Δημοσιεύτηκε στο Brazil Wire και μεταφράζεται με την άδεια των εκδοτών

Ο Guardian είναι φυσικά ό,τι πιο κοντινό σε μια mainstream προοδευτική εφημερίδα που έχει το Ηνωμένο Βασίλειο, και μέχρι πρόσφατα είχε μια πλούσια ιστορία ποιοτικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Στη δεκαετία του 1970, η κάλυψή του στη Λατινική Αμερική, με συντάκτες του επιπέδου του Richard Gott, ο Guardian μπόρεσε να περιγράψει καταστάσεις, όπως αυτή της Χιλής, στη δημόσια συνείδηση και να πυροδοτήσει κινήματα αλληλεγγύης με τους καταπιεσμένους λαούς της περιοχής που υπέφεραν υπό την φασιστική αυταρχική κυριαρχία. Εξακολουθεί να φιλοξενεί σημαντικούς και ταλαντούχους συντάκτες και να δημοσιεύει πολύτιμο υλικό, ειδικά στον σχολιασμό του, ο οποίος είναι ελεύθερος.  

Αλλά το 2018 ο Guardian έχει προβλήματα, τόσο οικονομικά όσο και συντακτικά. Απέχει παρασάγγας από τη δεκαετία του 1970, έχοντας μόλις δημοσιεύσει έναν δουλικό επικήδειο στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ George HW Bush, κατά την εποχή του οποίου η CIA επέβλεπε τις φρικαλεότητες της επιχείρησης Condor.  

Για να πάρετε μια ιδέα της νοοτροπίας του τωρινού Guardian, αντιπαραθέστε τον επικήδειο προς τον Bush τον Πρεσβύτερο με την πικρή, υποτιμητική νεκρολογία προς τον καθόλη τη  ζωή του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  υπηρετώντας μακρά ως υπουργός της κυβέρνησης και βουλευτής των Εργατικών, ο Tony Benn, ο οποίος έγραψε για την εφημερίδα το 2008: «Ο Guardian αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη ομάδα δημοσιογράφων, από τη μετριοπαθή δεξιά ως τη μετριοπαθή αριστερά – δηλαδή κεντρώους δημοσιογράφους – στους οποίους, σε γενικές γραμμές αρέσει το status quo». Τους αρέσει το δικομματικό σύστημα, χωρίς να διακατέχονται από καμία επιθυμία για πραγματική αλλαγή. Είναι αρκετά χαρούμενοι που ζουν υπό την αιγίδα των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ.  Είναι απλώς το Κατεστημένο. Πρόκειται για μια κοινωνία που τους πάει γάντι.

Νωρίτερα μέσα στο 2018 ο Guardian δέχτηκε κριτική για τη δημοσίευση προπαγανδιστικών διαφημίσεων του καθεστώτος της Σαουδικής Αραβίας και τώρα βρίσκεται υπό εξονυχιστικό έλεγχο σχετικά με ένα, απ’ ότι φαίνεται, αναληθές άρθρο το οποίο ισχυρίζεται ότι ο σύμμαχος του Trump, Paul Manafort είχε επισκεφθεί τον εκδότη των Wikileaks Julian Assange στην Πρεσβεία του Εκουαδόρ. Η εκδοχή αυτή γρήγορα ξεσκεπάστηκε, και η εφημερίδα τώρα αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις όπως το πώς κατέληξαν να δημοσιεύουν τέτοιους ισχυρισμούς χωρίς στοιχεία. Κανένα άλλο μέσο μαζικής ενημέρωσης δεν επιβεβαίωσε το δελτίο.

Ο πρώην συντάκτης του Guardian, Jonathan Cook, επεσήμανε ότι «η κάλυψη της Λατινικής Αμερικής από τον Guardian, ειδικά των λαϊκιστικών αριστερών κυβερνήσεων που επαναστάτησαν εναντίον της παραδοσιακής και καταπιεστικής αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή, έχει επανειλημμένως εκνευρίσει αναλυτές και ειδικούς. Ιδιαίτερο δηλητήριό έχει χυθεί από τον Guardian για πρόσωπα της αριστεράς, όπως για τον Ούγκο Τσάβες της Βενεζουέλας, δηλαδή για δημοκρατικά εκλεγμένα πρόσωπα, ωστόσο επίσημους εχθρούς των Η.Π.Α., και όχι για τα πρόσωπα των δεξιών απολυταρχικών καθεστώτων της περιοχής, τα οποία και είναι τα αγαπημένα της Ουάσινγκτον».

