Η πρώτη σημαντική απογοήτευση με την οποία συνδέεται η μεταπολίτευση είναι η ιδρυτική στιγμή της: το γεγονός ότι μετά από τόσες θυσίες, η ελληνική Αριστερά έβλεπε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να συμβολίζει την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η Χριστίνα Βερβενιώτη έλεγε λοιπόν «κι εγώ που δεν κλαίω εύκολα, με είχε πιάσει ένα κλάμα, γιατί το θεώρησα ήττα ότι ερχόταν ο Καραμανλής μετά από τόσους αγώνες». Η ιστορία της μεταπολίτευσης θα γινόταν σταδιακά η ιστορία αυτών των απογοητεύσεων. Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός ονομάζεται ΠΑΣΟΚ και δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά για να τον περιγράψει. Πρόκειται για το κόμμα που παρακολουθεί τα στελέχη του να δηλώνουν ένας ένας κατασυκοφαντημένοι πίσω από τα σίδερα.

Στη συνέχεια υπήρξαν νομίζω δύο στιγμές κρίσιμες για τη δική μας, πιο πρόσφατη κατανόηση του προβλήματος. Η πρώτη είναι ο Δεκέμβρης του ’08 και η δεύτερη ο καιρός του ΣΥΡΙΖΑ.
 
Η πρώτη είναι η στιγμή κατά την οποία ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτικά ενεργής νεολαίας γύρισε συνειδητά την πλάτη στη γενιά του Πολυτεχνείου. Ήταν, αν δεν κάνω λάθος, η πρώτη φορά που ένα δυναμικό κίνημα έκοβε ρητά και τόσο υψηλόφωνα τους δεσμούς του με τους ήρωες του Πολυτεχνείου, με τόση αναίδεια. Ήταν δηλαδή η πρώτη φορά που οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου φάνταζαν λιγότερο ως ήρωες και περισσότερο ως βολεμένοι πρώην αριστεροί. Δεν νομίζω ότι έχει κανένα νόημα η ηθικολογία για τα ιερά και τα όσια της Αριστεράς, προκειμένου να νουθετηθούν οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη. Πράγματι, απέναντι στη χούντα ρίσκαρε κανείς πολύ περισσότερα. Ωστόσο, πολύ απλά, όσοι ανήκουν στην κατηγορία των βολεμένων δικαίως λοιδωρούνται -αυτοί για τους οποίους ο Περικλής Κοροβέσης έχει πει ότι «έφαγαν ένα χαστούκι και έγιναν υπουργοί»- και όσοι δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία δεν έχουν καμία ανάγκη υπεράσπισης, διότι λίγη νεανική αναίδεια δεν βλάπτει κανέναν, ιδίως κάποιον που έχει αντιμετωπίσει βασανιστές και δολοφόνους.
 
Δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε εδώ τη συζήτηση για τους «βολεμένους του Πολυτεχνείου». Προφανώς αυτή είναι μια γενίκευση που λαμβάνει υπόψη μόνο τα προβεβλημένα στελέχη που έκαναν πολιτική καριέρα χάρη στη δράση τους στο Πολυτεχνείο και δεν αντιλαμβάνεται ότι τους άλλους δεν μπορεί να τους δει, ακριβώς γιατί όσοι δεν εξαργύρωσαν τη δράση τους είναι εξ ορισμού αφανείς.
 
