Το βιβλίο της Αθηνάς Τσάκαλου «Οι λεηλάτες του μεσημεριού», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, παρουσιάζεται σήμερα, Τετάρτη 21 Νοεμβρίου, 6 μ.μ. στο Polis Art Cafe, Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς Βιβλίου.

Θα μιλήσουν: Θέκλα Τσελεπή, Χαΐνης Δημήτρης Αποστολάκης, Γιώργος Μουργής και η συγγραφέας.

Από τη συνέντευξη του ThePressProject με την Αθηνά Τσάκαλου τον Απρίλιο του 2018:  

Η Αθηνά Τσάκαλου είναι η μητέρα του Χρήστου και του Μάκη (Γεράσιμου) Τσάκαλου που βρίσκονται στη φυλακή εδώ και μερικά χρόνια ως μέλη της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Το 2015 συνελήφθη και η ίδια, κατηγορούμενη για υπόθαλψη εγκληματία και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Δε μεμψιμοιρεί και ακόμα και μέσα από ένα τέτοιο τραχύ βίωμα, κρατάει μόνο τα καλά που μένουν. 

Ζει σε ένα ελληνικό νησί και το μπαλκόνι της είναι σαν να αρμενίζει στη θάλασσα. Συντροφιά της μονάκριβη είναι τα σκυλιά της, οι γάτες της και ο κήπος της με τη ροδιά, τις φιστικιές, τη βερικοκιά, τις ελιές και τα τριαντάφυλλα. Γεννήθηκε το 1955 στο βλαχοχώρι Τρυγώνα στην ορεινή Θεσσαλία και σπούδασε φιλολογία. Νεαρή κοπέλα, στα 19 της, γνώρισε τον συγγραφέα και στιχουργό, Γεράσιμο Τσάκαλο. Μελοποιημένος από τον Βασίλη Τσιτσάνη, πολλά από τα τραγούδια του έχουν συντροφεύσει στιγμές μας. Χάρη στον Γεράσιμο, η Αθηνά αγάπησε τη λογοτεχνία. Τους διαλόγους των ηρώων της τους πλάθει στο μυαλό της όταν κάνει βόλτα στο βουνό, πριν να τους ακουμπήσει στο χαρτί. Έγνοια της δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά το πώς θα φτάσουμε στο όνειρο και τις ουτοπίες μας, πώς δε θα συμφιλιωθούμε με το λίγο, με τα λίγα.

Γιατί αποφάσισες τελικά να γράψεις και να μας αφηγηθείς αυτή την ιστορία; 

Η αλήθεια είναι πως σε χρόνια ήσυχα, τότε που ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτα με τα παιδιά μου, είχα βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό μου: αν θα κατάφερνα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Κι αυτό βέβαια δεν προέκυψε έτσι τυχαία. Από τα 19 μου, τότε που γνώρισα τον σύντροφό μου τον Γεράσιμο Τσάκαλο, έναν από τους καλύτερους Έλληνες συγγραφείς που δεν κρύβω ότι θαυμάζω πάντα το έργο του, μαθήτευσα κοντά του στο θέμα της λογοτεχνίας. Μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του, έβαλα λοιπόν αυτό το στοίχημα. Κατά παράξενο τρόπο, σαν ένα προμήνυμα για το μέλλον -να σου πω ότι επιτρέπω στον εαυτό μου να μιλώ έτσι γιατί έχω μια βαθιά επιθυμία για τα παράξενα, τα ανεξήγητα που δεν συμβαίνουν συχνά- είχα διαλέξει ήδη πολλά χρόνια νωρίτερα για θέμα, αυτούς για τους οποίους λέω σε κάποιο σημείο του βιβλίου μου: «Για χρόνια, νύχτες ολόκληρες κυριεύουν τη σκέψη μου οι άνθρωποι που κρατούν όπλο στο χέρι, οι άνθρωποι που τριγυρνούν τις νύχτες στις πόλεις με στουπί και βενζίνη και πυρπολούν τα κέντρα της εξουσίας και του χρήματος. Κι αυτοί οι άλλοι οι δάσκαλοι, που φορούν μακριούς χιτώνες, σανδάλια στα πόδια τους κι έχουν άδεια χέρια, το μόνο όπλο τους είναι ο λόγος τους».

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