του Θάνου Καραμπουρνιώτη

Στο ελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι το ‘’Μακεδονικό’’ έχει αποκτήσει σχεδόν ταυτόσημο χαρακτήρα με μία διαρκή επίκληση στο συναίσθημα. Η σύγκρουση ανάμεσα στις ιδέες, στα επιχειρήματα, την ηθική, έχει παραδώσει αμαχητί τη θέση της στην οργή, το θυμό, την υστερία. Η πλευρά όσων χωρίς δεύτερη σκέψη δηλώνουν πως ‘’το όνομά μας είναι η ιστορία μας και αυτά δεν τα χαρίζουμε πουθενά και με κανέναν τρόπο’’, σχεδόν κατά αποκλειστικότητα συνεχίζουν χαρακτηρίζοντας όσους τολμούν να αρθρώσουν έναν κάποιο αντίλογο, είτε προδότες, είτε ανθέλληνες, είτε εξαγορασμένους από τον διεθνή παράγοντα·οι ίδιοι άνθρωποι που στην πλειονότητά τους δείχνουν να αγνοούν το βασικό πλαίσιο της συνθήκης, κάτι που έγινε εμφανές εξ ολοκλήρου από τα πραγματοποιημένα συλλαλητήρια και τη ρητορεία τους. Η πλειοψηφία των πολιτών δείχνει να έχει συνειδητά επιλέξει να μη σκέφτεται με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. Μια καρδιά που έχει ερωτευθεί και αγκαλιάσει με πόθο τους μύθους, τις ανακρίβειες, τα ψέματα.

Ως αποτέλεσμα φαίνεται πως η πραγματικότητα έχει καταλήξει σε δύο διακριτούς πόλους. Από τη μία οι σφοδροί αντίπαλοι και από την άλλη οι υπέρμαχοι της συνθήκης των Πρεσπών. Είναι όμως το δίλημμα αποκλειστικά ορισμένο μέσα στο αυστηρό πλαίσιο των δύο αυτών πόλων, ή μήπως υπάρχει και εναλλακτική αφήγηση;

Μακεδονία Γη ελληνική;

Η βασική τοποθέτηση στην οποία εδράζεται η παραπάνω δήλωση είναι πως από τη στιγμή που οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν έλληνες (ας το λάβουμε ως defactoαλήθεια προς το παρόν χάριν του επιχειρήματος) τότε μονοπωλιακά δικαίωμα χρησικτησίας του όρου ‘’Μακεδονία’’ έχει μόνο το ελληνικό κράτος και κανείς άλλος. Έτσι η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας επέρχεται ως κλέφτης στην εξίσωση, να λάβει ως λάφυρα ενός σκοτεινού πολέμου απέναντι στον ελληνισμό και την κληρονομιά του το όνομα, την παράδοση και την ιστορία δυόμιση χιλιάδων χρόνων. Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη λογική βέβαια, είναι πως δείχνει να κατανοεί την εξέλιξη της ιστορίας ως γραμμική, δίχως ευρύτερες διακυμάνσεις εντός της. Ναι μεν πριν από περίπου δύο χιλιετίες, κυρίαρχοι της γεωγραφικής περιοχής που σήμερα αναγνωρίζουμε ως Μακεδονία ήταν οι αρχαίοι Μακεδόνες, αλλά με την πάροδο του χρόνου η περιοχή αυτή γνώρισε πολλούς επικυρίαρχους, κατά βάση μάλιστα προερχόμενους από πολύ διαφορετικές φυλετικές και πολιτισμικές ρίζες, όπως για παράδειγμα το βουλγαρικό κράτος, το λατινικό κράτος, το σερβικό βασίλειο, την Οθωμανική Αυτοκρατορία κ.α.[1]

Επομένως από τη στιγμή που η ελληνική φυλή δεν κατέχει το μονοπώλιο κυριαρχίας στον τόπο αυτό στο ρου της ιστορίας, με ποιο αίτιο απαιτεί το μονοπώλιο του όρου; Επειδή ο πολιτισμός που έχει να επιδείξει είναι ο αρχαιότερος συγκρινόμενος με τους υπολοίπους μνηστήρες;  Γιατί τότε δε διεκδικεί και τα εδάφη που κατακτήθηκαν από το βασίλειο εκείνο; Γιατί δε διεκδικούνται εν προκειμένω περιοχές από το σημερινό Ισραήλ, αν η βασική χρησιμοποιούμενη μεταβλητή ιδιοκτησίας ενός τόπου είναι η αρχαιότερη παρουσία; Όσο γελοίο και αν φαντάζει στο μυαλό κάποιου, η λογική είναι ακριβώς η ίδια.