Η επόμενη στιγμή που αλλάζει άρδην το κατά πόσο η Ελλάδα και μάλιστα η Αριστερά προσδιορίζεται σε σχέση με τη χούντα είναι η περίοδος ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνειρμοί που συνδέουν την Αριστερά με  το περιθώριο της ηθικής ακεραιότητας τελειώνουν κάπου εδώ. Ποιος μπορεί σήμερα να μιλήσει για «ηθικό πλεονέκτημα» χωρίς μια έστω μικρή δόση ειρωνείας; Το γιουχάισμα στους πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ κατά τον εορτασμό της μνήμης του Πολυτεχνείου την Παρασκευή είναι φυσικό και αναμενόμενο. Ας διαμαρτύρονται όσο θέλουν, ας ξεχάσουν την παρουσία του Κατρούγκαλου στον Πρετεντέρη, να εξηγεί ότι το γιαούρτωμα είναι η φυσική συνέχεια του επαίνου που απολάμβαναν τα προηγούμενα χρόνια. Εγώ δεν το ξεχνάω, και επιμένω ότι τα επιχειρήματα είναι ακριβώς τα ίδια: όσο και να θέλεις να παραπέμπεις στο παρελθόν όποτε σε συμφέρει, μόνο τι έκανες σήμερα το πρωί μετράει. Και σήμερα το πρωί ψηφίζαν μνημόνια πάλι, ή εφάρμοζαν κάποια μνημονιακή υποχρέωση για το καλό της χώρας, λοιπόν οι καφέδες και τα νερά που τρώνε στο κεφάλι είναι μια πολύ φυσιολογική εξέλιξη, μάλιστα υπερβολικά ήπϊα, στα όρια του χαριτωμένου, αν με ρωτάτε.
 
 Αν τους παραξενεύει αυτή η κατάσταση, αντί να παραπονούνται μιλώντας ανοήτως για φασισμό των φοιτητών που τους εμπόδισαν, ας διαβάσουν τι έλεγαν πρόπερσι. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια νέα ΠΑΣΠ, με τη λαθραία σημαία στα χέρια του. Το επαναστατικό παρελθόν τους μπορούν να το αφηγούνται σε οικογενειακά τραπέζια και επετειακές εκπομπές. Πολιτικά όμως εκπροσωπούν αυτό που κάνουν σήμερα.
 
Όλοι έχουμε συναντήσει κάποιον γερο-νάρκισσο της πεντάρας, που του ζητούν φωτογραφία και δίνει μία από τότε που ήταν τζόβενο, γιατί ντρέπεται να δει τα μούτρα του στον καθρέφτη. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για το γήρας, αλλά για το ότι αυτοί οι άνθρωποι σέρνουν στα σκατά τα ιερά και τα όσια της Αριστεράς, την ώρα που την επικαλούνται για συγχωροχάρτι.
 
Η δυσπιστία και η γελοιοποίηση των προβεβλημένων προσώπων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που τη συμβολίζουν άνθρωποι σαν τη Δαμανάκη, τον Λαλιώτη και τον Τζουμάκα, ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο καθώς αντιμετωπίζουμε πια με όρους ούτε κατακραυγής ούτε καταψήφισης, αλλά ποινικού κολασμού τα εξέχοντα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Ο (σημαντικός) κοινωνιολόγος που στήριξε όσο κανείς τον Κώστα Σημίτη, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ανήκει σε αυτούς που από πολύ νωρίς διατύπωσαν  αυτό που θα γινόταν ο κοινός τόπος της φιλελεύθερης ανάγνωσης της κρίσης σε σχέση με τη μεταπολίτευση. Έγραφε το 2010 πως το πρόβλημα ήταν ότι «όλοι μπορούν να προσβλέπουν στην απόλαυση αναπτυξιακών καρπών δίχως να υφίστανται παραγωγικές προϋποθέσεις». Τέλος της μεταπολίτευσης λοιπόν δεν ήταν παρά το τέλος αυτών των ψευδαισθήσεων, λέει ο αμετανόητος σημιτικός, και συντάσσεται με τη φιλελεύθερη περιγραφή της μεταπολίτευσης, που γίνεται ξαφνικά στο δεξιό φαντασιακό η μήτρα του ευδαιμονισμού και καταναλωτισμού που «μας έφερε ώς εδώ».
 
