του Γιώργου Μουργή

Αποτέλεσμα -δικαιολογημένο ως ένα βαθμό- η εξωτερίκευση του συναισθήματος των αρθρογράφων να ταυτιστεί  με μια δυστοπική κανονικοποίηση του φαινόμενου που ακούει στο όνομα τηλεοπτικός διαφωτισμός, με την παρουσίαση αληθινών ανθρώπινων ιστοριών πόνου, ρατσισμού, ομοφοβίας, bylling και αντιφά(σισμου) με το φαινόμενο της τηλεθέασης.

Το σκοπό, δηλαδή, του κέρδους στα ταμεία παραγωγών και καναλαρχών καθώς στην προέκταση της αφήγησης- παρουσίασης μέσα από το τηλεριάλιτη μπορεί να ταυτιστεί ή στην καλύτερη περίπτωση να αντικαταστήσει τη ριζοσπαστικοποίηση των τηλεθεατών.
 
Δεν αξίζει να ασχοληθούμε με το κέρδος, τα τηλεσκουπίδια και την ελληνική τηλεόραση, αν και η ίδια συμμετοχή των παιχτών νομιμοποιεί ακόμα και τους πιο ακραίους χαρακτηρισμούς, για τον τρόπο που η μπίζνα αυτών των εκπομπών χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται την ανθρωπινή υπόσταση. Εξάλλου η τηλεόραση μπορεί να αφομοιώσει ή να ανατρέψει, αφού καταπιεί ως παμφάγο, μέσω της αγοράς και του κέρδους, τα πάντα για συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός βέβαια από το ανθρωποφαγικό προϊόν-περίσσευμα που πετάει στο κάδο των σκουπιδιών. Αυτό που ως Τατιανοποίηση, Ζούγκλες, Πρώτο Φλέμα, κλειδαρότρυπα, σεξισμό, ρατσισμό, ομοβοφία, ξενοφοβία, μισανθρωπισμό, τρομολαγνία, αποτελεί τηλεοπτικό, ιντερνετικό και δημοσιογραφικό συστημικό θέσφατο.

Ας παραμείνουμε στο γεγονός της αγνής προσπάθειας των αρθρογράφων, οι οποίοι παρασύρθηκαν από δυο αληθινά ανθρώπινα δράματα και εμφάνισαν τα συγκεκριμένα στιγμιότυπα ως αντίδοτο τηλοψίας και σύμμαχο προάσπισης του αντιφά(σιστικου) κινήματος και υπεράσπισης της όποιας διαφορετικότητας.

Και εδώ δεν μπαίνει ζήτημα συγκίνησης αλλά βασικό ζήτημα συνείδησης, μιας  και αγγίζει τα όρια ενός νέο συντηρητικού, απαθούς στην ουσία, δικαιωματισμού με αρχή μέση και τέλος στο τρόπο που κάποιοι ονειρεύονται από τον καναπέ ή το πληκτρολόγιο για το τι θα ήθελαν να κάνουν ή να είναι οι νοικοκυραίοι τηλεθεατές. Οδηγούμενοι, μάλιστα, σε έναν εφησυχασμό με κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά του ριζοσπαστικού νεοσυντηρητισμού, μιας και κάθε τέτοια τηλεοπτική εκπομπή αποτελεί ένα κοινωνικό γεγονός. Δεν εννοώ εδώ την αρθρογράφο, προφανώς, αλλά μια σημαντική, νομίζω, μερίδα των τηλεθεατών.

Πρόκειται για μια αμφίσημη και αντιφατική ερμηνεία της αληθινής ζωής και πραγματικότητας μέσα από τις προβολές και τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις των  θεατών – αναγνωστών στο κόσμο της ψηφιακής εικόνας.

