Τόσο η αστική-εθνικιστική, όσο και η αντιιμπεριαλιστική απόρριψη της Συμφωνίας, παραγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα: το γεγονός ότι χρειάζεται μια διμερής Συμφωνία, υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να διευθετηθεί αυτό που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν απλά ζήτημα έκφρασης της εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ας το ξαναπούμε, λοιπόν: η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα πιέσεων της ελληνικής διπλωματίας, της εθνικιστικής «διπλωματίας του πεζοδρομίου» στην Ελλάδα και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Δεν ήρθαν μόνα τους τα πράγματα ως εδώ – εμείς τα φέραμε: αν η ελληνική πλευρά δεν  χρησιμοποιούσε την ισχύ μιας χώρας μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σήμερα δεν θα χρειαζόταν να λυθούν διμερώς υποθέσεις που αφορούν αποκλειστικά το ένα μέρος – τους γείτονές μας. Από την Δεξιά και την Ακροδεξιά δεν περιμένει κανείς να το παραδεχτούν. Για την Αριστερά, όμως, θα έπρεπε να είναι σημείο εκκίνησης της επιχειρηματολογίας της. Για τις περισσότερες εκδοχές της ελληνικής Αριστεράς δεν είναι.
 
Ακριβώς για το «πώς φτάσαμε ως εδώ», ακριβώς δηλαδή γιατί ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας λύνει αυτό που η ελληνική πλευρά εμπόδιζε μέχρι σήμερα να λυθεί, κατά τη γνώμη μου δεν έχει συνοχή η απόρριψη της συμφωνίας των Πρεσπών από τα αριστερά. Δεν στέκει το «αριστερό ΟΧΙ στις Πρέσπες», τουλάχιστον για τέσσερις λόγους:
 
* Πρώτον, γιατί δεν έχει σχέση με την Αριστερά η προειδοποίηση του ΚΚΕ ότι η Συμφωνία ανοίγει το παράθυρο σε «αλυτρωτισμούς» (sic) με το να αναγνωρίζει μακεδονική ιθαγένεια και γλώσσα. Αυτό μπορεί να το ισχυρίζονται η Δεξιά και η Ακροδεξιά: Παραγνωρίζοντας όλες τις μέριμνες της Συμφωνίας για διακοπή της αλυτρωτικής προπαγάνδας και στις δύο χώρες. Αρνούμενες την ύπαρξη μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας. Αγωνιζόμενες να διασώσουν τον πυρήνα της κρατικής πολιτικής στο Μακεδονικό μέσα στον 20ό αιώνα – την καταστολή της σλαβογλωσσίας, τα μυστικά κονδύλια, την εργαλειοποίηση και παραχάραξη της ιστορίας του μακεδονικού γεωγραφικού χώρου. Στηρίζοντας, εντέλει, τον ελληνικό αλυτρωτισμό, όπως τον συνοψίζει το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Το ΚΚΕ, και δυστυχώς και ένα μέρος της λαϊκιστικής Αριστεράς (έντυπα, ιστοσελίδες, στελέχη), χαϊδεύουν τα αυτιά του ελληνικού αλυτρωτισμού, του λαού των συλλαλητηρίων, της εθνικά ανασφαλούς νοικοκυροσύνης. Αποκόβονται από τη στρατηγική της σοσιαλιστικής ομοσπονδίας στα Βαλκάνια, την 5η Ολομέλεια, την ιστορία του ΝΟΦ, το ΚΚΕ του Πουλιόπουλου στον Μεσοπόλεμο και εκείνο που αντιτάχθηκε στα συλλαλητήρια το 1992-93.
 
* Δεύτερον, γιατί μπορεί η είσοδος της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ να ισχυροποιούν τον δυτικό ιμπεριαλιστικό παράγοντα στην περιοχή, αλλά η μη λύση αποδεδειγμένα δεν εξυπηρετεί την αποδυνάμωση του παράγοντα αυτού. Τη νατοφιλία στη γειτονική χώρα την τροφοδοτεί ο ελληνικός αλυτρωτισμός, οι εθνοτικοί ανταγωνισμοί και οι ρωσικές παρεμβάσεις. Συμμετρικά, η αποδέσμευση από την κηδεμονία του ΝΑΤΟ είναι υπόθεση κάθε λαού ξεχωριστά ενάντια στα κράτη «του» και των κοινών αγώνων των λαών: Ούτε τα «ιδιαίτερα καθήκοντα» υποκαθίστανται – ούτε τα κοινά εξυπηρετούνται όταν η μια πλευρά αξιώνει να αποφασίζει για λογαριασμό της άλλης.
 
