(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Νέα Προοπτική, 8/12/2018, με την άδεια της συγγραφέως)

Σε όλες τις εποχές ο φόβος συνδεόταν πάντα με την πολιτική καταστολή και την επικείμενη τιμωρία των παραβατών του νόμου. Κατά τον Μιχαήλ Μπαχτίν, ιδρυτική στιγμή όλων των επίγειων εξουσιών είναι ίδια η καταπίεση, το ψέμα,  καθώς και το δέος και ο φόβος των υποταγμένων προς το κράτος.

Στη σημερινή εποχή της χωρίς προηγούμενο κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης, το υποκείμενο της νεωτερικότητας, αποσταθεροποιημένο, δυστυχισμένο, ταραγμένο εσωτερικά, κενό, υποχρεώνεται να ζει μέσα σε ένα κλίμα διάχυτου φόβου, ρευστού φόβου, κατά την έκφρασή του Μπάουμαν, ενός φόβου με τον οποίο θα έπρεπε να παλεύει κανείς όλη του τη ζωή ενάντια σε πραγματικούς και υποθετικούς κινδύνους. Η καταστροφή του κοινωνικού κράτους μέσα στις της συνθήκες παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που έχει επιβληθεί, έχει ενισχύσει τον ατομικισμό και έχει αδυνατίσει το αίσθημα της αλληλεγγύης. Η διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού και η αποξένωση τροφοδοτούν ένα διαρκές αίσθημα ανασφάλειας μπροστά σε ορατούς και αοράτους, απρόβλεπτους κινδύνους που τα απειλούν. Εστιάζοντας, με τη συνδρομή των ΜΜΕ, στο έγκλημα, την αύξηση της εγκληματικότητας και τους κινδύνους που απειλούν την ασφάλεια των ατόμων και την ιδιοκτησία τους, ενισχύει το αίσθημα της κοινωνικής ευαλωτότητας και αναπαράγει σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα παλιούς και νέους φόβους. Ανάμεσα σε αυτούς κεντρική θέση κατέχει ο φόβος της υποβάθμισης, της απαξίωσης, της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Μέσα σε αυτό το τοπίο των τεράστιων ανισοτήτων, όπου το 5% των πλουσιότερων ευρωπαίων κατέχει το 40% του συνολικού ιδιωτικού πλούτου, περί τα 120 εκατομμύρια ευρωπαίοι διατρέχουν τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, το καπιταλιστικό σύστημα αναπτύσσει διαρκώς τη στρατηγική του φόβου για να επιβάλει τον κοινωνικό έλεγχο των μαζών (3). Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι φανερό ότι οι κυρίαρχοι κατασκευάζουν κινδύνους για να ενσπείρουν και να καλλιεργήσουν όλο και περισσότερους φόβους στους καταπιεσμένους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πολιτικές που εφαρμόζονται παγκόσμια ενάντια στην τρομοκρατία. Όπως επισημαίνει ο Μπάουμαν: «το μεγαλύτερο μέρος της εκτιμώμενης απειλής από την παγκόσμια τρομοκρατία είναι μία φαντασιοκοπία που έχει μεγαλοποιηθεί και διαστρεβλωθεί από τους πολιτικούς. Είναι μία σκοτεινή απάτη που έχει εξαπλωθεί ασυζητητί από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο από υπηρεσίες ασφαλείας και από τα διεθνή ΜΜΕ. Σε μία εποχή στην οποία όλες οι μεγάλες ιδέες έχουν χάσει την αξιοπιστία τους,ο φόβος ενός φασματικού εχθρού είναι ό,τι έχει απομείνει στους πολιτικούς για να διατηρούν την εξουσία τους».(4)

Ιδιαίτερα σε στιγμές κοινωνικής αναταραχής, όταν το σύστημα κλυδωνίζεται από τους κραδασμούς που προκαλούν οι αντιδράσεις των από κάτω, τότε η βιοεξουσία αναπτύσσει τη στρατηγική του φόβου ως στρατηγική εξόντωσης των φοβογόνων αντικειμένων, δηλαδή αυτών που χαρακτηρίζονται από αυτήν ως επικίνδυνοι κοινωνικά, ως μη-κανονικοί, κατά την έκφρασή του Φουκώ. Τα σύνορα που χωρίζουν τους κανονικούς από τους μη κανονικούς, τους ενταγμένους από τους αποκλεισμένους, κοινωνικά καθορίζονται με βάση την εθνικότητα, το φύλο, την κοινωνική θέση (πρόσφυγες,τοξικομανείς, οροθετικοί, ψυχασθενείς, γυναίκες, ομοφυλόφιλοι κλπ).

