του Θάνου Καμήλαλη

Χιλιάδες σειρές κειμένων και εκατοντάδες ώρες τηλεοπτικού χρόνου ξοδεύτηκαν για να καταγράψουν τις λεγόμενες «ζυμώσεις» στην Κεντροαριστερά. Δηλώσεις, συνέδρια, μέχρι και εκλογικές αναμετρήσεις. Πρώτα το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, μετά το ΠΑΣΟΚ η ΔΗΜΑΡ, το ΚΙΔΗΣΟ (ΠΑΣΟΚ β') και ο Ποτάμι, με διαδοχικές αλλαγές ονόματος προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο τους ότι είναι κάτι διαφορετικό. Τώρα που, μετά το Ποτάμι, βρίσκεται εκτός ΚΙΝΑΛ και η ΔΗΜΑΡ, με τη «διαγραφή» Θεοχαρόπουλου, γινόμαστε μάρτυρες ενός προδιαγεγραμμένου τέλους.

Αρκούσε απλά ένα μείζον ζήτημα, η Συμφωνία των Πρεσπών, για να τα διαλύσει όλα αυτά. Μολονότι το «Πολιτικό Συμβούλιο» (Γεννηματα, Παπανδρεου, Θεοδωρακης, Ανδρουλακης, Καμίνης, Θεοχαρόπουλος) του ΚΙΝΑΛ, είχε ταχθεί υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών με πλειοψηφία 5 προς 1, η Φώφη Γεννηματά αποφάσισε να επιβάλει την άποψη της, βασιζόμενη στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ». Όλες οι διακηρύξεις περί πολυσυλλεκτικότητας, σύγκλισης απόψεων και ορθολογισμού πετάχτηκαν από το παράθυρο.

Τι μένει μετά από όλη αυτήν την αποσύνθεση; Παραφράζοντας τον Ελύτη, μένει μία Γεννηματά, ένας Βενιζέλος και ένας Λοβέρδος. Οι δύο τελευταίοι είναι τα πολιτικά βαρίδια που εξαρχής η πρόεδρος των ΠΑΣΟΚ/ΔΗΣΥ/ΚΙΝΑΛ ήταν ανίκανη να ξεφορτωθεί. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης άγεται και φέρεται από την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματός του, έτσι και η Γεννηματά είναι όμηρος της δικής της, σκληρά δεξιάς, ξεφτισμένης αλλά εσωκομματικά ηγεμονικής μερίδας. Στις συνεδριάσεις της Βουλής είναι ολοφάνερο πλέον ότι αυτό το κόμμα δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης, καθώς ο λόγος του ταυτίζεται με τη Νέα Δημοκρατία και το ακροατήριό του έχει λεηλατηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το αστείο σε όλα αυτά είναι πως η τακτική του ΠΑΣΟΚ και η ανοχή των στελεχών του στα βαρίδια θα αποδειχθεί πολιτική αυτοκτονία. Το ΚΙΝΑΛ, με τις ενέσεις υποτιθέμενης «αναγέννησης», ήταν μέχρι πριν λίγο καιρό σε μία πολύ ευχάριστη θέση. Χωρίς άγχος για το αν θα βρίσκεται στην επόμενη Βουλή θα μπορούσε, αν έκανε στην άκρη τους Βενιζέλο και Λοβέρδο, χωρίς να λέει ουσιαστικά τίποτα αλλά τηρώντας μια πολιτική ίσων αποστάσεων, να βρίσκεται στην επόμενη κυβέρνηση, ασχέτως του νικητή. Τώρα, έχει επενδύσει όλο του το μέλλον στη διατήρηση ενός 3% και στη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη, ώστε να βρεθούν μερικές κυβερνητικές θέσεις για τα βασικά του στελέχη. Ακόμα κι αν αυτός ο στόχος επιτευχθεί, το σχέδιο θα αποδειχθεί γρήγορα κοντόφθαλμο.

Στο Μέγαρο Μαξίμου και στον ΣΥΡΙΖΑ εντωμεταξύ, μάλλον πανηγυρίζουν, βλέποντας τα βιογραφικά για πιθανές συνεργασίες να φτάνουν το ένα μετά το άλλο. Από την υπογραφή του τρίτου μνημονίου κι έπειτα, έχοντας αποριζοσπαστικοποιήσει την κοινωνία, ο μόνος δρόμος για να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα εξουσίας είναι να κερδίσει ψήφους από το κέντρο και δεν είναι τυχαίο που κορυφαία στελέχη του έχουν κλέψει τις διακηρύξεις περί «δημοκρατικής παράταξης». Πλέον δεν χρειάζεται καν να κάνει κάποιου είδους εισβολή, αφού τα κόμματα του «κέντρου» είτε αυτοδιαλύονται, είτε του προσφέρουν άπλετο χώρο για να κινηθεί. 

Με τις παλινωδίες σε ΚΙΝΑΛ και Ποτάμι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διασφαλίσει τον πρώτο μεγάλο του στόχο. Ασχέτως του αν θα κερδίσει τις ερχόμενες εκλογές, το μοντέλο του δικομματισμού, μετά από ένα μικρό διάλειμμα, είναι ξανά εδώ, ενωμένο δυνατό. Αυτό σημαίνει ότι στον ΣΥΡΙΖΑ ξέρουν πως, πιθανότατα, θα μπορούν να διαχειριστούν την όποια ήττα και σε συνθήκες απέραντης πολιτικής ένδειας να εναλλάσσονται με τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία για χρόνια και ίσως, αν η πολιτική ιστορία επαναληφθεί ως φάρσα, για δεκαετίες.