του Θάνου Καμήλαλη

Μόνο την Τετάρτη, το χτύπημα από τη Νέα Δημοκρατία ήταν διπλό. Με συνωμοσιολογία και υπόνοιες για μην τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών στις εθνικές εκλογές, επίθεση στην εισαγγελία Διαφθοράς και άγνοια-αναίδεια για τις προβλέψεις του Συντάγματος σε περίπτωση αλλαγής του κυβερνητικού σχήματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Άδωνις Γεωργιάδης επιδόθηκαν σε έναν διαγωνισμό πρωτόγνωρων προκλήσεων.

Μιλώντας στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε αιχμές για πιθανή απόπειρα νοθείας στις επερχόμενες εθνικές εκλογές. Όπως ανέφερε συγκεκριμένα:

«Οι εκλογές θα γίνουν με τους ίδιους ακριβώς όρους και τις ίδιες τεχνικές προδιαγραφές που έγιναν  όλες οι προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Με ελεγμένους εκλογικούς καταλόγους, με ασφαλές  ηλεκτρονικό σύστημα και με  τρόπο που θα διασφαλίζει απόλυτα την ομαλή διαδικασία της ψηφοφορίας. Και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που γίνουν τετραπλές εκλογές το Μάιο. Αν κάποιοι έχουν άλλα σχέδια στο μυαλό τους και θέλουν να προκαλέσουν σκόπιμα σύγχυση με την εκλογική διαδικασία να το ξεχάσουν. Μαζί με όλες τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις θα εγγυηθούμε ότι στις εκλογές θα αποτυπωθεί ξεκάθαρα η βούληση των πολιτών. Θέλουν δεν θέλουν, στις εκλογές θα μιλήσει ο λαός»,

Στα χνάρια του Ντόναλντ Τραμπ λοιπόν, που προετοίμαζε τους οπαδούς του για πιθανή ήττα του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 και μάλιστα συγκρότησε κι επιτροπή για νοθεία εναντίον του αμέσως μετά, ο αρχήγος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε μια πρωτοφανή δήλωση για τα σύγχρονα ελληνικά χρονικά, βάζει στο παιχνίδι ένα επιχείρημα που είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί ακόμα περισσότερο όσο πλησιάζουμε στις εθνικές κάλπες (και σίγουρα μετά από μια πιθανή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ). Για τον Μητσοτάκη, μοιάζει αδιανόητο να μην κερδίσει την εξουσία, που προφανώς πιστεύει ότι του ανήκει.

Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που ο προεδρος της ΝΔ επιδίδεται σε συνωμοσιολογία. Πριν από έναν μήνα περίπου, στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την μη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων, ο Μητσοτάκης δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι «η κυβέρνηση αντάλλαξε το Μακεδονικό για τις συντάξεις», επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό του ξεκάθαρα και αργότερα, μολονότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ή έστω ένδειξη για τέτοια συναλλαγή. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως, θεώρησε σωστό να εκφράσει αυτήν την άποψη στη Βουλή, προσφέροντας της το κύρος του θεσμικού του ρόλου.

Ίσως όμως οι δηλώσεις Μητσοτάκης να επισκιάστηκαν από την επίθεση του αντιπροέδρου του, Άδωνι Γεωργιάδη, στην εισαγγελέα, Ελένη Τουλουπάκη και συνολικά στον θεσμό της Εισαγγελίας Διαφθοράς. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να φωνάζει κάθε δεύτερη μέρα για «παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη», αλλά φαίνεται ότι θεωρεί απόλυτα σωστό και λογικό ένα ελεγχόμενο από τη Δικαιοσύνη στέλεχος της να επιτίθεται στον ελεγκτή του και να επιθυμεί να καταργήσει το όργανο που τον έχει φέρει σε δύσκολη πολιτικά θέση.

«Είναι λάθος αυτός ο θεσμός και πρέπει να καταργηθεί» τόνισε ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, στοχοποιώντας την Τουλουπάκη, που ερευνά την υπόθεση Novartis, υποστηρίζοντας ότι ενεργεί κατ'εντολή της κυβέρνησης. Την ίδια ώρα, ο Γεωργιάδης προετοιμάζει μήνυση κατά της εισαγγελέα Διαφθοράς, κίνηση που έκαναν στο παρελθόν και οι Σαμαράς, Βενιζέλος και Αβραμόπουλος (τέθηκαν στο αρχείο), έχει δηλώσει ότι είχε επαφές με τον πρώην προστατευόμενο μάρτυρα, Νίκο Μανιαδάκη (μη γνωρίζοντας για το καθεστώς προστασίας του), αλλά και ότι «βεβαίως και ξέραμε τα ονόματα των προστατευόμενων μαρτύρων. Όλους τους ξέρουμε», αποκαλύπτοντας μάλιστα και τα ονόματά τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για τις δηλώσεις και τις απειλές Γεωργιάδη δεν έχει τοποθετηθεί ακόμα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, που μόλις πριν από δύο μέρες έβγαλε ανακοίνωση ενάντια στις πολιτικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη.

Γενικότερα, οι έλεγχοι πολιτικών προσώπων της αντιπολίτευσης για πιθανά σκάνδαλα έχει δείξει, από το ξέσπασμα της υπόθεσης Novartis, την λογική της ιδιοκτησίας του κράτους. Από την πρώτη στιγμή, οι έρευνες για τους πολιτικούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζονται από τα δύο αυτά κόμματα ως «επιθέσεις στους θεσμούς», μέχρι και απόπειρες «κατάλυσης του πολιτεύματος». Οι ίδιοι άνθρωποι που αναφέρονται συνεχώς στην περιβόητη, αντιθεσμική και απρεπέστατη δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, ότι «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή», οι ίδιοι που θέτουν ως βασική ζήτημα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (όταν δεν εμπλέκεται η τρόικα βέβαια), οι ίδιοι που θεωρούν παρέμβαση ακόμα και μια απλή δήλωση κριτικής, στοχοποιούν, μηνύουν και συκοφαντούν λειτουργούς της, εκφράζοντας και προθέσεις εκδίκησης, όταν επιστρέψουν στην εξουσία. Η επίκληση στο τεκμήριο της αθωότητας είναι κάτι θεμιτό και απόλυτα δίκαιο. Η αδυναμία αποδοχής του ελέγχου και ουσιαστικά το «μην τολμήσετε να μας αγγίξετε», όχι.

Όσο για την άποψη ότι «κράτος είμαστε εμείς», αξίζει να θυμηθούμε και δυο πρόσφατα παραδείγματα πρώην πρωθυπουργών. Ο Αντώνης Σαμαράς έχει μηνύσει όλα τα μέλη της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος, ζητώντας τους από 100.000 ευρώ για την υπόθεση της εκπαιδευτικού Φώφης Μπουλούτα. Η αιτία είναι ότι η ΟΙΕΛΕ αποκάλυψε λεπτομέρειες της υπόθεσης Μπουλούτα, που έπιασε το γιο του Σαμαρά να αντιγράφιε και λίγο μετά απολύθηκε από το Κολλέγιο Αθηνών. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν το υπουργείο Παιδείας στην απόφαση να ανακαλέσει, συμβολικά, την απόλυση της εκπαιδευτικού, που δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Για τον Σαμαρά όμως, φαίνεται ότι είναι αδύνατον «κοινοί» άνθρωποι να στέκονται απέναντι του και να κάνουν τη δουλειά τους, επιδεικνύοντας ήθος και αξιοπρέπεια που θα έπρεπε να επικροτείται, ειδικά από τη Δεξιά του «Νόμου και της Τάξης». Τις ίδιες μέρες που ο Σαμαράς κατέθετε τις μηνύσεις κατά της ΟΙΕΛΕ, ο Κώστας Σημίτης, σχολιάζοντας το άνοιγμα των λογαριασμών του για τα εξοπλιστικά,  που ζήτησε η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. υποστήριζε ότι «η Ιστορία δεν γράφεται από τους περιστασιακούς ενοίκους της εκτελεστικής εξουσίας.»

Το δυστύχημα είναι ότι υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι είναι μόνιμοι ένοικοι, δηλητηριάζοντας τον ήδη ασθενή δημόσιο διάλογο με την έπαρση τους και την επιθυμία για αποπληρωμή ενός χρέους που πιστεούν ότι τους οφείλει η κοινωνία. Με τις εκλογές όλο και πιο κόντα, η αδυναμία τους να κρύψουν αυτήν τη λουδοβίκεια κοσμοθεωρία γίνεται (και θα γίνεται) όλο και πιο έκδηλη.