Δημοσιεύτηκε στο Brasil Wire και μεταφράζεται με την άδεια του Μέσου. Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε το πρώτο μέρος.

Σε αυτο το σημείο, κάποιος αρθρογράφος της εφημερίδας στη Βραζιλία επικοινώνησε ιδιωτικά και εξήγησε ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο Jonathan Watts ήξεραν ποιος έγραφε αυτά τα άρθρα και τους τίτλους εναντίον της Rousseff. Εάν οι υπεύθυνοι για την κάλυψη των γεγονότων στη Βραζιλία δε γνώριζαν, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος ήταν πίσω από αυτούς. Αυτή η ερώτηση δεν απαντήθηκε ποτέ ούτε και έχει αναγνωριστεί το πρόβλημα.

Η κάλυψη κάθε διαμαρτυρίας κατά της Dilma έρχεται σε αντίθεση με τη σπάνια αναφορά του Guardian στις μόνιμες διαδηλώσεις και την αντίσταση ενάντια στο πραξικόπημα, ένα μοτίβο λογοκρισίας δια της παράλειψης, το οποίο και συνεχίστηκε μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Temer. Αυτό αντικατοπτρίζει μια αποτυχία χρόνων, όχι μόνο από την πλευρά του Guardian, για να εκπροσωπήσει, να συμβουλευτεί ή να δώσει βήμα στους προοδευτικούς, τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα της Βραζιλίας, χωρίς να τους δίνει μια εξωτική και απολιτίκ διάσταση. Σε μια σπάνια περίπτωση, κατά την οποία ο Guardian όντως αναγνώρισε το κίνημα αντίστασης ενάντια στο πραξικόπημα, κατά τη διάρκεια της ίδιας της αποπομπής της Dilma, το έπραξε με την προειδοποίηση ότι «πολλοί από αυτούς που διαμαρτύρονταν δεν υποστήριζαν τη Dilma ή το κόμμα της». Ακόμα και η λέξη πραξικόπημα, στις ελάχιστες περιπτώσεις που εμφανίστηκε, χρησιμοποιήθηκε  ειρωνικά μέσα σε εισαγωγικά.

Μόνο όταν πλέον η Dilma είχε απομακρυνθεί, άλλαξε ο τόνος του απέναντί της.

Η τεκμηριωμένη εμπλοκή του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στην έρευνα κατά της διαφθοράς «Lava Jato» (γνωστή και ως το «Πλυντήριο Αυτοκινήτων») αποτελεί ταμπού για τα μέσα ενημέρωσης και η αυτο-λογοκρισία είναι πολύ αποτελεσματική, σε τέτοιο βαθμό όπου ακόμα και η δημόσια παραδοχή του Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ Kenneth Blanco το 2017, κατά την οποία καυχιόταν για τη συμμετοχή του στην επιχείρηση και για την επιδοκιμασία της δίωξης του πρώην Προέδρου Lula, απουσιάζει από κάθε σχετική κάλυψη της υπόθεσής του από τον Guardian. Όταν, στα πλαίσια μιας προσωπικής συζήτησης, ένας από τους συντάκτες του Guardian δέχτηκε την προκλητική ερώτηση γιατί η ανάμειξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στην υπόθεση δε δημοσιεύτηκε από τον Guardian, αυτός ισχυρίστηκε ότι «το κοινό δεν θα ενδιαφερόταν για μια τέτοια πληροφορία».