Φαίνεται ότι ο Guardian λειτουργεί υπό την εκδοτική καθοδήγηση που ξεπερνάει κατά πολύ τα αναμενόμενα επίπεδα. Ξεκινώντας από τις συναντήσεις με δικηγόρους της HSBC για να αποφασίσουν ποιες πληροφορίες μπορούν και ποιες δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν, προκειμένου να προστατευτεί το διαφημιστικό της προφίλ, μέχρι την επιδρομή στις εγκαταστάσεις της που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των εγγράφων που δημοσιοποίησε ο Edward Snowden το 2013. Υπ’ αυτό το πρίσμα, πόσα από αυτά που δημοσιεύζει ο Guardian, ιδίως στα διεθνή, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δημοσιεύονται καλή τη πίστη;

Η ιστορική φήμη της εφημερίδας σημαίνει ότι την εμπιστεύονται οι προοδευτικοί πολίτες στη Λατινική Αμερική, αλλά οι αποχρώσεις πολύ συχνά χάνονται στη μετάφραση. Πολλοί λίγοι αντιιμπεριαλιστές συνειδητοποιούν, για παράδειγμα, ότι ο Guardian έχει υποστηρίξει στην πράξη όλες τις δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις επί τρεις δεκαετίες και, τούτου δοθέντος, σχεδόν με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι θα το κάνει ξανά εάν και εφόσον η κατάσταση στη Βενεζουέλα χειροτερέψει. Με ήδη μέτριες επιδόσεις στη χώρα, ο Guardian πιάστηκε το 2017 να δημοσιεύει προπαγάνδα για αλλαγή καθεστώτος στη βόρεια γειτονική χώρα της Βραζιλίας, με μερικούς από τους συντάκτες του που έχουν την έδρα τους στη Βραζιλία να την υπερασπίζονται μέσω κοινωνικών δικτύων. Δύο μέτρα και δύο σταθμά για τη Βενεζουέλα, την Ονδούρα και τη Βραζιλία, είναι μερικές από τις πιο προφανείς ενδείξεις.

Γιατί, τότε θα έπρεπε κανείς να υποθέσει, ότι θα αποτελούσε εξαίρεση η περίπτωση της Βραζιλίας από την πάγια τακτική κάλυψης του Guardian της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου; Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι Βορειοατλαντικοί σύμμαχοι προτιμούσαν να απομακρυνθεί το Κόμμα των Εργαζομένων (ΡΤ) από την εξουσία, για μια σειρά από εξαιρετικά προφανείς στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους, και όταν εξετάζεται συνολικά, η κάλυψη της Λατινικής Αμερικής από τον Guardian παρατηρείται ότι  ευθυγραμμίζεται με την εξωτερική πολιτική, έστω και αν αυτό γίνεται συχνά διακριτικά. Το ΝΑΤΟ έχει πλέον αποδεχθεί την Κολομβία ως συνδεδεμένο μέλος και είναι έτοιμο να κάνει το ίδιο και με τη Βραζιλία. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι τυχαίο.

Ο Guardian και το πραξικόπημα

Καθώς εξελίσσονταν οι διαδικασίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα του 2016, προέκυψαν ανησυχητικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα και παρεκκλίσεις στα ρεπορτάζ του Guardian. Οι ανησυχίες για τα επαναλαμβανόμενα και παραπλανητικά «απλά γεγονότα» σχετικά με τη διαδικασία μομφής κατά της Dilma Rousseff και την καταδίκη του Lula da Silva ενισχύθηκαν από την εμφάνιση σοβαρών και καταδικαστικών από πρώτο χέρι μαρτυριών για την απόκρυψη βασικών πληροφοριών και, πιο ανατριχιαστικά, από τη δημοσίευση υλικού στην εφημερίδα από άγνωστα πρόσωπα ή οντότητες.

Η δική μας μαρτυρία χρονολογείται πίσω στον Μάρτιο του 2015, την εβδομάδα της πρώτης οργανωμένης μαζικής διαμαρτυρίας, η οποία ζητούσε την αποπομπή της Dilma Rousseff, μόλις πέντε μήνες μετά την εκλογική της νίκη. Λάβαμε ένα email από έναν δημοσιογράφο του Guardian, ο οποίος παραπονιόταν για την κριτική που ασκήσαμε στην κάλυψη των εκλογών του 2014 από τα διεθνή ΜΜΕ. Μας ενθάρρυνε να επικεντρωθούμε σε πολιτιστικές ιστορίες, με απλά λόγια να αφήσουμε την πολιτική στους επαγγελματίες. Αυτό σαφώς δεν ήταν δυνατό, δεδομένων των εξελίξεων στη χώρα και δεδομένης της αποτυχίας του Guardian να τις καλύψει.