Ο Guy Debord στο βιβλίο  «Η κοινωνία του θεάματος» χαρακτηριστικά αναφέρει πως: «Το θέαμα παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως η ίδια η κοινωνία, ως ένα μέρος της κοινωνίας και ως όργανο ενοποίησης. Ως μέρος της κοινωνίας είναι ρητά ο τομέας ο συγκεντρώνων παν βλέμμα και πάσα συνείδηση. Επειδή ακριβώς αυτός ο τομέας είναι διαχωρισμένος, είναι ο τόπος του εξαπατηθέντος βλέμματος και της ψευδούς συνείδησης. Και η ενοποίηση που επιτελεί δεν είναι τίποτε άλλο από την επίσημη γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού».

Θα ήταν όντως ιδανικό αν η τηλεοπτική παρουσίαση τέτοιων ανθρώπινων ιστοριών λειτουργούσε υπέρ αντιρατσιστικών ή αντιφασιστικών ιδεών, αλλά ποια είναι η απάντηση στο αν μπορεί η τηλεόραση να λειτουργήσει ταυτόχρονα και ως βιολογικό απολυμαντικό μέσο για τα ρατσιστικά και σεξιστικά σκατά που παράγει ή αναπαράγει η ίδια;

Δυστυχώς η πράξη δείχνει πως η δήθεν τελειότητα της εικόνας σε συνδυασμό με το success story που προσπαθεί να αναδείξει η τηλεοπτική προβολή έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα έδειξε πως από τη μια δεν υφίσταται εκ γενετής αντιρατσισμός ή αντιφασισμός, καθώς η ερμηνεία των φαινομένων δεν μπορεί να γίνει με τα εργαλεία μιας ξεπερασμένης τηλεοπτικής σκέψης και από την άλλη στην πολιτική εργαλειοθήκη η επίκληση «μορφώστε τους ναζί» αποδείχθηκε ιδεολογικά ελλειμματική.

Το ίδιο ελλειμματική αποδείχθηκε η νεοφιλελεύθερη οπτική που προσάρμοσε τα ιδεολογήματά της σε ένα περιβάλλον που ευδοκιμεί στα ΜΜΕ με ταυτολογικές λογικές δικαιωματικής απελευθέρωσης, ξεκάθαρα ψευτοεπαναστικές και έξω από το πεδίο της αληθινής σύγκρουσης, παραχωρώντας στο συναίσθημα την ανάθεση της αντίστασης.

Ποιος πιστεύει ότι μπορούν να τεθούν σε εγρήγορση τα αντανακλαστικά του νοικοκυραίου τηλεθεατή επειδή ο άτυχος Αφγανός πρόσφυγας Ζαχίρ και η τραγική ιστορία του πρωταγωνίστησαν σε ένα επεισόδιο υψηλής τηλεθέασης Master Chef;

Το παράδειγμά του εύλογα μέσω της εκπομπής διαχέεται και αγγίζει θυμικό και συναίσθημα σε ένα ευρύτερο κοινό, ομολογουμένως μεγαλύτερο από ότι απευθύνονται τα αντιρατσιστικά και αντιφα(σιστικά) φεστιβάλ, οι πολιτικές δράσεις στα στέκια προσφύγων και μεταναστών ή στο δρόμο από παρεμβάσεις αλληλεγγύης συλλογικοτήτων και οργανώσεων.

Ακόμα κι αν δεχτούμε πως θα ανοίξει τα φτερά του όπως ο ίδιος ονειρεύεται, αλήθεια τι αλλάζει στη ζωή του αθέατου Αφγανού, Πακιστανού, Μπαγκλατεσιανού, Αφρικανού που ζει στη χώρα ή ακόμα χειρότερα βιώνει  μόνος ή με την οικογένειά του τα βασανιστήρια του αποκλεισμού, εγκλωβισμένος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων;

Ευτυχώς «αυτό το ψαρονέφρι δεν είχε περισσότερο αποτέλεσμα από πέντε αντίφα φεστιβάλ» γιατί κυρίως η αντιφασιστική και αντιρατσιστική δράση σε δρόμους και φεστιβάλ μετράει πάνω από είκοσι χρόνια ανελλιπούς και αδιάλειπτης ιστορίας, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες ώστε ο Αφγανός πρόσφυγας  -και κάθε πρόσφυγας ή μετανάστης- να μην παραμείνει στην αφάνεια ως οργανικό σώμα ατομικά και συλλογικά, παρά το νεοφασιστικό ζόφο. Ακόμα κι αν χρειάζεται να παραμένει στην τηλεοπτική αφάνεια που εξακολουθεί να αναπαράγει το τηλεοπτικό μέσο με τα κυρίαρχα  ξενοφοβικά, ρατσιστικά και σεξιστικά μοντέλα στα πρωινάδικα τα μεσημεριανάδικα και στα ριάλιτι ελέω τηλεθέασης.

