Κατά τη διάρκεια της συνάντησης του με την γερμανίδα καγκελάριο, ο Α. Τσίπρας στάθηκε στα όσα έχουν αλλάξει από την τελευταία επίσκεψη της το 2014, καθώς τότε η Ελλάδα βρισκόταν κοντά στη χρεοκοπία, αλλά τώρα , μετά τα σκληρά μέτρα που βίωσε ο ελληνικός λαός, η χώρα βγαίνει όρθια από τα μνημόνια και επουλώνει τις πληγές της. Στάθηκε και στις σχέσεις των δύο χωρών, λέγοντας καταπολεμήθηκαν τα στερεότυπα και από τις δύο πλευρές.

«Τότε η χώρα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας, με την οικονομία να παραπαίει, με την κοινωνία να υποφέρει και να αγωνιά, το κοινωνικό κράτος παράλυτο και καμία ελπίδα ανάκαμψης. Ο ελληνικός λαός δοκιμάστηκε σκληρά απέναντι σε μέτρα που πολλές φορές ήταν ακατανόητα από τους πολίτες, συχνά άδικα, κάποιες φορές αναποτελεσματικά. Είμαστε σε μια τελείως διαφορετική φάση.

Εξερχόμαστε από την κρίση με σοβαρές πληγές που επουλώνουμε σταδιακά, κρατώντας την κοινωνία όρθια. Η Ελλάδα του 2019 αφήνει πίσω αυτή την εποχή. Οι σχέσεις των δύο χωρών δοκιμάστηκαν, υπήρξαν δύσκολες στιγμές. Θυμίζω ότι το πιο σημαντικό ήταν να καταπολεμήσουμε στερεότυπα και από τις δύο πλευρές. Του αυταρχικού Γερμανού και του τεμπέλη Έλληνα».

Δεν πήρε απάντηση για τις γερμανικές αποζημιώσεις

Επανέλαβε ότι η Ελλάδα γίνεται μέρος της λύσης από μέρος του προβλήματος, αποτελώντας πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή των Βαλκανίων.

«Αυτό το διάστημα περάσαμε δυσκολίες, περάσαμε και από κοινού δύσκολες στιγμές και αντιθέσεις και συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, όμως καταφέραμε να βρούμε στα πλαίσια αυτά και τις διαδικασίες που πάντοτε η Ευρώπη, μέσα από συνθέσεις και συμβιβασμούς λύσεις για να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις. Και πιστεύω ότι σήμερα είμαστε σε θέση να πούμε ότι καταφέραμε να διατηρήσουμε την ευρωπαϊκή συνοχή και να ξεπεράσουμε την ελληνική κρίση που ήταν ταυτόχρονα και ευρωπαϊκή κρίση.

Η Ελλάδα σιγά-σιγά όχι μόνο βγαίνει από την κρίση, αλλά μετατρέπεται από μέρος της κρίσης σε μέρος της λύσης. Η Ελλάδα αποτελεί μία σημαντική χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναν πυλώνα σταθερότητας σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή. Και, βεβαίως, μια δύναμη που προβάλλει πάντα την ανάγκη της συνεργασίας στα Βαλκάνια και στη Ν.Α. Μεσόγειο».

Παράλληλα, αναφέρθηκε στις γερμανικές αποζημιώσεις, χωρίς ωστόσο να πάρει απάντηση από τη γερμανίδα καγκελάριο. «Οι σχέσεις των δύο χωρών μας πιστεύω ότι είναι εξαιρετικές. Ασφαλώς και δεν ξεχνάμε τις δυσκολίες, ούτε αυτές που περάσαμε πρόσφατα, ούτε ξεχνάμε και τις δύσκολες αλλά απαράγραπτες εκκρεμότητες που μας άφησε η ιστορία, όπως είναι οι επανορθώσεις ή το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο, όμως είμαστε αποφασισμένοι να επικεντρωθούμε και θα επικεντρωθούμε παράλληλα και στο νέο πλαίσιο που έχουμε οικοδομήσει».

Στάθηκε και στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, λέγοντας ότι χρειάζεται αναθεώρηση του συστήματος στον μηχανισμό μετεγκατάστασης. «Συμφωνήσαμε με την κ. Μέρκελ στην κρισιμότητα που έχει για την Ευρώπη η καθιέρωση μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση με αναθεώρηση του υφιστάμενου συστήματος. Μιας πολιτικής που να συμπεριλαμβάνει πιο ισχυρούς μηχανισμούς στήριξης των χωρών πρώτης γραμμής, έναν ισχυρό μηχανισμό επιστροφών, αλλά και αναβάθμιση των σχέσεων της Ε.Ε. με χώρες προέλευσης και διέλευσης».

«Ρεαλιστής» ως πρωθυπουργός

Τόνισε πως η Ευρώπη θα πρέπει να καταπολεμήσει τις δυνάμεις της ακροδεξιάς, που έχουν αρχίσει και την απειλούν, επισημαίνοντας ότι αυτό είναι και το στοίχημα στις επόμενες ευρωεκλογές. «Έχουμε το θάρρος να λέμε όχι στις φωνές μισαλλοδοξίας και στις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές. Κοινή διαπίστωση είναι ότι ο μεγάλος κίνδυνος για την Ευρώπη είναι η ανάδειξη των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που την απειλούν. Επεσήμανα τον ρόλο που παίζουν οι κυρίαρχες οικονομικές πολιτικές στο φαινόμενο αυτό, αλλά και την ανάγκη να απαντηθεί αυτή η πρόκληση με την οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής για την Ευρώπη».

Ερωτηθείς σχετικά με το ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης επίσκεψης της Μέρκελ στην Ελλάδα ήταν ανάμεσα σε αυτούς που διαδήλωναν εναντίον της, απάντησε πως πλέον εκπροσωπεί με ρεαλισμό τους Έλληνες από τη θέση του πρωθυπουργού. Όταν είσαι πρωθυπουργός είσαι υποχρεωμένος να εκπροσωπείς όλους τους πολίτες της χώρας, είσαι υποχρεωμένος εκτός από το να διεκδικείς το δίκιο, να βρεις και τον δρόμο τον ρεαλιστικό ώστε η συνισταμένη να είναι επωφελής για όλους κι αυτή είναι μια δύσκολη συνθήκη».

«Δεν τελείωσαν οι μεταρρυθμίσεις»

Από την πλευρά της η Α. Μέρκελ εξέφρασε την ικανοποίηση της για το ότι τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν στην Ελλάδα, καθώς οι Έλληνες πέρασαν μέσα από πολλές δυσκολίες κατά τη διάρκεια των μνημονίων και των μέτρων λιτότητας. «Οι Έλληνες πέρασαν δύσκολα, κατά τη διάρκεια της κρίσης και χαίρομαι ιδιαίτερα που η Ελλάδα ξεπέρασε τα προβλήματα, αλλά δεν είναι το τέλος των μεταρρυθμίσεων, είναι η απαρχή. Τα προβλήματα δεν έχουν περάσει τελείως».

Ερωτηθείσα για το προσφυγικό και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, έχοντας επωμιστεί δυσανάλογο φορτίο, ανέφερε ότι «η Ελλάδα επλήγη σε μια περίοδο που είχε ήδη τεράστια προβλήματα», προσθέτοντας ότι στηρίχθηκε από την ΕΕ. Σχετικά με την συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία υποστήριξε πως «σκοπεύουμε να στηρίξουμε την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας».

Η καγκελάριος στάθηκε στη Συμφωνία των Πρεσπών, δίνοντας συγχαρητήρια στον Αλέξη Τσίπρα που κατάφερε να την φέρει σε πέρας. «Νομίζω πως πρόκειται για ένα έργο που για όλους εμάς δημιουργείται σαφήνεια και δίνει τη δυνατότητα στην Βόρεια Μακεδονία να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Είναι επίσης καλό και για την Ελλάδα αλλά και για «να ολοκληρώσουμε τη στρατηγική μας ενότητα. Δεν μπορώ παρά να συγχαρώ τον Έλληνα πρωθυπουργό γι' αυτό το τόσο αποφασιστικό βήμα από το οποίο δεν θα ωφεληθούν μόνο η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ αλλά όλη η Ευρώπη».

Αποσύνδεσε το Μακεδονικό από τις συντάξεις

Σε ερώτηση που δέχθηκε για τα όσα είχε ισχυριστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ περί ανταλλαγής του Μακεδονικού με τη μη περικοπή των συντάξεων, υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει καμία σχέση και δήλωσε έκπληκτη με αυτή τη συσχέτιση.

«Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ των ενεργειών για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ και των δημοσιονομικών συζητήσεων. Με εκπλήσσει που πρέπει να απαντήσω σε αυτό. Θα μιλήσω και με τον κ. Μητσοτάκη. Υπάρχουν και κάποιοι κανόνες, όπως όταν συζητούνται εθνικά θέματα. Θα προσπαθήσω να ασκήσω κάποια επιρροή αλλά δεν πιστεύω ότι μπορώ να αλλάξω κάτι».