* Τρίτον, γιατί η απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών έχει αναχθεί σήμερα σε ενοποιητική βάση για το αυταρχικό Κέντρο, μια όλο και πιο ακροδεξιά Δεξιά και τις πάσης φύσεως ναζιστικές συμμορίες: το Μακεδονικό είναι το αντι-Μνημόνιο για ένα «εθνικό τόξο» που σήμερα ξεκινά από το ΚΙΝΑΛ και φτάνει ως τη Χρυσή Αυγή. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο καιροσκοπισμός τους, ότι οι ίδιες δυνάμεις, πλην Χρυσής Αυγής, είχαν διαμορφώνει την «εθνική θέση» για σύνθετη ονομασία που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία». Στο βαθμό που η σημερινή σύγκλισή τους στον αλυτρωτισμό καθορίζει το πεδίο και τη δυναμική του πολιτικού ανταγωνισμού, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται από την Αριστερά: η Αριστερά δεν μπορεί να είναι το «αντίθετο της κυβέρνησης», άνευ ετέρου. Αν ο ανταγωνισμός Αριστεράς και Δεξιάς έχει ακόμα νόημα, τότε αντιστοιχεί στην Αριστερά να ορίσει με συγκεκριμένο τρόπο τι είναι αριστερό και τι δεξιό στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Προφανώς: Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί τη Συμφωνία των Πρεσπών για να ανανεώσει τις συμμαχίες του στην «μεταμνημονιακή» περίοδο· την ίδια στιγμή, η Δεξιά και η Ακροδεξιά τη χρησιμοποιούν για να αμφισβητήσουν την αριστερή υπεροχή στο πεζοδρόμιο – για να συγκροτήσουν τον Λαό της Ιδιοκτησίας (και) στον δρόμο, εκτοπίζοντας από εκεί το κοινωνικό ζήτημα. Αυτά δεν μπορεί να αγνοούνται για λόγους αντιπολιτευτικής σκοπιμότητας: αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα αντιπολίτευση κυρίως στο «εθνικό ζήτημα», αν εμείς θέλουμε να επικρατήσει η αντιπολίτευση στο κοινωνικό, η απόρριψη των Πρεσπών αθροίζεται στο πρώτο πρόβλημα και δεν βοηθά καθόλου «αντικειμενικά» στο δεύτερο. (Μπορούμε, πάντα, να αγνοούμε την πραγματικότητα και να είμαστε συνωμοσιολόγοι: να ισχυριζόμαστε, λόγου χάρη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «οργανώνει» τους ναζί, που ωστόσο προϋπήρχαν  του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορούμε. Θέλουμε;).
 
* Τέταρτον, γιατί η Συμφωνία των Πρεσπών αντανακλά την πολλαπλάσια ισχύ και την υπεροψία της ελληνικής πλευράς – την ίδια στιγμή, όμως, είναι και το πλαίσιο που αποδέχεται σήμερα η μακεδονική. Ενώ λοιπόν είναι αναγκαίο να προτάσσεται η διεθνιστική κριτική απέναντι στις εθνικιστικές και τις νατοϊκές σκοπιμότητες, ο διεθνισμός δεν μπορεί να μένει αφηρημένη εξαγγελία διεθνιστικών αρχών. Μια διεθνιστική πολιτική παίρνει υπόψη την ετερογονία των σκοπών (το γεγονός ότι διαφορετικοί «δρώντες» μπορεί να θέλουν το ίδιο για διαφορετικούς λόγους), την ισορροπία των δυνάμεων, τις δυνατότητες ενός νέου πλαισίου σε σχέση με το παλιό.
 
Κάτι τελευταίο: Σε αντίθεση με τα θρυλούμενα, δημοκρατία είναι να ψηφίζουν οι γείτονες για το πώς θα λέγονται, τι θα λέει το Σύνταγμά τους και αν θα μπουν ή όχι στο ΝΑΤΟ. Δημοκρατία δεν είναι να ψηφίσει η κ. Αφροδίτη Μάνου ή ο κ. Ανθρακέας γι’ αυτά. Το αντίθετο: η επιβολή ισχύος με «δημοκρατικά μέσα» είναι πολύ κοντινή στη λογική «να ψηφίσουμε αν θα έχουν δικαιώματα οι μαύροι».