Με τη Rousseff αντιμέτωπη με αποπομπή, ο Guardian προέβη στη δημοσίευση μιας σειράς άρθρων καθόλη τη διάρκεια του επόμενου έτους, γεγονός το οποίο βοήθησε να ενισχυθεί η αντίληψη ότι η καφκική διαδικασία για την αποπομπή της ήταν και έντιμη και δίκαιη.  «Εκατομμύρια Βραζιλιάνοι διαμαρτύρονται κατά της κυβέρνησης του τρόμου» διακύρρητε η εφημερίδα. Ένα προφίλ της ακροδεξιάς ομάδας Libertarian MBL που χρηματοδοτούταν από τους αδελφούς Koch – και είναι μία από τους διοργανωτές αυτών των διαμαρτυριών – επέτρεψε στα μέλη της να ισχυριστούν αναμφισβήτητα, ότι η οργάνωσή τους υποστηριζόταν οικονομικά από την πώληση μπλουζών και αυτοκόλλητων.  Η χρηματοδότηση της MBL και του Δικτύου Atlas, στο οποίο ανήκει, αποκαλύφθηκε χάρη στην έκθεση που προέκυψε από έρευνα της Agencia Publica τον Ιούνιο του 2015, ωστόσο οι γράφοντες του Guardian της Βραζιλίας έμειναν παγερά αδιάφοροι μπροστά σε αυτήν την αποκάλυψη. Η αποκάλυψη του George Monbiot για το μαύρο χρήμα των αδελφών Koch που στηρίζουν ακροδεξιές/«φιλελεύθερες» ομάδες στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι το είδος της δημοσιογραφίας που χρειάζεται ο κόσμος. Ήδη από το 2015 οι συντάκτες του Guardian της Βραζιλίας γνώριζαν πολύ καλά ότι το ίδιο συνέβαινε και εδώ, παρόλα αυτά, όμως δεν είπαν κουβέντα.

Αυτό το προφίλ της Rousseff το 2015 συσχέτιζε περιφρονητικά την προσωπική της ιστορία αντίστασης και βασανιστηρίων με το πολιτικό της «πείσμα», το οποίο και θεωρήθηκε υπαίτιο για την κατάσταση της Βραζιλίας. «Τη δεκαετία του 1970 η Rousseff φυλακίστηκε και βασανίσθηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας χωρίς να ομολογήσει τα ονόματα των συντρόφων της που ανήκαν στη Μαρξιστική Αντίσταση. Σήμερα, όμως, η απροθυμία της να έρθει σε συζητήσεις και να χτίσει συμμαχίες θεωρείται ευρέως ως ο βασικός παράγοντας μιας πολιτικής κρίσης που την έχει καταστήσει τη λιγότερο δημοφιλή Πρόεδρο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1985».

Αυτό ήταν στην καλύτερη περίπτωση η βιτρίνα μιας προπαγανδιστικής αφήγησης υπέρ του πραξικοπήματος στη Βραζιλία προς ένα συμπονετικό ξένο ακροατήριο και φυσικά δεν υπήρχε κανένα ίχνος κρυφών κινήτρων, όπως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, δικαστικές διαμάχες ή εξωτερικές επιρροές. Η εντύπωση που έδινε, ήταν ότι η αποπομπή της ήταν δίκαιη και αναπόφευκτη.

Τον Μάρτιο του 2016, με τον πρώτο γύρο ψηφοφορίας του Κογκρέσου για την επικείμενη μοίρα της, η αδελφική εφημερίδα του Guardian, ο  Observer, δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης, στο οποίο επέμενε ότι «το καθήκον της Rousseff είναι απλό: αν δεν μπορεί να αποκαταστήσει την ειρήνη, πρέπει να ζητήσει νέες εκλογές – ή να φύγει» και υπαινισσόταν την απειλή μιας στρατιωτικής παρέμβασης. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, με τη διεθνή ανησυχία να αυξάνεται μπροστά στη φαιδρή αποπομπή της, οι Guardian/Observer απαιτούσαν ουσιαστικά την παραίτηση της Dilma και επιδοκίμαζαν την προσπάθεια των πραξικοπηματιών να καρατομήσουν την ηγεσία του Κόμματος των Εργατών. Δεν έχουν ποτέ επανορθώσει για αυτό το ιστορικό λάθος, αν πράγματι ήταν όντως ένα λάθος.

(συνεχίζεται)

Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.