του Παύλου Γεωργιάδη

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητάει νέους στόχους

Με τον ρυθμό που κινείται αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνει να αποκλίνει ελαφρώς από τις δεσμεύσεις της για μείωση των εκπομπών κατά 40 τοις εκατό έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Αυτός ο στόχος ενδέχεται σύντομα να αλλάξει και οι συσχετισμοί που θα προκύψουν στο επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντός του 2019, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο για τη διατήρηση αυτού του ρυθμού δράσης.

Τον Ιούνιο του 2018, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι συμφώνησαν μία σειρά από νέα, πιο φιλόδοξα μέτρα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση. Αν αυτά εφαρμοστούν, θα βοηθήσουν την ΕΕ να επιτύχει τους συνολικούς στόχους που σχετίζονται με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Ευρώπη πλέον συζητά την αναθεώρηση της δέσμευσής της ιδίας για το 2030, επιδιώκοντας ακόμα μεγαλύτερες περικοπές στις εκπομπές.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλά εμπόδια. Ενώ χώρες όπως η Βρετανία (της οποίας το μέλλον εντός της ΕΕ είναι αβέβαιο) και η Ολλανδία έχουν δεσμευτεί να σταματήσουν την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα, η Ελλάδα και η Πολωνία κατασκευάζουν αυτή τη στιγμή νέες μονάδες καύσης λιγνίτη και κάρβουνου αντίστοιχα. Επίσης, οι κυβερνήσεις της Ένωσης κινούνται αργά στο να περιορίσουν τη ρύπανση που προέρχεται από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουν μείνει πίσω

Σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού, ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα υποσχέθηκε τη μείωση έως το 2025 των εκπομπών άνθρακα των ΗΠΑ κατά 26 έως 28 τοις εκατό, σε σχέση με τα επίπεδα του 2005. Αυτό είναι ένα ήδη δύσκολο έργο, μιας και αποδεικνύεται δύσκολο να καθαριστούν τομείς όπως οι μεταφορές και η βαριά βιομηχανία. Ωστόσο, η ρύπανση από την παραγωγή ενέργειας στην χώρα μειώνεται γρήγορα, καθώς παρατηρήθηκε στροφή στο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Όμως ο πρόεδρος Τραμπ απέρριψε εντελώς τη συμφωνία του Παρισιού και τώρα λαμβάνει μέτρα για να ακυρώσει τη νομοθεσία του Ομπάμα για την προστασία του κλίματος. Πρώτα δείγματα γραφής ήταν η μείωση των προτύπων σχετικά με τους ρύπους των αυτοκινητων και των μικρών φορτηγών, σύμφωνα με τα οποία η αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες θα έπρεπε να διπλασιάσουν την αποδοτικότητα των οχημάτων σε καύσιμα έως το 2025. Ορισμένες πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας, ακολουθούν τις δικές του πολιτικές για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της χρήσης ηλεκτρικών οχημάτων. Τα μέτρα αυτά ίσως όμως να μην επαρκούν για να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε στην κλιματική νομοθεσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο.


(Alexandros Michailidis / SOOC)

Προς το παρόν, οι ΗΠΑ μένουν πολύ πίσω σχετικά με τις δεσμεύσεις τους στο Παρίσι. Αυτό, με τη σειρά του, αναμένεται να δυσκολέψει τις μελλοντικές κυβερνήσεις, που θα χρειαστεί να επιδιώξουν ακόμη περισσότερες περικοπές στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, κάτι που είναι απαραίτητο για να κρατηθεί η θερμοκρασία του πλανήτη αρκετά κάτω από τους 2 βαθμούς.

Κίνα: η υπάρχουσα δέσμευση είναι «εξαιρετικά ανεπαρκής»

Οι ειδικοί λένε πως η Κίνα υπέβαλε μια σχετικά εύκολη δέσμευση στο Παρίσι, ότι δηλαδή οι συνολικές εκπομπές θα κορυφωθούν γύρω στο 2030 και η χώρα θα παράγει το 20% της ενέργειάς της από μη ορυκτές πηγές. Η αχανής χώρα φαίνεται να είναι σε καλό δρόμο προς την επίτευξη αυτών των στόχων, με την κυβέρνηση να επενδύει σε καθαρότερες πηγές όπως η ηλιακή, η αιολική αλλά και η πυρηνική ενέργεια. Την ίδια στιγμή, η Κίνα πλέον πουλάει περισσότερα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και λεωφορεία απ’ ότι όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί. Οι αναλυτές αναμένουν πως η ζήτηση της Κίνας για άνθρακα θα εξαντληθεί στα μέσα της δεκαετίας του 2020.


Κίνα – Το Φράγμα των Τριών Φαραγγιών είναι ο μεγαλύτερος υδροηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ενέργειας στον κόσμο (wikimedia)

Ωστόσο, οι ειδικοί χαρακτηρίζουν την υπάρχουσα δέσμευση της Κίνας ως “εξαιρετικά ανεπαρκή” και επισημαίνουν πως η χώρα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της σε σημαντικό βαθμό, ώστε να κρατήσει την υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς. Οι εκπομπές άνθρακα της χώρας, για παράδειγμα, θα πρέπει πιθανότατα να μειωθούν σημαντικά μέχρι το 2030 και όχι απλά να εξομαλυνθούν.

