Πήγε να κοινωνήσει, ανέβασε στο τουίτερ πρωί πρωί βιντεάκι με έπαρση σημαίας από τον Απρίλιο (στον Γράμμο!), μόνο που δεν έβγαλε και μια φωτογραφία με τα παιδιά του για να συμπληρώσει το γνωστό τρίπτυχο πατρίδος- θρησκείας-οικογενείας και να οδηγηθεί υπερήφανος στην παραίτηση.

Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πάνος Καμμένος έπρεπε από την αρχή να συνδυάσει δύο πράγματα αταίριαστα: Την εθνικιστική ρητορική με την οποία κατασκεύασε το κομματικό brand του, και την παραμονή στην εξουσία δίπλα στον Αλέξη Τσίπρα. Το αποτέλεσμα αυτής της έντασης ήταν η περίφημη αμφιθυμία του, που εκφράστηκε στις αμέτρητες, μέχρι κωμωδίας, παλινωδίες του για το αν θα μείνει ή θα φύγει από την κυβέρνηση. Η συνύπαρξή τους είχε νόημα όσο ο Πάνος Καμμένος εκπροσωπούσε το μοναδικό κόμμα της αντιμνημονιακής δεξιάς. Αυτό ήταν κατανοητό, ως πικρό ποτήριο που έπρεπε να καταπιεί μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Μετά τη μεταστροφή και των δύο τους, οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος αντιλαμβανόταν ότι η συνεργασία τους ήταν μια χαρούμενη περιδιάβαση στα υπουργικά γραφεία, απόλαυση εξουσίας ανεξαρτήτως αρχών.

Όπως γνωρίζουμε όλοι, ο Πάνος Καμμένος είχε εδώ και καιρό αλλεπάλληλες ευκαιρίες να δείξει την αποδοκιμασία του στον Αλέξη Τσίπρα για το πιο σοβαρό θέμα που απασχολεί τους Έλληνες πατριώτες αυτή τη στιγμή: και όταν λέμε (όσοι δεν πολιτευόμαστε, δηλαδή όσοι διατηρούμε μια επαφή μεταξύ λόγων και έργων και δεν πουλάμε αέρα κοπανιστό κατ’ επάγγελμα) να δείξει την αποδοκιμασία του, αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να εμποδίσει την προώθηση των σχεδίων με τα οποία τόσο διαφωνούσε. Δεν έκανε τίποτα άλλο από παραφουσκωμένες δηλώσεις, που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά διότι κανείς δεν πιστεύει ότι οι δηλώσεις του Πάνου Καμμένου αντιστοιχούν σε κάτι. Και ότι δεν θα ψηφίσει μνημόνια έλεγε, δεν τον επηρέασε αυτό.

Το μόνο ζήτημα που βρίσκω άξιο σχολιασμού είναι πως το τι πιστεύουμε όσοι δεν πήγαμε και δεν θα πάμε στα συλλαλητήρια είναι αδιάφορο. Όμως πραγματικά εντυπωσιάζει πόσο δεν πιστεύουν τίποτα όσοι φλέγονται από καημό για τα λεγόμενα εθνικά μας θέματα. Ο Πάνος Καμμένος, όπως δείξαμε σε μια σειρά άρθρων την τελευταία εβδομάδα, είχε μπροστά του ευκαιρίες τις οποίες προσπέρασε. Όταν πλησιάζουμε πια στο τέλος, δηλαδή την κύρωση στο ελληνικό κοινοβούλιο αλλά και τις εκλογές, είναι προφανές ότι χρειάζεται να ξαναχτίσει ένα εθνικό προφίλ για να μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιο κοινό και κάτι να προσπαθήσει να ψελλίσει. Για να έχει νόημα αυτό χρειάζεται να πάει πιο δεξιά από τη ΝΔ, λέγοντας στους ψηφοφόρους ότι δεν δέχεται τη σύνθετη ονομασία, ζητώντας κάτι που είναι βεβαίως διπλωματικά και πολιτικά αδιανόητο, αλλά ψηφοθηρικά είναι σκέτο λουκουμάκι, ό,τι λογικότερο μπορεί να πει κανείς.

Όταν ρωτήθηκε στη συνέντευξη Τύπου γιατί δεν ανατρέπει την κυβέρνηση, είπε ότι θα το κάνει μόνο αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράψει ότι δεν θέλει κανένα σύνθετο του όρου Μακεδονία. Το νόημα αυτής της δήλωσης είναι ότι ο Μητσοτάκης παίζει ένα υποκριτικό παιχνίδι, θέλει να βγάλει ο Τσίπρας το φίδι από την τρύπα και προσποιείται ότι διαφωνεί ενώ μόνο αυτό  μπορεί να γίνει. Λοιπόν αυτό επιτρέπει και στον Πάνο Καμμένο να παίζει το ίδιο υποκριτικό παιχνίδι, διότι έτσι κάνουν όλοι. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξέρουμε ότι δηλώνει στο εξωτερικό ότι δεν θα ανατρέψει τη συμφωνία. Και ξαναρωτώ: εμένα δεν με νοιάζει για τη Μακεδονία. Αυτοί που νοιάζονται, πώς ανέχονται τόση αερολογία και τόση υποκρισία; 

