Η συζήτηση για την προέλευση των χριστουγεννιάτικων εθίμων είναι το αγαπημένο κερασάκι στη χριστουγεννιάτικη δημοσιογραφική τούρτα. Αρχίζουμε από τα γνωστά:

Το δέντρο δεν είναι ελληνικό, αλλά για την ακρίβεια δεν είναι καν ευρωπαϊκό έθιμο. Ήταν μόνο γερμανικό και σκανδιναβικό, εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και ήρθε και σε μας. Ήρθε με τον Όθωνα, πρώτα στο Ναύπλιο και μετά και στην Αθήνα, όταν στόλισαν τα ανάκτορα το 1833 και τότε περίπου το γνώρισαν και οι Άγγλοι. (Και τώρα το χριστουγεννιάτικο δώρο μου στους αναγνώστες του TPP: τα Λαογραφικά Σύμμεικτα του Ν. Πολίτη διαθέσιμα δωρεάν στο διαδίκτυο. Στη σ. 100 τα περί δέντρου). Το σχετικό άρθρο του Ν. Πολίτη δημοσιεύεται το 1879 και αναφέρει ότι 40 χρόνια νωρίτερα το έθιμο «επεξετάθη βαθμηδόν εις Ουγγαρίαν και εις άλλας χώρας του αυστριακού κράτους, όπου πρότερον ήτον καθ’ ολοκληρίαν άγνωστον». Το περίφημο ελληνοπρεπές καράβι, από την άλλη, το κρατούσαν παιδιά λέγοντας τα κάλαντα, προφανώς μόνο στη νησιωτική Ελλάδα, ενώ στην ηπειρωτική κρατούσαν ομοίωμα της αγιάς-Σοφιάς, και στις δύο περιπτώσεις ως βραδοφάναρο. Δεν το προτείνω, αλλά εκτιμώ ότι αυτό σημαίνει ότι μπορείτε αν θέλετε να στολίσετε την αγιά-Σοφιά σπίτι σας.

Δώρα Χριστουγέννων επίσης δεν είχαμε, γιατί δεν είχαμε δώρα γενικά. Στην καλύτερη περίπτωση ανταλλάσσονταν γλυκίσματα και κρασί ή τίποτα, αλλά η σημερινή συνήθεια είναι πολύ πρόσφατη. (Εδώ χρειάζεται προσοχή. Ισχύει ό,τι και στην ιστορία του φαγητού: δεν αρκεί η πληροφορία πως κάτι συνέβαινε. Πρέπει να ρωτάμε σε πόσους και πού συνέβαινε αυτό που διαβάζουμε.)

Η γαλοπούλα είναι το αουτσάιντερ που κάνει την έκπληξη: Γαλοπούλα τρώγαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη ήδη τον 16ο αιώνα. Η προτίμηση της γαλοπούλας υπάρχει αργότερα τον 19ο αιώνα στις δυτικομαθημένες οικογένειες της Πόλης, της Σμύρνης, της Αθήνας και οι γαλοβοσκοί κατέβαζαν τα κοπάδια τους στις πόλεις για πούλημα πριν από τα χριστούγεννα (αυτό το έκανε και ο παππούς μου). Δεν είναι δηλαδή το πιο παλιό ελληνικό έθιμο, αλλά έχει μια ιστορία όση περίπου το εθνικό μουσικό μας όργανο, το κλαρίνο. Είναι δηλαδή πιο παλιά από όσο θα υπέθεταν όσοι την ειρωνεύονται κάθε χρόνο.

Το έθιμο που φαίνεται ότι έχει ένα βάθος χρόνου είναι η βασιλόπιτα. Είναι αυτό που θα βρούμε μαζί με συναρπαστικές λεπτομέρειες μιας χαμένης τέχνης, της «ψωμοκεντήστρας», και για το οποίο ο Λουκάτος αναφέρει τη φοβερή φράση: «το κομμάτι του φτωχού είναι η εξιλέωση και η εξουδετέρωση του “φθόνου”, για τα αγαθά που δίνει στους ευτυχείς το συμπόσιο της βραδιάς». Στο χωριό του πατέρα μου δεν αντάλλασσαν δώρα και οι κουραμπιέδες λέει δεν τρώγονταν γιατί σπάνιζε η ζάχαρη – έτσι εξηγείται και το ότι είχαν δόντια, αυτοί οι άνθρωποι που δεν είχαν οδοντόβουρτσες.