Καθ 'όλη τη διάρκεια της δίωξης του Lula, η υπεράσπισή του  παραχώρησε επανειλημμένα συνεντεύξεις Τύπου κατά τις οποίες εξήγησε την ίδια την υπόθεση, για παράδειγμα, πώς κατέπεσαν οι αρχικές κατηγορίες περί χρηματισμού του Lula από την Petrobras. Ο Guardian δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτές και σπάνια, αν δηλαδή συμμετείχε και ποτέ σε αυτές, συμπεριλαμβάνοντας έτσι λανθασμένα την κατηγορία του χρηματισμού από την Petrobras στην περιγραφή της φυλάκισης του Lula όταν η πραγματική κατηγορία ήταν «απροσδιόριστες πράξεις», που σχετίζονταν με τη «διαφθορά» μέσω μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν ποτέ, σε ένα παραθαλάσσιο διαμέρισμα, για το οποίο δεν υπήρξε καμία απόδειξη ότι ανήκε στην ιδιοκτησία του Lula. Για το λόγο αυτό φυλακίστηκε για 9 χρόνια, τα οποία αυξήθηκαν εκδικητικά σε 12 μετά την έφεση, και του αρνήθηκαν το δικαίωμα habeas corpus (το δικαίωμα της ατομικής ελευθερίας του πολίτη έναντι της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης του) μόνο μετά από παρέμβαση κορυφαίου στρατιωτικού στρατηγού.   

Πόσο παράξενη, ακόμη και από την άποψη της βασικής δημοσιογραφικής περιέργειας, είναι η πεισματική αδιαφορία για νέες πληροφορίες, και μάλιστα για γεγονότα διόλου ασήμαντα που αλλάζουν εντελώς την αντίληψη της μεγαλύτερης πολιτικής ρήξης της χώρας για δεκαετίες.

Τον Ιούνιο του 2018, η Dilma Rousseff επισκέφθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο, περιοδεύοντας σε πανεπιστήμια, συνδικάτα και μέσα ενημέρωσης. Η διωχθείσα Πρόεδρος έδωσε μια δίωρη συνέντευξη στον Jonathan Watts του Guardian, με έναν συντάκτη και άλλους παρόντες, όπου περιέγραψε πώς η δίωξη του Lula ήταν η «δεύτερη φάση» του Πραξικοπήματος το οποίο και την απέπεμψε και ισχυρίστηκε ότι θα άνοιγε την πόρτα για την άνοδο του νεοφασίστα Jair Bolsonaro. Για κάποιο λόγο ο Guardian δεν δημοσίευσε την αποκλειστική συνέντευξη με την πρώτη γυναίκα αρχηγό του μεγαλύτερου έθνους της Λατινικής Αμερικής, ούτε παραθέτει την προφητική προειδοποίηση της.

Αντιθέτως, κατά την διάρκεια του έτους 2016/17, ο Guardian δημοσίευσε όχι ένα, αλλά τρία γράμματα από τον Βραζιλιάνο πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο σε μια έκρηξη δημοσίων σχέσεων που ξεκίνησε από την μετα-πραξικοπηματική κυβέρνηση του Temer, επιμένοντας ότι όλα πήγαιναν καλά με την δημοκρατία στην χώρα του.

Θόρυβος στο φόντο

Ο Guardian και οι συντάκτες του ήταν οι πρώτοι που συμπέραναν ότι οι οι διαμαρτυρίες που σάρωσαν την Βραζιλία το 2013 ήταν με οποιοδήποτε τρόπο «Αντι-Dilma», πριν να έχουν αρχίσει στην πραγματικότητα να αποκτούν δεξιά χαρακτηριστικά. Με την αποτυχία του να το εξηγήσει σωστά, έδωσε επίσης την εντύπωση ότι η ίδια η Rousseff ήταν υπεύθυνη για την στρατιωτική αστυνομική βία που ασκήθηκε ενάντια στις διαδηλώσεις. Στην πραγματικότητα, ο τότε πιθανός μελλοντικός αντίπαλος, κυβερνήτης του Σάο Πάολο με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, Geraldo Alckmin, ήλεγχε την Policia Militar. Ο δήμαρχος του Σάο Πάολο, Fernando Haddad είπε πριν από λίγους μήνες ότι «δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο Alckmin έδωσε την διαταγή» για την επίθεση στους διαδηλωτές και τους δημοσιογράφους, με την κατακραυγή σε αυτήν την πράξη να οδηγεί δεκάδες με εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους μέσα στις μέρες που ακολούθησαν.

