Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη «Ναυτεμπορική» ο Β. Ντομπρόβσκις τόνισε ότι το πάγωμα των συντάξεων έως το 2022 αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη μόνιμη κατάργηση της προνομοθετημένης περικοπής που ήταν προγραμματισμένη για 1η Ιανουαρίου 2019.

«Η εκτίμηση της Κομισιόν είναι ότι, δεδομένης της πρόθεσης της κυβέρνησης να παγώσει αντ’ αυτού τις συντάξεις μέχρι το 2022, η Ελλάδα έχει τον δημοσιονομικό χώρο ώστε να μην εφαρμόσει αυτές τις περικοπές. Αυτό  που συζητάμε αυτήν τη στιγμή είναι η κατάργηση των προνομοθετημένων περικοπών στις συντάξεις, διασφαλίζοντας το “πάγωμα” των συντάξεων μέχρι το 2022. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να γίνει σε διάλογο με τους πιστωτές. Εμείς πάντως βλέπουμε τον δημοσιονομικό χώρο».

Στο 13% του ΑΕΠ η δαπάνη για συντάξεις μέχρι το 2030

Σύμφωνα με τον Ντομπρόβσκις οι συντάξεις στην Ελλάδα θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και γι αυτόν τον λόγο η κρατική δαπάνη θα πρέπει να μειωθεί στο 13% του ΑΕΠ έως το 2030. «Η Ελλάδα έχει πράγματι πολύ υψηλή δημόσια δαπάνη για συντάξεις, στο 17% του ΑΕΠ το 2016. Όμως με τα μέτρα που έχουν σχεδιαστεί, συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και την απόφαση να μην εφαρμοστούν οι προνομοθετημένες περικοπές, αλλά να παγώσουν αντ’ αυτού οι συντάξεις μέχρι το 2022, η κρατική δαπάνη για τις συντάξεις στην Ελλάδα θα μειωθεί στο 13% μέχρι το 2030, γεγονός που θα τη φέρει σε ευθυγράμμιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

Ερωτηθείς για τις θυσίες που κάνει η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μην περικοπούν εκ νέου οι συντάξεις, υπογράμμισε πως θα πρέπει να υπάρξει μείωση των δημοσίων επενδύσεων. «Αυτό που έχει σημασία στο τέλος της ημέρας είναι η Ελλάδα να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Φυσικά η μη εφαρμογή των προνομοθετημένων περικοπών στις συντάξεις μειώνει τον δημοσιονομικό χώρο δραστικά, αλλά ο δημοσιονομικός χώρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, από τη μία πλευρά θα εφαρμοστούν μέτρα όπως η επιδότηση στέγης, τα οποία και υποστηρίζουμε. Από την άλλη πλευρά όμως, θα περιοριστούν οι δημόσιες επενδύσεις. Αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης για τον συνολικό σχεδιασμό της και το καταλαβαίνουμε. Βεβαίως, η μείωση των επενδύσεων είναι κάτι που θα πρέπει να αποφεύγει κανείς μακροπρόθεσμα».

Επιμονή στις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις

Αναφερόμενος στην «μεταμνημονιακή» εποχή της Ελλάδας, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν επανέλαβε πως θα πρέπει να υπάρξει πιστή τήρηση στις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που έχουν επιβάλει οι δανειστές, ώστε να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών μέχρι η Ελλάδα να μπορέσει σταδιακά να δανείζεται.

«Ένα στοιχείο κατά την ολοκλήρωση του προγράμματος ήταν να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα θα επέστρεφε στις αγορές σταδιακά, διότι είναι σαφές ότι πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση μετά από ένα τόσο παρατεταμένο πρόγραμμα και ένα τόσο υψηλό χρέος. Συνεπώς, παρείχαμε ένα αναγκαίο cash buffer ώστε να είναι δυνατή η σταδιακή επιστροφή στις αγορές.

Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο η Ελλάδα χρειάζεται να μείνει σε τροχιά ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους και ως προς την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, διασφαλίζοντας επίσης αξιοπιστία απέναντι στις αγορές. Αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης το εξωτερικό περιβάλλον σε αυτήν τη συγκυρία. Βλέπουμε προβλήματα στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Τουρκία. Βλέπουμε επίσης τις δύσκολες συζητήσεις με την Ιταλία σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές επιδόσεις της. Όλα αυτά δεν βοηθούν. Ωστόσο, υπάρχει το πεδίο για την Ελλάδα ώστε να επιστρέψει στις αγορές. Υπάρχει χρόνος για αυτό, χάρη στο δημοσιονομικό αποθεματικό που η χώρα έχει διαθέσιμο. Συνεπώς, είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε στενά με τις ελληνικές αρχές για να διασφαλίσουμε μια, βασικά, επιτυχή επιστροφή στις αγορές».

«Περιορισμός του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας»

Σχετικά με τις εξελίξεις των ελληνικών τραπεζών, που τον τελευταίο καιρό βλέπουν μεγάλη πτώση των μετοχών τους στο ελληνικό χρηματιστήριο, ο Ντομπρόβσκις υποστήριξε ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ επισήμανε πως θα πρέπει να υπάρξουν περιορισμοί σχετικά με το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας.

«Πράγματι, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μακράν το χειρότερο στην ΕΕ. Βρίσκεται πάνω από 45% του συνόλου των δανείων, όταν στην ΕΕ βρίσκεται κάτω από 4%. Δεδομένης της διάστασης του προβλήματος, απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές στο νομικό πλαίσιο. Υπάρχουν εργαλεία που μπορούν να διασφαλίζουν ότι τα δάνεια θα αποπληρώνονται. Για παράδειγμα, αυτήν τη στιγμή εξετάζουμε το πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας, τον λεγόμενο νόμο Κατσέλη, που είναι προγραμματισμένο να εκπνεύσει στο τέλος του έτους. Οι ελληνικές αρχές έχουν εκφράσει την πρόθεση να παρατείνουν το καθεστώς, αλλά αυτό θα χρειαστεί να συνοδευτεί από σαφείς περιορισμούς, επικεντρώνοντας στα πραγματικά ευάλωτα νοικοκυριά και βοηθώντας στην αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών.

Διότι αυτά τα ζητήματα υπονομεύουν τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί την οικονομία. Αποτελούν παράγοντα οικονομικής επιβράδυνσης. Τα θέματα αυτά άπτονται και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία αφορά και εργαλεία στα πρότυπα εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή στα πρότυπα των λεγόμενων bad banks. Εκεί υπάρχει χώρος προς εξερεύνηση και για την περίπτωση της Ελλάδας. Πράγματι, ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ελληνικές αρχές κινούνται και προς αυτήν την κατεύθυνση. Και είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε μαζί τους εποικοδομητικά».