Άγιος Βασίλης: Ο Άγιος Βασίλης ενσαρκώνει όντως το πνεύμα των χριστουγέννων. Των καταναλωτικών χριστουγέννων. Και είναι το πνεύμα τους κυριολεκτικά, ιστορικά, ως επινόηση. Αυτό ακριβώς κλήθηκε να ενσαρκώσει όταν επινοήθηκε αυτή η αλλόκοτη παχουλή μορφή, που δεν οφείλεται στην Coca Cola, όπως συνήθως πιστεύεται. Ο παραδοσιακός Father Christmas δεν  έφερνε δώρα. Η μορφή που αναγνωρίζουμε σήμερα εδραιώνεται με αυτό που αποκαλούν παιδοκεντρική οικογένεια. (Η ανάλυση και τα ιστορικά στοιχεία από εδώ)  Έλυνε το πρόβλημα ενός νέου τύπου συναισθηματισμού, στον οποίον τα δώρα θα απέκρυπταν την απρόσωπη μαζική διαδικασία με την οποία παράγονται και θα πασαλείφονταν με το δανεικό συναίσθημα του κυρίου με το μούσι και τα κόκκινα ρούχα. Αυτό που είναι αυτονόητο για μας σήμερα, η μαζική παραγωγή, ήταν πρόβλημα στην αρχή των πρώτων δειλών βημάτων του βιομηχανικού πολιτισμού. Η κατανάλωση φαινόταν άχαρη. Και σήμερα, κανείς δεν θέλει να καταναλώνει το παραγόμενο προϊόν της εργασιακής δουλείας στον τρίτο κόσμο. Θέλει να ανοίγει την κάλτσα του Άγιου Βασίλη, ενός καλόκαρδου τροφαντού γέρου που λατρεύει τα παιδάκια. Θα έχετε παρατηρήσει ότι αυτός ο άγιος δεν μοιάζει καθόλου με τους άλλους αγίους μας, και αυτή είναι περίπου η εξήγηση.

Έχω δεχτεί επιπλήξεις για το ότι υπερασπίστηκα την πράξη δασκάλας που είπε στα παιδιά πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Το ίδιο συνέβη και με τον μισητό πρόεδρο των ΗΠΑ, που ρώτησε έναν 7χρονο αν πιστεύει ακόμα στον Άγιο Βασίλη, συμπληρώνοντας ότι «ηλικιακά είσαι στο όριο».

Βρίσκω το ζήτημα πολύπλοκο. Ξεκινώ από το ότι η μαγεία υπάρχει σε κάθε παραμύθι που τα παιδιά παριστάνουν ότι το πιστεύουν. Ο μύθος κατοικεί σε αυτή την ενδιάμεση περιοχή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, όπου η διάψευση δεν διαψεύδει, για παρόμοιους λόγους που κάνουν ένα παιδί να γελάει με την Πέππα το γουρουνάκι, χωρίς να χαλάσει η ευχαρίστηση αν επισημάνει κανείς ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αν τα πράγματα ήταν πιο απλά, θα μπορούσαμε να διαλύσουμε τους παιδικούς εφιάλτες εξηγώντας ότι τα φαντάσματα δεν υπάρχουν.

Ζούμε όμως απολαμβάνοντας αυτές τις παραδόσεις ακριβώς διότι ανθρώπινα δεν ενδιαφέρει μόνο το μοιρογνωμόνιο της ιστορικής αλήθειας, αλλά η πρακτική βίωσή τους στη ζωή μας, η σημασία τους για τη συνύπαρξή μας.

Θυμίζω ότι η διερώτηση γύρω από το τι ανήκει αληθινά στο πνεύμα των χριστουγέννων δεν είναι μόνο ελληνική. Αντιστοίχως συζητούν οι Άγγλοι αν υπάρχει θέση για τη Yorkshire pudding στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή οι New York Times δημοσιεύουν άρθρο με τίτλο Τίποτε δεν είναι πιο αμερικάνικο από το να τρως κινέζικο τα Χριστούγεννα. Η παράδοση αυτή έχει ξεκινήσει γιατί οι πρώτοι κινέζοι μετανάστες δεν ήταν χριστιανοί και δεν έκλειναν τη βραδιά των χριστουγέννων. Η αναζήτηση Chinese restaurant open είναι πιο δημοφιλής την εβδομάδα των χριστουγέννων.