Η βιοπολιτική που διαμορφώνεται και στηρίζεται στο φόβο επιβάλλεται με τη βία του Κράτους, των μηχανισμών και των οργάνων του, και την αμέριστη συνδρομή των ΜΜΕ. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας τέτοιας βιοπολιτικής ήταν και η διαπόμπευση των εξαρτημένων οροθετικών γυναικών το 2012 επί υπουργίας Λοβέρδου-Χρυσοχοΐδη.

Το 2012, εποχή τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης και κοινωνικής έντασης, όταν πολλοί άνθρωποι αυτοκτονούσαν για να μη χάσουν την αξιοπρέπειά τους ψάχνοντας στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, όταν ένα εκατομμύριο άνθρωποι διαδηλώνουν στο κέντρο της Αθήνας το Φλεβάρη του 2012 για να μην ψηφιστεί το δεύτερο μνημόνιο, όταν οι ταξικές συγκρούσεις είχαν πάρει απειλητικές για το σύστημα διαστάσεις, τοτε η βιοπολιτική πήρε το χαρακτήρα της θάνατοπολιτικής. Ο τότε Υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος ανέφερε μία υγειονομική διάταξη (39α του 1940) και σε συνεργασία με το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, επί υπουργίας Χρυσοχοΐδη, διοργάνωσε μία επιχείρηση όπου Αστυνομικοί συνέλαβαν σε γνωστές πιάτσες εξαρτημένες γυναίκες, που βρίσκονταν εκεί για τη δόση τους, τις υπέβαλαν με τη βία και με τη βοήθεια ειδικού ιατρικού συνεργείου του ΚΕΕΛΠΝΟ σε αιματολογικό έλεγχο για τον ιό του hiv, και τις 27 που βρέθηκαν θετικές στον ιό του HIV τις κράτησαν στη ΓΑΔΑ, μετά τις πήγαν στα δικαστήρια, και με την κατηγορία του κακουργήματος τις οδήγησαν στη φυλακή μέσα σε τραγικές συνθήκες, στα υπόγεια του Κορυδαλλού. Αφού είχαν παραβιάσει κάθε δεοντολογική και ηθική αρχή, ανακοινώνοντας την οροθετικότητα στο χώρο της αστυνομίας στις έντρομες γυναίκες που είχαν αρχίσει πια να έχουν στερητικά συμπτώματα,  έδωσαν στη δημοσιότητα όλα τα προσωπικά δεδομένα μαζί με τις φωτογραφίες τους.

Στην τηλεόραση, σε όλα τα δελτία ειδήσεων, στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, οι φρικτές εικόνες  αυτών των εμφανώς κακοποιημένων γυναικών κατέκλυσαν τη δημόσια σκηνή. Ο υπουργός Λοβέρδος τις χαρακτήρισε «υγειονομική βόμβα» ικανή να μεταδώσει τον ιό του hiv στους οικογενειάρχες και να καταστρέψει την ελληνική οικογένεια και κάλεσε όσους βρέθηκαν με αυτά τα διαπομπευμένα πρόσωπα να υποβληθούν σε δωρεάν έλεγχο για τον ιό. Οι συγκεκριμένες γυναίκες χαρακτηρίστηκαν ως εκδιδόμενες που σκόπευαν να μεταδώσουν τον ιό στους ανυποψίαστους πελάτες και κατηγορήθηκαν για κακούργημα. Τα σώματά τους παραμορφωμένα από τη χρήση, κακοποιημένα και απωθητικά εκτεθειμένα σε δημόσια θέα κατασκευάστηκαν ως επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία και την οικογένεια. Το κράτος διά στόματος Λοβέρδου Χρυσοχοΐδη εγγυήθηκε την προστασία του κοινωνικού σώματος, των οικογενειών, των κανονικών πολιτών από τα μιάσματα, ηθικά και βιολογικά.

