Λίγες μέρες αργότερα, το Νταλόρι είχε σβηστεί από το χάρτη. Οπλισμένοι τζιχαντιστές της Μπόκο Χαραμ επιτέθηκαν με μηχανές και αυτοκίνητα γεμάτα εκρηκτικά. Επι τρεις ώρες έσφαζαν και έκαιγαν τους κατοίκους. Κύκλωσαν το χωριό, εγκλώβισαν όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν, και σκότωσαν με μασέτες και πολυβόλα 250 ανθρώπους. Δεκάδες παιδιά κάηκαν ζωντανά όταν οι τζιχαντιστες έβαλαν φωτιά στο σχολείο που είχαν καταφύγει για προστασία. Κατέστρεψαν τα σπίτια, πυροβόλησαν όλα τα ζώα, έκλεψαν τις σοδιές και όταν πλέον σιγουρεύτηκαν ότι δεν είχε μείνει κανείς ζωντανός έφυγαν.
 
Αν και το έγκλημα αυτό πέρασε στα ψιλά της διεθνούς ειδησεογραφίας – συνέπεσε και με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, οι οποίες μονοπώλησαν το ενδιαφέρον- δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Από το 2009 που δραστηριοποιείται η Μπόκο Χαραμ στη Νιγηρία, έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 25,.00 άνθρωποι, 2 εκατομμύρια είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι και τουλάχιστον 200.000 είναι πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες.

Συνολικά περισσότερα από 7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια για να επιβιώσουν, καθώς λόγω του πολέμου δεν έχουν πρόσβαση στα χωράφια τους ή σε υπηρεσίες.
 
Η πάταξη της τρομοκρατίας στη Δυτική Αφρική υπήρξε ένας από τους βασικούς άξονες της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής στην περιοχή. Υπήρξε και η αφορμή για στρατιωτικές επιχειρήσεις και εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων που μετέτρεψαν το Σαχελ σε μια από τις  πιο ασταθείς περιοχές του πλανήτη.
 
Ψάχνοντας τρομοκράτες και ναρκωτικά
 
Ας πάμε λοιπόν 18 χρόνια πριν όταν οι επιθέσεις στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης άλλαξαν τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Τότε οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» από τον οποίο φυσικά δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός η Αφρική.
 
Το 2002 αξιωματικοί από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία των ΗΠΑ θα επισκεφθούν το Μάλι, το Τσαντ, τον Νίγηρα και την Μαυριτανία με σκοπό την δημιουργία ενός κοινού μετώπου κατά της τρομοκρατίας. Ένα χρόνο αργότερα το πρόγραμμα  Pan- Sahel Initiative θα τεθεί σε εφαρμογή.

Αν και αρχικά το Πεντάγωνο ισχυρίστηκε ότι πρόκειται απλά για ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, σύντομα εξελίχθηκε σε οργάνωση η οποία παρείχε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στις χώρες του Σαχελ. Το 2004 η βάση του θα διευρυνθεί με τη συμμετοχή 11 αφρικανικών κρατών και θα μετονομαστεί σε Trans-Saharan Counterterrorism Initiative. Το 2007 θα επεκταθεί ακόμα περισσότερο με τη θέσπιση της Αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης στην Αφρική (AFRICOM), -στην οποία θα ενσωματωθούν όλα τα προηγούμενα σχήματα. Μόνο για το διάστημα 2009-2013 οι ΗΠΑ διέθεσαν 288.000.000 δολάρια για να ενισχύσουν μέσω των οργανώσεων αυτών τις ειδικές δυνάμεις του Τσαντ, του Μάλι, της Μαυριτανίας και του Νίγηρα. Εκατοντάδες εκατομμύρια  ακόμα δαπανήθηκαν για την διατήρηση στρατιωτικών βάσεων στην περιοχή, την αγορά ελικοπτέρων, τη διάνοιξη δρόμων και την απαλλοτρίωση της γης ώστε να διεξάγονται οι στρατιωτικές ασκήσεις.

Μεταξύ 2014 και 2016 η AFRICOM και η CENTCOM (η αντίστοιχη στρατιωτική διοίκηση για τη Μέση Ανατολή) έλαβαν από το Πεντάγωνο 496.000.000 δολάρια για να διεξάγουν επιχειρήσεις κατά του εμπορίου ναρκωτικών- τα έσοδα του οποίου θεωρείται ότι εξοπλίζουν τις τρομοκρατικές ομάδες της περιοχής.

Τα χρήματα προορίζονταν για την εκπαίδευση της αστυνομίας των χωρών της δυτικής Αφρικής και την δημιουργία μονάδων κατά των ναρκωτικών. Όπως όμως αποδείχτηκε ένα χρόνο μετά, τα χρήματα αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για την ενδυνάμωση της τοπικής αστυνομίας.

Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ήταν σε θέση να πει πώς και πού δαπανήθηκαν.  Σύμφωνα με έκθεση του γενικού επιθεωρητή του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, τόσο η  AFRICOM όσο και η  CENTCOM δεν παρείχαν στοιχεία για τη χρήση των χρημάτων και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν αν έγιναν εκπαιδευτικά προγράμματα ή όχι. Πάνω από 4 εκατομμύρια δολάρια ξοδεύτηκαν για να αγοραστούν φορητοί ασύρματοι στην αστυνομία της Σενεγάλης, οι οποίοι όμως δεν παραδόθηκαν ποτέ. Τουλάχιστον 128.000.000 που προορίζονταν για εκπαιδευτικά προγράμματα της AFRICOM και της CENTCOM παρέμειναν αναξιοποίητα, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια δαπανήθηκαν για να χτιστούν τάξεις για τους αστυνομικούς στο Νίγηρα, τις οποίες όμως κανείς ποτέ δεν είδε.
Και ενώ  το Πεντάγωνο δαπανούσε τεράστια ποσά για αντι-ναρκωτικές δράσειςστην Αφρική που δεν έγιναν ποτέ, το εμπόριο των ναρκωτικών αυξάνεται συνεχώς με τα 2/3 της κοκαΐνης που παράγεται στην Λατινική Αμερική να διοχετεύεται στην Ευρώπη μέσω της Δυτικής Αφρικής.
 
Τα χρήματα  κατά των ναρκωτικών  στην Αφρική, δεν είναι παρά ένα μέρος των αμύθητων ποσών που δαπανούν οι ΗΠΑ για την πάταξη της τρομοκρατίας. Το 2013 το Πεντάγωνο ενέκρινε την δημιουργία βάσης  μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) στο Agadez του Νίγηρα – για την οποία δαπανήθηκαν  100.000.000 δολάρια και το κόστος της αναμένεται να φτάσει τα 280.000.000 μέχρι το 2024. Σε αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνονται μισθοί και έξοδα λειτουργίας της βάσης. Από το 2016 μέχρι σήμερα εκατοντάδες επιθέσεις με drones έχουν γίνει από τη βάση αυτή στη Λιβύη καθώς και εναντίον στόχων της Μπόκο Χαραμ στη Νιγηρία και το Μάλι. Παρόμοιες βάσεις υπάρχουν σε διάφορα σημεία τη Δυτικής Αφρικής, όπως στην πρωτεύουσα της Μπουρκίνα Φάσο, Ouagadougou, όπου σύμφωνα με τον Craig Whitlock της Washington Post, η επιχείρηση με κωδικό όνομα Greek sand, έλαβε χώρα το 2012 και προέβλεπε τη δημιουργία βάσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών τα οποία πετούσαν στο Μάλι και τη Μαυριτανία φτάνοντας μέχρι τη Βόρεια Αφρική.
 
Και ενώ όλες αυτές οι βάσεις δημιουργήθηκαν στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας, οι επιθέσεις δεν έχουν μειωθεί και η Μπόκο Χαραμ – όπως και δεκάδες άλλες μικρότερες τρομοκρατικές οργανώσεις- συνεχίζουν την δράση τους στην περιοχή χωρίς κανένα σημάδι αποδυνάμωσης.

Το Νοέμβριο του 2018, τουλάχιστον 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε επιθέσεις της Μπόκο Χαραμ και 15 κορίτσια απάχθηκαν από τους ισλαμιστές. Τον ίδιο μήνα 7 υπάλληλοι της γαλλικής εταιρείας Foraco εκτελέστηκαν στον  Νίγηρα.
 Ένα χρόνο πριν 4 Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν σε ενέδρα στο Νίγηρα χωρίς να είναι ξεκάθαρο τι έκαναν εκεί. Οι Αμερικανοίπολίτες ανακάλυψαν έκπληκτοι ότι η χώρα τους έχει τουλάχιστον 1000 στρατιώτες στο Νίγηρα. Όπως φαίνεται την ίδια «έκπληξη» είχαν και οι γερουσιαστές Lindsey Graham και Chuck  Schumer, οι οποίοι παρότι συμμετείχαν στις στρατιωτικές επιτροπές του πενταγώνου, δήλωσαν ότι δεν είχαν ιδέα ότι υπήρχαν Αμερικανοί στρατιώτες στο Νίγηρα…
 
Είναι οι φυσικοί πόροι, ανόητε…
 
Γιατί λοιπόν οι εξοπλισμοί εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν σφαγές όπως εκείνη στο Νταλόρι, να προστατέψουν τους Αμερικανούς  στρατιώτες  ή να προλάβουν έστω και κάποιες τρομοκρατικές επιθέσεις; Μάλλον γιατί ο κύριος λόγος της παρουσίας των αμερικανών στρατιωτών στην Αφρική, δεν είναι η πάταξη της τρομοκρατίας ή των ναρκωτικών αλλά κάτι άλλο.

Το τι είναι αυτό, το είπε ο αντιναύαρχος Robert Moeller, υποδιοικητής της AFRICOM, δηλώνοντας στις 19 Φεβρουαρίου του 2008 ότι ο κύριος σκοπός της στρατιωτικής διοίκησης των ΗΠΑ στην Αφρική, είναι «να προστατεύσει την ελεύθερη διέλευση των φυσικών πόρων της Αφρικής στις διεθνείς αγορές». Ο ίδιος μάλιστα, το 2010 έγραφε «Ας το ξεκαθαρίσουμε. Η δουλειά της AFRICOM είναι να προστατέψει τις ζωές των Αμερικανών πολιτών και να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ».
 
