία Ε.Ε.», συστεγαζόμενο με το ιδιωτικό του ιατρείο. Σημειώνεται δε πως το εν λόγω διαγνωστικό φέρεται να είχε μετόχους συγγενικά πρόσωπα του πρώην υπουργού, τη σύζυγό του, Ειρήνη Καρούνη και τον γαμπρό του, ΑΘανάσιο Αρβάλη.
 

Πατούλης, ΚΕΣΥ, ΕΟΠΠΥ και Αττικό

 
Σημειώνεται ακόμη πως το πόρισμα αναφέρεται και σε μη πολιτικά πρόσωπα, περιγράφοντας τις ευθύνες των αποφάσεων για μία σειρά εμπλεκόμενους. Συγκεκριμένα, το πόρισμα κάνει ειδική αναφορά στον πρώην πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας ΕΣΥ, Παναγιώτη Σκανδαλάκη, σημειώνοντας πως απόφαση του ΚΕΣΥ χρησιμοποίησε ο Μ. Βορίδης για την υπογραφή της υποργικής απόφασης κοστολόγησης της εξέτασης. 
 
Όπως αναφέρεται, «η εξέταση της υπόθεσης δημιουργεί ισχυρότατη εντύπωση ενός κρίσιμου ρόλου του όχι μόνο στη διαμόρφωση ενός σαθρού και σκόπιμα ασαφούς σκεπτικού που δημιούργησε μια επιστημονικά ανυπόστατη σύγχυση μεταξύ διαγνωστικής και επεμβατικής αρθροσκόπησης και, δι’ αυτού, στην κατάφωρη υπερκοστολόγηση της πράξης, αλλά και στην διατήρηση αυτών των στρεβλώσεων ως τη λήξη της θητείας του».
 
Ακόμη, αναφέρεται στον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου, Γιώργο Πατούλη, σημειώνοντας το γεγονός πως έλαβε την απόφαση για την κοστολόγησης της επίμαχης εξέτασης στα 1.500 ευρώ «πολύ γρήγορα σε σχέση με την αντίδραση του ΙΣΑ σε ανάλογες υποθέσεις», καθώς και στον πρώην πρόεδρο του ΕΟΠΠΥ, Δημήτρη Κοντό,  ο οποίος «ελέγχεται πρωτίστως για τη σύναψη σύμβασης με ένα ιατρείο («Αρθροσκόπηση-Υπερηχοτομογραφία») το οποίο δεν ενέπιπτε στις νόμιμες προδιαγραφές των «ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων». Μάλιστα, σημειώνεται πως ο Δ. Κοντός αγνόησε τις αντιρρήσεις του ΕΟΠΠΥ, αλλά και την αλληλογραφία τωνυπηρεσιών που έθετε εν αμφιβόλω την αποζημίωση μιας ιατρικής πράξης βάση ΚΕΝ.
 
Επίσης, σημαντικό ζήτημα διαπιστώνει το πόρισμα για την πρώην διοικήτρια του Γενικού Αττικού Νοσοκομείου, Ευαγγελίας Γιαννάκου, σημειώνοντας τις «εύλογες απορίες» για το γεγονός πως «μετά την απόφαση κοστολόγησης της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, η Διοίκηση του “Αττικόν” δεν κάνει ουδεμία απόπειρα φιλοξενίας της εξέτασης στα εξωτερικά ιατρεία του». Το πόρισμα υπογραμμίζει το γεγονός ότι, ενώ προώθησε τη σύμβαση, δεν εξασφάλισε το συγκεκριμένο όργανο αρθροσκόπησης. 
 
«Ο τρόπος με τον οποίο ανέκυψε το ζήτημα της κοστολόγησης της εν λόγω ιατρικής πράξης, το σαθρό περιεχόμενο της απόφασης κοστολόγησης και οι συνοδευτικές διαδικαστικές παρατυπίες, οι παρατυπίες στην αδειοδότηση του ιατρικού φορέα όπου διενεργούνταν οι εξετάσεις και στη σύμβασή του με τον ΕΟΠΥΥ, αφενός επιβεβαιώνουν αυτήν την διαπίστωση και αφετέρου δημιουργούν σοβαρές υπόνοιες μεθόδευσης και συμπαιγνίας. Σε κάθε περίπτωση, ζημιωμένο βρέθηκε το Δημόσιο» υπογραμμίζει στα συμπεράσματά του πόρισμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας, για να καταλήξει:
 
«Η αναλυτική παρουσίαση του τρόπου λήψης της απόφασης υπερκοστολόγησης της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, αλλά και των αποτελεσμάτων που αυτή παρήγαγε μέσω της προβληματικής εφαρμογής της, καταδεικνύει αφενός την ύπαρξη κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ενός κραταιού, στρεβλού και εν τέλει αντιδημοκρατικού πλέγματος τρόπου διοίκησης, λήψης αποφάσεων και επιχειρείν και αφετέρου την συνεχιζόμενη ύπαρξη ισχυρών δυνάμεων ευσυνειδησίας και υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος».
 
Διαβάστε ολόκληρο το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ για τις αρθροσκοπήσεις: