Πάρτε μιά γεύση από το βιβλίο, που προδημοσιεύτηκε στην gazzetta.gr και κυκλοφορεί από τις 26 Νοεμβρίου:
 
Κοίταξε το κάθισμα. Η σκόνη είχε εισχωρήσει βαθιά στο χρώμα. Το έντονο βιολετί στο παλιό πλαστικό είχε πλέον πάρει μια παλ απόχρωση, σαν εκείνη που του ζητούν οι χαρούμενες μέλλουσες μαμάδες όταν βάφουν το παιδικό δωμάτιο. Έκλεισε τα μάτια. Διάβολε, η σκόνη είχε σχεδόν σκεπάσει και τη μνήμη του. Πυκνή, αποφασισμένη να υψώσει τείχος ανάμεσα στις καλές αναμνήσεις και τη σημερινή μιζέρια, θάβοντας τις πρώτες για πάντα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τα ωραία χρόνια, αλλά εκείνος ένιωθε πως είχαν μεσολαβήσει δεκαετίες. Γέλασε πικρά. Ήταν μόλις στην τρίτη δεκαετία της ζωής του. Δεν ήξερε πώς είναι το μονοπάτι της λήθης, αλλά ένιωθε να το περπατά μέσα από τα βήματα των άλλων.
 
Η κερκίδα είχε αδειάσει. Τρεις πιτσιρικάδες έβγαζαν σέλφι κοντά στο κάγκελο χαμογελώντας ανέμελα. Σχεδόν τους ζήλεψε. Ένα περίεργο συναίσθημα οργής και φθόνου θέριεψε μέσα του. Τα μαλακισμένα που έρχονται στο γήπεδο για να βγάλουν φωτογραφίες και να πουλήσουν μούρη στις γκομενίτσες φαίνονται να ’ναι οι μόνοι χαρούμενοι στο πέταλο.
 
Έβγαλε τον τσαλακωμένο καπνό απ’ την κωλότσεπη. Δάγκωσε το φιλτράκι και ξεκίνησε να στρίβει. Η υγρασία είχε νεκρώσει τη γεύση για μια ακόμη φορά. Ή μήπως έφταιγαν τα αλλεπάλληλα μηχανικά στριψίματα των τελευταίων μηνών;
 
Ούτε κι εκείνος δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσο κάπνιζε κάθε μέρα. Κινήθηκε προς τα πέτρινα σκαλοπάτια, προσπαθώντας να εισπνεύσει τη μυρωδιά από το γήπεδο και να εκπνεύσει τον καπνό. Το μάτι του Άλεξ έπεσε στο μαύρο σημάδι. Ήταν από τις μέρες που οριοθετούσαν την εξέδρα με λεπτομέρεια, ώστε το μωσαϊκό που έστηναν να βγει αψεγάδιαστο. Χαρτόνια, κορδέλες, καπνογόνα. Η τηλεόραση που τόσο μισούσαν μετέφερε την εικόνα της κερκίδας σε όλο τον κόσμο κι εκείνοι έπρεπε να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους, περιμένοντας κι από τους παίκτες να κάνουν το ίδιο.
 
Χορογραφία. Γέλασε. Άκου χορογραφία. Λες και πρωταγωνιστούσαν σε κανένα μπαλέτο. Κι όμως, ήταν η δική τους παράσταση. Προετοιμάζοντας το σόου τις βδομάδες πριν από τα μεγάλα ματς, συχνά αισθανόταν κι εκείνος μέλος του οργανισμού. Ήταν σίγουρος πως έτσι ένιωθαν και οι άλλοι. Σχεδίαζαν το πλάνο τους όπως η ομάδα με τον προπονητή. Κλιμάκωναν την προετοιμασία όσο οι μέρες περνούσαν, επικεντρώνονταν στον αντίπαλο κι έμπαιναν στο γήπεδο για να δώσουν το 100% του είναι τους. Φωνή, χρώμα, ατμόσφαιρα. Όλοι ένα. Μαζί με τον βλάκα που έξω από το γήπεδο μπορεί να τσακωνόταν για πολιτικά, με τον φλώρο που σύχναζε στα μαγαζιά που εκείνος έφτυνε, με το διεστραμμένο σκουλήκι που ίσως χτυπούσε την κοπέλα του τα βράδια, με τον μαλάκα που δεν κολλούσε ένσημα στους εργαζομένους του. Αναρωτιόταν μερικές φορές ποιος πραγματικά ήταν αυτός που καθόταν δίπλα του. Αλλά στο τέλος η αδρεναλίνη ξεπερνούσε κάθε ερωτηματικό. Σηκώνοντας το χαρτόνι και ματώνοντας τα πνευμόνια απ’ το τραγούδι ήταν σαν να σηκώνει στα χέρια του την ίδια την ομάδα. Σαν να βρίσκεται μέσα στην καρδιά του στόπερ, στο μυαλό του δεκαριού, στο φονικό αριστερό του σέντερ φορ. Και την επόμενη μέρα αγόραζαν όλες τις εφημερίδες, ψάχνοντας να βρουν την καλύτερη φωτογραφία της παράστασής τους. Το χαρτί στην ενημέρωση μετρούσε ακόμα, παρότι παραδοσιακά εκείνοι μισούσαν τους δημοσιογράφους. Δεν είχε αντικατασταθεί από τρεμάμενες οθόνες υπολογιστή και αμφίβολης ποιότητας ειδήσεις.
 
Ήταν τα ωραία χρόνια.
 
Κι ύστερα το χαμόγελο έσβησε. Η ίδια αντίστροφη σκέψη μετά από κάθε ματς, μετά από κάθε σφύριγμα λήξης. Η ίδια κουβέντα στο μπαρ, στην όρθια μπύρα έξω από τα υγρά τσιμέντα, στην τζούρα από τον ξεραμένο καπνό.
 
Πώς φτάσαμε ως εδώ;