Το δεύτερο πλήγμα σε αυτή την κουλτούρα ήταν όταν άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί παρέμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την αλλαγή πλεύσης. Ηταν μία ειρωνική στιγμή αυτής της διαμάχης όταν υπουργός έλεγε πως «Δεν γίνεται ξαφνικά μετά από όλη μας τη ζωή να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να μην είμαστε αριστεροί! Τι μεταφυσική είναι αυτή;» Αυτή είναι μία ακόμη αντιστροφή των όρων του προβλήματος. Μεταφυσική είναι να πιστεύεις πως υπάρχει μία αναλλοίωτη αριστερή ουσία στο μεδούλι σου η οποία δεν φθείρεται από οτιδήποτε κάνεις και λες.
 
Το «Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» είναι ένα σύνθημα που προσπαθούσε να εμφυσήσει κάποια πνοή στις κουρασμένες πορείες του Πολυτεχνείου. Θυμίζει λίγο το περιστατικό με τον νεκρό στο Άγιο Όρος, που περιγράφει ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον  Γκρέκο: ο Άγγελος σικελιανός ξαγρυπνάει πάνω από το άψυχο κορμί του και προσπαθεί να του δώσει πνοή. Μάταια, να προσθέσω.
 
Το παράξενο είναι ότι η σημερινή Αριστερά έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από το να αναφέρεται σε περιόδους ηρωικές, όπου οι άνθρωποι ρίσκαραν τη ζωή τους και τη σωματική τους ακεραιότητα, την ίδια στιγμή που κατά τρόπο απολύτως εξευτελιστικό βλέπουμε μπροστά μας ανθρώπους που δεν μπορούν να στερηθούν όχι την ελευθερία τους όχι τη ζωή τους, αλλά ούτε καν την πρόσβαση στο ATM.
 
Εκείνοι που επέδειξαν θάρρος στα δύσκολα βρίσκονται γύρω μας, ζουν ακόμα. Ο μηχανισμός της μίμησης ενός ηρωικού προτύπου είναι πολύπλοκος και στην πραγματικότητα όταν συζητούμε για πολιτικά φαινόμενα δεν είναι ατομικός ή ψυχολογικός. Κανείς δεν θα αποφασίσει ξαφνικά ότι θέλει να γίνει ήρωας επειδή θα συγκινηθεί, όπως συγκινήθηκα εγώ από το πρότυπο της δασκάλας μου, της Κίττυς Αρσένη. (Και τώρα που το σκέφτομαι, αυτό που με είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ στην περίπτωση της Αρσένη ήταν όχι μόνο ότι είχε υποστεί βασανιστήρια τον καιρό της χούντας, αλλά το ότι ήταν αδερφή του εν ενεργεία υπουργού Παιδείας και όταν ήθελε να διεκδικήσει κάτι μας έλεγε “παιδιά παραπονεθείτε”.)
 
Εννοώ δύο πράγματα, με όλα αυτά: πρώτον, ότι θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με ένα θάρρος που δεν είναι θάρρος του αίματος, των τουφεκιών και των βασανιστηρίων, αλλά είναι θάρρος της καθημερινής ζωής. Και δεύτερον ότι αυτό δεν θα συμβεί όταν κάποιος στο σπίτι του αποφασίσει να γίνει κάποιας μορφής «οπαδός της γενιάς του Πολυτεχνείου». Δεν γίνεται με τον τρόπο που ο ζωγράφος Θεόφιλος φοράει τη φουστανέλα των παλαιών και γυρίζει στους δρόμους σαν άνθρωπος άλλων καιρών. Αυτό μπορεί να φτιάξει μία ποιητική φυσιογνωμία, αλλά δεν μπορεί να φτιάξει μία κοινωνία που στέκεται αντί να σέρνεται. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται κάτι που ξεπερνάει τις ατομικές ιδιορρυθμίες και μας αφορά όλους, συλλογικά. Αυτό, όπως είναι εδώ και καιρό η μόνιμη επωδός στα κείμενά μου, δεν διαφαίνεται πουθενά.