Οι γυναίκες αυτές στιγματίστηκαν και υποβλήθηκαν σε ταπεινωτική βία, διαπομπεύτηκαν και εξοστρακίστηκαν. Η βία που ασκήθηκε πάνω τους παρουσιάστηκε ως κανονικότητα και ως προειδοποίηση για την τύχη των αποκλεισμένων. Ενσπείροντας τον φόβο για τον ιό του hiv, τον πανικό για μία πιθανή μόλυνση και τη συλλογική ενοχή, η βιοπολιτική οργάνωσε την εξόντωση του εσωτερικού εχθρού, των εστιών ανομίας, συσπειρωνοντας την κοινωνία ενάντιά τους, διοχετεύοντας έντεχνα την οργή για τα κοινωνικά δεινά στα πρόσωπα αυτών των συγκεκριμένων εξαρτημένων γυναικών. Στοχοποιώντας και εξοστρακίζοντας τα ξένα σώματα των αποκλινόντων από την κοινωνική νόρμα, επιχείρησε ουσιαστικά να χρησιμοποιήσει την κρίση ως μέσο νομιμοποίησης του καθεστώτος της καταστολής με γνώμονα τη δημόσια υγεία, την οικογενειακή γαλήνη, την έμφυλη πειθαρχία. «Ο συλλογικός φόβος απέναντι στον κίνδυνο αποσπά την προσοχή ανώτερων και κατώτερων στρωμάτων από τον αμοιβαίο φόβο ή δίνει στα δύο πρόσθετους λόγους για να φοβούνται τα πρώτα» (5).

Τα θύματα αυτής της επιχείρησης παράλληλα από το φόβο και την ντροπή εκμηδενίστηκαν ψυχικά, ανεπανόρθωτα τραυματισμένα. Πολλές αυτοκτόνησαν, άλλες ξαναγύρισαν στη χρήση ουσιών, μόνο δύο κατάφεραν να σωθούν. Ο φόβος που έντεχνα διασπείρεται και ο πανικός του προκαλεί χρησιμοποιείται πάντα ως συγκολλητική ουσία του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που κάποια κανάλια της τηλεόρασης χρησιμοποίησαν για να εμφανίσουν ως νόμιμη άμυνα το λιντσάρισμα του ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου από δύο νοικοκυραίους, μπροστά στα μάτια πολλών θεατών παρουσιάζοντας τον ως «επίδοξο ληστή, ομοφυλόφιλο και οροθετικό» κάποιον που θα μπορούσε να μπει στο σπίτι τους και να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των παιδιών τους.

Η θανατοπολιτική γίνεται πάντα πηγή  αφάνταστης κοινωνικής οδύνης, υιοθετώντας έναν κοινωνικό λόγο ανάλγητο, που στιγματίζει και αποκλείει όλο και πιο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, διαρρηγνύοντας αυτό που η γνωστή ψυχαναλύτρια Πιέρα Ολανιέ  αποκαλεί «ναρκισσιστικο συμβόλαιο». Το ναρκισσιστικό συμβόλαιο είναι «η σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στον κοινωνικό λόγο, σε όλη την ποικιλία και την ανομοιομορφία του, και σε ένα δεδομένο άτομο. Με βάση αυτή τη συμφωνία αποδίδεται σε αυτό μία θέση στο εσωτερικό του κοινωνικού χώρου, με την προϋπόθεση ότι αυτό θέλει πραγματικά να μοιραστεί την πολιτική και κοινωνική ομοφωνία η οποία περιβάλλει αυτό που θεωρείται αληθινό» (6).

Όλοι όσοι δεν υποτάσσονται στη βία του κοινωνικού λόγου δεν μπορούν να έχουν θέση μέσα στον κοινωνικό χώρο, εκτοπίζονται στο κοινωνικό περιθώριο, στις τάξεις των αποκλεισμένων. Αλλά το σπάσιμο του αρχικού συμβολαίου οδηγεί στο σπάσιμο, τη διάρρηξη του ίδιου του κοινωνικού δεσμού. Αυτή η διάρρηξη δημιουργεί πέραν των άλλων και μία γενικευμένη κρίση ταυτότητας. Το αίσθημα της ταυτότητας έχει δύο πλευρές: την προσωπική και την κοινωνική, που εγγράφει το συγκεκριμένο άτομο σε μία ομάδα, ένα έθνος, ένα λαό, μία κουλτούρα. Η διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού επηρεάζει αρνητικά και τις δύο πλευρές ταυτότητας, καταστρέφοντας το αίσθημα της αξιοπρέπειας, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του υποκειμένου. Αυτό, χάνοντας τους δεσμούς με την κοινωνική ομάδα χάνει και την αυτοεκτίμησή του, ταπεινώνεται, βυθίζεται στη ντροπή και τον φόβο (7). Τον φόβο ότι δεν θα μπορέσει να ζήσει χωρίς προσωπική και κοινωνική ταυτότητα, χωρίς κοινωνικά ερείσματα, χωρίς σημεία αναφοράς, σε ένα κόσμο που τον βιώνει ως ξένο, απρόσωπο, εχθρικό. Ζώντας υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, καταδικάζει τον εαυτό του στη σιωπή και την παραίτηση από κάθε κοινωνική διεκδίκηση.