Δεν ξέρω αν σήμερα υπάρχουν οι συνθήκες ώστε τα πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία μιας γενιάς που παλεύει καθημερινά για ισονομία, ισότητα, δικαιοσύνη και αναγνώριση στο ανυπέρβλητο δικαίωμα για ζωή μπορεί να νικήσει τη γενιά της εικόνας, του θεάματος και του καταθλιπτικού κενού της απραξίας, αλλά οφείλουμε να αντισταθούμε στη φενάκη της τηλοψίας και της τεράστιας εικονικής οθόνης που μας περιστοιχίζει.

Διαφορετικά ο Αφγανός πρόσφυγας και ο Κύπριος συμπαίχτης του στο Master Chef θα είναι το χαρωπό διάλειμμα πασπαλισμένο με γαρίδα σοτέ, σελινόριζα, μους κολοκύθας και μπόλικο ψαρονέφρι στα τηλεοπτικά λεπτά διασημότητας που τους αναλογούν και της επιτυχίας να φορέσουν την πολυπόθητη ποδιά της εκπομπής, αγνοώντας την αποτυχία να διαμορφώσουν το δικό τους ατομικό πλαίσιο εντός ενός συλλογικού αγώνα που δίνεται έξω από εδώ, στην αληθινή ζωή, στην αληθινή αγορά του αντιδημοφιλούς καπιταλιστικού ονείρου της τηλεθέασης, των αφεντικών και της εκμετάλλευσης.

Η ατυχία στον τίτλο του άρθρου που αναρτήθηκε στο ΤΡΡ δεν ακυρώνει την μαχητική δημοσιογραφική πορεία της Τζένης Τσιροπούλου από τα ρεπορτάζ στη Μόρια, τις ευπαθείς κοινωνικές και καταπιεσμένες ομάδες που ζουν αποκλεισμένες μέχρι τις ραδιοφωνικές εκπομπές στο ΤΡΡ για τους κρατούμενους των φυλάκων τις κρατούμενες μωρομάνες της Θήβας και τόσα άλλα πρωτογενή ρεπορτάζ.

Το ίδιο άτυχο και το κλείσιμο του άρθρου που μιλάει για «ορατότητα, αντί για κρεμάλες…» προφανώς από το γνωστό σύνθημα για τους φασίστες.

Να πω την αλήθεια, βλέποντας το χαρακτηριστικό απόσπασμα του άτυχου Αφγανού πρόσφυγα στο You tube καμιά «ορατότητα» δεν μου ήρθε στο μυαλό πέρα από την ανάγκη να φωνάξω το σύνθημα δυο τρεις φορές δυνατά. Όχι σαν επαναστατική φωνητική γυμναστική εκτόνωσης, αλλά σαν  πρόβα για όσα έχουμε μπροστά μας.

Αντί επιλόγου

«Ό,τι παλεύουμε να πούμε εμείς δέκα χρόνια, το είπε ο Ζαχίρ σε 5 λεπτά» σχολίασε η ίδια η Τζ. Τσιροπούλου μεταφέροντας τα λόγια ενός συνάδελφου φωτορεπόρτερ.

Ας το πούμε αλλιώς: αν δεν υπήρχαν τόσοι και τόσοι, και μαζί και η ίδια η Τζένη, στο σύνολο του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού αγώνα, δεν ξέρω αν ο Ζαχίρ θα είχε αυτά τα πέντε λεπτά τηλεοπτικού χρόνου ακόμα και σε ένα σκατοριάλιτι για να τα πει.