Το 2014 ήταν η περίοδος των πανταχού παρόντων «αμφιβολιών σχετικά με την ετοιμότητα της Βραζιλίας να φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο», με φρικιαστικές ιστορίες βίας και αναμενόμενων μαζικών διαμαρτυριών σαν αυτές που είχαν γίνει έναν χρόνο πριν. Τέτοιες προβλέψεις κοινωνικής κατάρρευσης κατά την διάρκεια του έτους επιλογής του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποδείχτηκαν μια ντροπιαστική αποτυχία των ξένων Μέσων στην χώρα.

Στις εκλογές που ακολούθησαν, ο Guardian έριξε το βάρος του στην Marina Silva, απεικονίζοντάς την ως τη γνησίως προοδευτική υποψήφιο για να νικήσει την εν ενεργεία Dilma Rousseff του Εργατικού Κόμματος. Αυτή ήταν μια παραμυθένια εκδοχή της ευαγγελικής χριστιανής και πρώην οικολόγου υποψηφίου, που έφερνε μαζί της μια παρόμοια νεοφιλελεύθερη πλατφόρμα σε αυτήν του υποψηφίου που τελικά υποστήριξε, τον «Υπέρ των Επιχειρήσεων» Aecio Neves. Ο Neves θα αρνιόταν να παραδεχτεί την ήττα του, θα καλούσε τους υποστηρικτές του στους δρόμους και θα ορκιζόταν να κάνει την δεύτερη κυβερνητική εντολή της Rousseff αδύνατη, με το κόμμα των σοσιαλδημοκρατών, PSDB, να ξεκινάει την συλλογή υπογραφών για την καθαίρεσή της, που θα υποστήριζε η Marina Silva, έχοντας χάσει από αυτήν σε δύο συνεχόμενες εκλογές.

Το καρναβάλι πάντα παρέχει ένα γραφικό υπόβαθρο για οποιαδήποτε βραζιλιάνικη ιστορία. Μετά την επανεκλογή της Rousseff, το 2015 ο Guardian έγραφε «η Βραζιλία περιορίζει τις δραστηριότητες του Καρναβαλιού καθώς η αποδυναμωμένη και αδύναμη οικονομία επιμένει». Τροφοδοτώντας ξανά την αφήγηση του αποτυχημένου κράτους, η εφημερίδα διπλασίασε τις προσπάθειές της να καλύψει την κρίση για το νερό του São Paulo, παρά την προ τριών μηνών βροχόπτωση που έσπασε ρεκόρ στην πληγείσα περιοχή. Στην πραγματικότητα, το καρναβάλι του São Paulo το 2015, ήταν τότε το μεγαλύτερο. Στην περίοδο του 2016 πριν από το πραξικόπημα, στην προσπάθεια ενίσχυσης μιας ρητορικής υπέρ της αποπομπής της Rousseff, ο Guardian έγραφε «Οι λάτρεις του Καρναβαλιού της Βραζιλίας αντιμετωπίζουν μια θλιβερή κατάσταση, καθώς η χώρα βυθίζεται στην ύφεση». Το 2017 ο τίτλος της Guardian σχετικά με την πολιτικοποίηση του Καρναβαλιού πρότεινε τη συμπερίληψη μηνυμάτων διαμαρτυρίας κατά της Dilma Rousseff παρά το γεγονός ότι αυτή είχε αποπεμφθεί από το αξίωμά της ήδη από το προηγούμενο έτος.

Το 2018, στην μόλις μία πρόταση περίληψή του, σχετικά με το Tuiuti, που αποτυπώνει το πνεύμα της εποχής, ο Guardian αφαίρεσε τη λέξη νεοφιλελεύθερος από την βαμπιρική αναπαράσταση του Προέδρου  Michel Temer από τη Σχολή της Σάμπα- κάτι που ακόμη και η Globo δεν είχε λογοκρίνει. Παρότι αν και μόνο στα λόγια υπερασπίζεται τον αγώνα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία στον Βορρά, δεν κάνει το ίδιο και για τη Λατινική Αμερική και η στρατηγική του αποτυχημένου κράτους με τη «Βραζιλία ως τέρας» έμοιαζε καλύτερη.

(Συνεχίζεται)