Γίνεται φανερό ότι είναι ανάγκη, σήμερα που η κρίση καταστρέφει τη ζωή όλο και περισσότερων ανθρώπων οδηγώντας στον κοινωνικό αποκλεισμό, τροφοδοτώντας μία σειρά αρνητικά συναισθήματα, θυμό,οργή, φόβο, στην πλειοψηφία του πληθυσμού, είναι επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθούν στρατηγικές που ανοίγουν μία διέξοδο από τη σιωπή, την εξατομίκευση και την παραίτηση. Στρατηγικές που γεννούν καινούργιες μορφές κοινωνικού δεσμού μέσα από πολύμορφες συλλογικές δράσεις,* στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης μέσα από δίκτυα αλληλεγγύης. Γιατί η αναζήτηση νοήματος σε αυτό που συμβαίνει στον καθένα από μας και στην κοινωνία γενικότερα μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης εγγράφεται στο πεδίο των υποκειμενικών σχέσεων, τόσο εύθραυστων και υπό τη διαρκή απειλή της καταστροφής, μέσα στους όρους μιας κρίσης που μας κάνει ευάλωτους, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια της ανθρώπινης υπόστασης.

Μόνο σε αυτό το πεδίο της εγκαθίδρυσης ουσιαστικών σχέσεων επικοινωνίας και κοινωνικού δεσμού μπορεί να βρει κανείς ψυχική και ηθική στήριξη και τη δύναμη να αντισταθεί στις τρομακτικές πιέσεις των συναισθημάτων του φόβου, της ενοχής και της ντροπής, που πάνω τους υφαίνεται ο ιστός της βιοπολιτικής, που διαμορφώνει τους κώδικες της ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού. Μόνο μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο συλλογικής αντίστασης και συλλογικών δράσεων έναντι στη βιοεξουσία μπορεί να γίνει και συλλογική επεξεργασία του τραύματος, της κρίσης, της κοινής εμπειρίας και της κοινής οδύνης ώστε να δοθεί νέο νόημα στη ζωή και να αναδυθεί η ελπίδα. Γιατί η ελπίδα  απαιτεί τη συμμετοχή, τη συσπείρωση σε συλλογικότητες, κοινότητες, τυπικά η άτυπα κοινωνικά πλαίσια, όπως έχει αναλύσει η Μπετίνα Ντάβου στην έρευνα της για το συναισθηματικό κλίμα και την πολιτική συμπεριφορά στην Ελλάδα της κρίσης (8).

Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Και όπως λέει ο μεγάλος ποιητής Holderlin: «Εκεί που συνωστίζονται οι κίνδυνοι, ανθίζει η ανάγκη για σωτηρία».

1. Αντώνης Χατζημωυσής, Ο φόβος (DEMO 2,Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)
2. Corey Robin, Φόβος, H ιστορία μιας πολιτικής ιδέας, εκδ.Αλεξάνδρεια.
3. Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο της Ευρώπης, Εφημερίδα Συντακτών,30-11-2018
4. Zygmunt Bauman, Ρευστός φόβος,εκδ.Πολύτροπον,2007
5. Corey Robin, Φόβος, H ιστορία μιας πολιτικής ιδέας, εκδ.Αλεξάνδρεια
6. Maria Del Pilar Simenez Silva “Ψυχολογικές συνέπειες της κοινωνικής βίας, Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση” στο Εξουσία, βία, πόνος, επιμ.Κλήμης Ναυρίδης εκδ.Καστανιώτης,σελ.333-347.
7. Vincent de Gaulejac,Les sources de la honte,Desclee de Brouwer, 2008 σ.137-138
8. Μπετίνα Ντάβου, “Συναισθηματικό κλίμα και πολιτική συμπεριφορά στην Ελλάδα της κρίσης” Ουτοπία Νο 126, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2018, σελ.31-45

* Η Κατερίνα Μάτσα είναι ψυχίατρος,  τ. διευθύντρια και επιστημονικά υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ, και βασικό μέλος της συλλογικότητας Συλλογικές δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης για το 18 ΑΝΩ. Οι συλλογικές δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης γεννήθηκαν το φθινόπωρο του 2012 έπειτα από την ανάγκη θεραπευόμενων και θεραπευτών του 18 Άνω να αντισταθούν και να δράσουν  συλλογικά στην Ελλάδα της κρίσης. Η ομάδα δράσεων για το 18 Άνω συναντιέται σε εβδομαδιαία βάση. Κάθε Δευτέρα 14:30-16:00,  Μπόταση 11, 1ος όροφος Εξάρχεια.
Μέλη της συμμετέχουν και παρίστανται σε συνελεύσεις συλλογικοτήτων με στόχο τη συνδιοργάνωση της κάθε  δράσης.