Η Ινδία σημειώνει πρόοδο

Η Ινδία, η οποία εδώ και πολλά χρόνια υποστήριζε ότι οι πλουσιότερες χώρες πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, έκανε μία λιγότερο περιοριστική δέσμευση σε σχέση με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η χώρα δεσμεύτηκε να εγκαταστήσει περισσότερες μονάδες καθαρής ενέργειας και να βελτιώσει την ένταση του άνθρακα (την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται ανά μονάδα ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος), επιτρέποντας παράλληλα την αύξηση των συνολικών εκπομπών έως το 2030. Σύμφωνα με αυτή τη δέσμευση, οι εκπομπές ρύπων ανά άτομο θα ήταν πιθανότατα χαμηλότερες από τις εκπομπές της Αμερικής ή της Κίνας.


Το θερμοηλεκτρικό ηλιακό εργοστάσιο India One στο Ρατζαστάν αποτελείται από 770 παραβολικά φωτοβολταϊκά πιάτα και παρέχει ηλεκτρική ενέργεια και ζεστό νερό για 25.000 ανθρώπους (wikimedia)

Με βάση τις πρόσφατες τάσεις στη βιομηχανία της ενέργειας, είναι πλέον πιθανό η Ινδία να μπορέσει να ξεπεράσει αυτούς τους στόχους. Καθώς το κόστος παραγωγής ηλιακής ενέργειας πέφτει και η αγορά αλλάζει, η χώρα ενδέχεται να περιορίσει τα σχέδιά της για την κατασκευή νέων μονάδων άνθρακα. Ωστόσο, η πορεία των εκπομπών της χώρας παραμένει αβέβαιη. Εξάλλου, η ινδική κυβέρνηση ζήτησε οικονομική βοήθεια από άλλες χώρες για να καταφέρει να επιταχύνει τις κλιματικές της προσπάθειες.

 

Στη Βραζιλία και την Ινδονησία απειλούνται τα δάση

Η Βραζιλία και η Ινδονησία είναι οι έβδομοι και όγδοοι μεγαλύτεροι παραγωγοί αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή ο γεωργικός τομέας στις χώρες αυτές εξακολουθεί να αποψιλώνει τα πλούσια σε άνθρακα τροπικά δάση. Καθώς τα δάση καίγονται, όλος αυτός ο άνθρακας εκλύεται στην ατμόσφαιρα.


Το τροπικό δάσος του Αμαζονίου υφίσταται μια συνεχή διαδικασία μετατροπής σε γεωργικές εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων βοσκοτόπων για ζώα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 (wikimedia)

Στο Παρίσι, οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν να εντείνουν τις προσπάθειες για καλύτερη προστασία των δασών τους, κάτι που αποδεικνύεται πολύ δύσκολο στην πράξη. Στη Βραζιλία, τα ποσοστά αποδάσωσης του Αμαζονίου έχουν αυξηθεί από το 2012, μετά από αρκετά χρόνια πτώσης. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Jair Bolsonaro, ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα τον Ιανουάριο, έχει δηλώσει δημόσια πως θα αποσύρει τις κρατικές εγγυήσεις για το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, προκειμένου να προωθήσει την κτηνοτροφία και την υλοτομία.

Η Ινδονησία από την άλλη, προσπαθεί να περιορίσει την δραστηριότητα της βιομηχανίας παραγωγής φοινικέλαιου και χαρτιού που καταπατά τα δάση και τους τυρφώνες της. Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει σχέδια για διπλασιασμό της ηλεκτροπαραγωγής από καύση άνθρακα μέχρι το 2025, γεγονός που θα αυξήσει περαιτέρω τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα.

Τί συμβαίνει από εδώ και μετά;

Αρκετές από τις δεσμεύσεις που έκαναν τα κράτη του κόσμου στο Παρίσι παραμένουν αρκετά αδιαφανείς. Πολλές κυβερνήσεις διατηρούν μία ασάφεια σχετικά με τις συγκεκριμένες πολιτικές που λαμβάνουν ή προτίθενται να λάβουν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δεν υπάρχει ακόμη επίσημος μηχανισμός για την ποσοτικοποίηση της προόδου που γίνεται, με αποτέλεσμα οι όποιες αποφάσεις να βασίζονται σε χονδρικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν οι κυβερνήσεις του κόσμου βαδίζουν ικανοποιητικά προς την εκπλήρωση των δεσμεύσεων τους. Αυτό, φυσικά, καθιστά δύσκολο το να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλει η κάθε χώρα ώστε να παραμείνει η υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους 1,5 βαθμούς.

Ζητούμενο, λοιπόν, είναι η αύξηση της διαφάνειας σχετικά με την πρόοδο που κάνουν τα κράτη στη μείωση των εκπομπών τους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διευκολύνει τις χώρες στην επίτευξη των στόχων τους για το κλίμα. Καθώς οι αποφάσεις για ανάληψη εντονότερης δράσης εναπόκειται στις εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις, εξακολουθεί να είναι ασαφές το κατά πόσο σκοπεύουν να το κάνουν.

Με τους σημερινούς πολιτικούς να αποφεύγουν να ανοίξουν έναν εις βάθος διάλογο με τις κοινωνίες για την απαραίτητη μετάβαση σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, η επίλυση του προβλήματος μετατίθεται συνεχώς για το μέλλον, ως καυτή πατάτα που θα κληθούν να διαχειριστούν οι σημερινοί και μελλοντικοί νέοι.