Τι είναι αυτός ο ανένδοτος αγώνας, εκ μέρους ενός ανθρώπου που φτάνει στο παρά πέντε για να κατέβει από το τραίνο λίγο πριν τις εκλογές; Η ερώτηση είναι πολύ απλά: τι άλλο έδενε τον Πάνο Καμμένο με τον Αλέξη Τσίπρα εκτός από το ευχάριστο χόμπι της διακυβέρνησης πληβείων; Αυτό ισχύει και για άλλους Μακεδονομάχους. Για βουλευτές που άλλαξαν γνώμη για τη συμφωνία των Πρεσπών όταν μέτρησαν τα κουκιά και είδαν ότι τους συμφέρει καλύτερα να αλλάξουν κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία που αντιπολιτεύεται λύσεις που είχε η ίδια προτείνει, τον επικοινωνιακό μηχανισμό της ΝΔ που λέει ότι το Μακεδονικό πρέπει να λυθεί και η διαμάχη δεν έχει νόημα, αλλά καλώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν εναντιώνεται στο λαϊκό αίσθημα, προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές κλπ. Ο Καμμένος μπορεί τώρα να διαμαρτύρεται για τους βουλευτές του που δεν σηκώνουν το τηλέφωνο, αλλά αυτή δεν είναι διαφωνία αρχής. Είναι μια σκληρή διαπίστωση, ότι όταν όλοι έχουν βγει στους διαδρόμους και κανονίζουν σωσίβιο για την καριέρα τους, κάποιοι θα το κάνουν μαζί σου και κάποιοι αλλού, αλλά δεν κάνουν κάτι πρωτότυπο.

Έρχεται λοιπόν αυτό που η δημοσιογραφική ιδιόλεκτος ονομάζει “καταιγιστικές εξελίξεις”. Δηλαδή κάποιος θα πει σε κάποιον τι θα γίνει και πού θα πάνε και πώς θα κατέβουν στις εκλογές τώρα που διαλύονται τα κόμματά τους και αν ξαναψηφιστούν και θα πάνε ίσως εδώ ή εκεί ανάλογα με του πού θα φυσήξει και θα χάσουν ή θα κερδίσουν. Δεν πρόκειται για καταιγιστικές εξελίξεις, πρόκειται για τον συνήθη εκλογικό εμετό, με πρόσχημα τις σημαίες ευκαιρίας που αρπάζουν τυχοδιώκτες πολιτικοί.

Η αποχώρηση Καμμένου είναι μια κίνηση που επιτέλους ευθυγραμμίζει τη ρητορική του με τις υποτιθέμενες απόψεις του. Έρχεται όμως τόσο αργά που δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι  ο υπουργός Άμυνας εκφράστηκε με απόλυτη ειλικρίνεια όταν έκανε την αμίμητη δήλωση: Το θέμα της Μακεδονίας, θέμα για το οποίο έπεσαν χιλιάδες νεκροί, δεν μου επιτρέπει να μην θυσιάσω την καρέκλα.

Να τι σημαίνει θυσία για τον Πάνο Καμμένο. Άλλοι θυσιάζουν παιδιά, στην αρχαία ελληνική και τη χριστιανική παράδοση, ο Καμμένος θυσιάζει και αυτός ό,τι πολυτιμότερο έχει. Όπως ζήτησε ο Θεός να δοκιμάσει τον Αβραάμ ζητώντας του να θυσιάσει το παιδί του, στον Πάνο Καμμένο ζήτησε να θυσιάσει την καρέκλα του. Και το έκανε, για τη Μακεδονία μας.

Συζητούσαμε με τον Θάνο Καμήλαλη ότι οι ανεκδιήγητοι συριζαίοι που τον ανέχονταν τόσον καιρό μαζί με όλο το ομοφοβικό, εκκλησιολάγνο και οπισθοδρομικό σινάφι που τον συνοδεύει, θα θυμηθούν τώρα ότι είναι εθνικιστής. Δεν έχω καμία αμφιβολία. Γιατί και σ’ αυτούς η συνεργασία αυτή ήταν εντελώς αδικαιολόγητη από κάθε δεοντολογική άποψη, απλώς βόλευε γιατί τα πήγαιναν καλά τα αφεντικά μεταξύ τους από τότε που τον έλεγε μπούλη στις διακοπές τους και όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τα ανεχθούν. Ας θυμηθούν τον εθνικισμό τώρα, εδώ σε λίγους μήνες μπορεί να θυμηθούν ότι είναι αριστεροί και να ασκούν αντιπολίτευση στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ο καθένας έχει τα κουμπιά του. Γι’ άλλους τα Λύδια τ’ άρματα, το ποδαράκι της Ανακτορίας, όπως νιώθει ο καθένας. Μιλώ λοιπόν μόνο για μένα: με τη Μακεδονία ας παίζετε. Με τα νεύρα μας μην παίζετε.