Το κενό στην κατανόησή μας δεν έχει να κάνει με την ιστορικότητα του Αγίου Βασίλη,  θέλω να πω. Αυτά είναι τα εύκολα. Τα Χριστούγεννά μας όπως τα γιορτάζουμε είναι λίγο πολύ μια  επινοημένη παράδοση. Μπορούμε εύκολα να ξεμπερδέψουμε με το καταναλωτικό κομμάτι, που είναι κάπως φρικτό και άδικο. Μετά;

Γιατί προς το παρόν αυτές οι ξενόφερτες και πρόσφατες παραδόσεις και ο λαογραφικός πουρισμός που τις συνοδεύει ως το αντιστάθμισμά τους είναι το μόνο που διαθέτουμε. Πιστεύω ότι η άποψη πως δεν πρέπει να διαλύσουμε τον μύθο του Άγιου Βασίλη είναι αφελής, διότι οι μύθοι δεν διαλύονται όπως λες το τέλος μιας ταινίας και ο άλλος δεν έχει πια όρεξη να τη δει. Αυτό όμως που μένει είναι να αναρωτηθούμε με τι ζει ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στη θρησκεία, που δεν πιστεύει στον Άγιο Βασίλη, που δεν πιστεύει. Αυτό το ερώτημα δεν μου φαίνεται τόσο απλό όσο πιστεύει η κοινότητα των αθέων που λοιδορεί την αφέλεια των πιστών.

Συζητάμε λοιπόν κάθε φορά για το αν είναι ελληνικό το δέντρο, αν είναι ελληνικό έθιμο η γαλοπούλα, κοκ, ενώ το μόνο ερώτημα είναι κατά βάθος για μένα πώς φανταζόμαστε έναν κόσμο με παραδόσεις που καθιερώθηκαν πρόσφατα και είναι τώρα η ζωή μας, χωρίς το βάθος που τους αποδίδουμε. Μου είχε κάνει εντύπωση η παρατήρηση ενός ανθρωπολόγου ότι ο σαμάνος της Αφρικής, ο gamer της Κορέας και ο λογιστής της Νέας Υόρκης είναι εξίσου «αυθεντικοί», διότι απλώς
το ζήτημα της αυθεντικότητας είναι ανθρωπολογικά ανυπόστατο.

Οι χριστουγεννιάτικες συνήθειές μας δεν έχουν τίποτα ελληνικό, πράγματι. Οτιδήποτε κάνουμε είναι βγαλμένο από διαφημίσεις ή από βιβλία λαογραφίας (καράβια και τα ρέστα). Υποθέτω ότι μας μένει να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε άνθρωποι της νεωτερικής εποχής, με παραδόσεις πρόσφατες, επινοημένες και μεικτές, άνθρωποι που βρίσκουν τρόπους να συνυπάρχουν. Και να αναρωτηθούμε πώς γίνεται να συμφιλιωθούμε με τρόπους συνύπαρξης μέσα σε αυτό πλαίσιο, αλλάζοντας τα λαογραφικά ερωτήματα με άλλα. Κι αυτή η συνύπαρξη λαμβάνει το νόημά της με τη συνήθεια όλων για απολογισμούς αυτές τις μέρες, καθώς λένε «θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο με… κλπ». Από όλη τη διερώτηση για την αυθεντικότητα λοιπόν, ας κρατήσουμε αυτή τη μικρή διαπίστωση: ότι τα σκληρά ερωτήματα της ζωής δεν είναι μόνο ποιοι είμαστε, αλλά πόσο θάρρος έχουμε για να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Να γυρίσουμε τις χαρακιές της παλάμης προς αυτό που όντως αξίζει, σε βάρος αυτού που έτυχε.

Καλή Πρωτοχρονιά λοιπόν, κοντά στους αγαπημένους μας.