Εάν λοιπόν αφήσουμε τις μεγαλόστομες δηλώσεις περί ασφάλειας και σταθερότητας – που έτσι και αλλιώς είναι βασικές προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση πρώτων υλών- φαίνεται ότι οι φυσικοί πόροι της Αφρικής- αλλά και ο ανταγωνισμός με την Κίνα για την χρήση των πόρων αυτών – είναι η κινητήριος δύναμη της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην ήπειρο.
 
Σύμφωνα με μελέτη του 2010 της αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας, η λεκάνη της λίμνης του Τσαντ, έχει 2,32 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, 4.50 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου και 391 εκατομμύρια βαρέλια υγρού φυσικού αερίου, τα οποία έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον Ευρώπης και ΗΠΑ αλλά και της Κίνας και της Ιαπωνίας. 

Η πρόσφατη ανακάλυψη πετρελαίου στη Σενεγάλη, οδήγησε στη δημιουργία consortium πολυεθνικών που όλες μαζί εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα. Υπολογίζεται ότι η παραγωγή πετρελαίου που αναμένεται να ξεκινήσει το 2021, θα φτάσει τα 130.000 βαρέλια την ημέρα. Την εκμετάλλευση έχει  αναλάβει η Cairn, μια εταιρεία με έδρα το Λονδίνο, σε συνεργασία με την αμερικανική Kosmos energy – με έδρα το Τέξας- η οποία εκμεταλλεύεται ήδη τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρέθηκαν στα νερά μεταξύ Σενεγάλης και Μαυριτανίας. Η Kosmos συνεργάζεται με την BP και την γαλλική Total για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου ενώ η Cairn  με την αυστραλιανή Woodside Petroleum για την εξόρυξη του πετρελαίου. Παράλληλα η Παγκόσμια Τράπεζα, το 2017 , έδωσε δάνειο 29 εκατομμυρίων δολαρίων στην κυβέρνηση της Σενεγάλης ώστε να στελεχώσει τις κυβερνητικές υπηρεσίες που θα διαπραγματευτούν τα δικαιώματα πετρελαίου με τις πολυεθνικές.

Και φυσικά, ας μην ξεχνάμε την Γαλλία, όπου με το πρόσχημα της επιχείρησης Barkhane για την πάταξη της τρομοκρατίας, διατηρεί μεγάλη στρατιωτική παρουσία στο Μάλι, το Νίγηρα και το Τσαντ. Τα συμφέροντα της Γαλλίας είναι λίγο πολύ γνωστά, καθώς η Γαλλική Areva, εκμεταλλεύεται μονοπωλιακά τα κοιτάσματα ουρανίου στο Νίγηρα. Και είναι μάλλον σύμπτωση ότι ο πρόεδρος του Νίγηρα, MahamadouIssoufou, είναι πρώην στέλεχος της Areva…
 
Η δίψα για φυσικούς πόρους και ο ανταγωνισμός με την Κίνα- η οποία αυξάνει συνεχώς την επιρροή της στην Αφρική- έχει οδηγήσει σε μάλλον απρόβλεπτες συμμαχίες. Αμερικανοί στρατιώτες «φιλοξενούνται» στις γαλλικές στρατιωτικές βάσεις στο Νίγηρα ενώ πραγματοποιούν κοινές επιχειρήσεις στο Μάλι, στη Νιγηρία, στο Καμερούν, στο Τσαντ και στο Νίγηρα. Οι επιχειρήσεις αποσκοπούν στην πάταξη της τρομοκρατίας αλλά παράλληλα εξασφαλίζουν την ασφαλή εκμετάλλευση των πόρων και την απρόσκοπτη διέλευση τους από την Αφρική στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Η προσφυγική κρίση  προσφέρει μια ακόμα δυνατότητα για την εντατικοποίηση της στρατιωτικής παρουσίας της Δύσης στην περιοχή, καθώς προβλέπονται τεράστια ποσά για την φύλαξη των συνόρων των χωρών του Σαχελ και τη δημιουργία κέντρων μεταναστών. Όλα αυτά  εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη παρουσία δυτικών χωρών στην περιοχή. Και όπως είναι φυσικό, τα χρήματα που δαπανώνται δεν δίνονται ποτέ χωρίς αντάλλαγμα.
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα περιθώρια αντίδρασης είναι αρκετά περιορισμένα. Τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι πολύ μεγαλύτερα από όλους εμάς, τους πολίτες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ, που ζούμε σε ένα καθεστώς  ανασφάλειας το οποίο συνεχώς καλλιεργούν τα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις μας. Ένα καθεστώς φόβου για την ασφάλεια μας, οικονομικής αστάθειας και ξενοφοβίας. Και ο φόβος αυτός, μας εμποδίζει από το να δούμε τα αληθινά αίτια και απαιτήσουμε από τις κυβερνήσεις μας να λογοδοτήσουν.