Κάνοντας ένα fast forward λοιπόν και φτάνοντας στο όχι και τόσο μακρινό 1904, σε μια περιοχή η οποία διεκδικούνταν μετά μανίας από Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία με προπαγανδιστικούς όρους (και όχι μόνο), έλαβε χώρα η οθωμανική απογραφή των βιλαετίων της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσσόβου (Σκοπίων) από τον Huseyin Hilmi Pashaη οποία μετέπειτα θεωρήθηκε έγκυρη λόγω του ότι πραγματοποιήθηκε υπό την παρουσία ρώσων και αυστριακών αξιωματικών ως παρατηρητών.[2] Τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Οι μουσουλμάνοι φέρονται να αποτελούσαν το 54.2% του πληθυσμού, οι Βούλγαροι (Εξαρχικοί μαζί με Πατριαρχικούς) το 30.8%, οι Έλληνες το 10.5% και το υπόλοιπο 4.5% να διαμοιράζεται σε Σέρβους, Βλάχους και Ισραηλίτες. Παρόλα αυτά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η ελληνική πλευρά θα λάμβανε το 51.6% της Μακεδονίας, η σέρβικη το 38.32%, ενώ η Βουλγαρία και η Αλβανία θα μοιράζονταν το 10.12% και το 1.5% αντιστοίχως. Ποσοστά τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αναλογούν στην εθνολογική σύστασητων πληθυσμών οι οποίοι κατοικούσαν την περιοχή. Κάπου εκεί βρίσκεται και η απαρχή ενός βίαιου εξελληνισμού από πλευράς ελληνικού κράτους, μιας ελληνικής (πλέον) Μακεδονίας στην οποία αριθμητικά το ελληνικό στοιχείο μειοψηφούσε.

Αρκετοί σήμερα βέβαια αρνούνται το γεγονός πως έστω και γεωγραφικά, η Μακεδονία δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στην ελληνική επικράτεια και διατείνονται πως το ελληνικό κράτος ποτέ δεν αναγνώρισε γεωγραφικό διαχωρισμό στην περιοχή. Κάτι τέτοιο είναι ολωσδιόλου ανιστόρητο όμως. Η μελέτη του διδάσκοντος Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Σπύρου Καράβα, στο βιβλίο του ‘’Οι Μακεδονίες των άλλων’’αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Οι αναφορές είτε άμεσα είτε έμμεσα σε Βόρεια και Νότια Μακεδονία στα σχολικά εγχειρίδια των τελευταίων περίπου εκατό ετών είναι άπλετες, τόσο στα βιβλία ιστορίας όσο και γεωγραφίας. Για του λόγου το αληθές παρατίθενται παρακάτω σχολικά εγχειρίδια που καταστούν τον διαχωρισμό αυτό σαφή (τα αντίστοιχα βιβλία γεωγραφίας δε θα αναφερθούν για λόγους εξοικονόμησης χώρου)[3].

Είναι εμφανές λοιπόν πως η Μακεδονία δεν ήταν (ούτε και είναι) αποκλειστικά ελληνική διαμέσου της ιστορίας, κάτι που ακόμη και το επίσημο ελληνικό κράτος έχει ουκ ολίγες φορές αναγνωρίσει. Η φυλετική καθαρότητα επίσης μέσα σε εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες χρόνια είναι απλά κομμάτι ψεύτικων εθνικών αφηγήσεων· όχι βεβαίως μόνο της εντός της ελληνικής επικράτειας πλευράς. Παρόμοια αφήγηση έχει και ο εθνικισμός στο εσωτερικό του βουλγαρικού κράτους, στηρίζοντας τις βλέψεις του για μια ‘’Μεγάλη Βουλγαρία’’, στο δικαίωμα επί της περιοχής από τα χρόνια του Σαμουήλ και της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ανάμεσα στον δέκατο και τον ενδέκατο μετά Χριστόν αιώνα. Εξάλλου οι βαθιές ρίζες ενός λαού σε έναν τόπο, αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τη μετέπειτα εθνική του αφήγηση μέσα στα πλαίσια συγκροτημένης κρατικής δομής, κάτι που κανένα κράτος δεν προτίθεται να αφήσει στην τύχη του.

Σλαβομακεδονική γλώσσα ή διάλεκτος;

‘’Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό’’, φέρεται να είπε ο Αμερικάνος γλωσσολόγος MaxWeinreich, υπονοώντας πως η αναγνώριση έγκειται περισσότερο σε πολιτικά παρά σε επιστημονικά κριτήρια, κάτι το οποίο φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή στην πράξη, όπως έχει διδάξει το παρελθόν. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα άλλωστε γινόταν προσπάθεια από πλευράς μέρους της ελληνικής διανόησης η τότε θεωρούμενη διάλεκτος να αναγνωριστεί ως παραφθαρμένα αρχαία μακεδονικά ελληνικά![4]. Κάτι τέτοιο δε θα έπρεπε να φαντάζει εξωπραγματικό στον αναγνώστη του 21ου αιώνα εάν λάμβανε υπόψιν του πως στις ταραγμένες εκείνες εποχές, τόσο το ελληνικό όσο και το βουλγαρικό κράτος έκαναν τρομερές προσπάθειες ώστε να φέρουν στη σφαίρα επιρροής τους, τους ανθρώπους εκείνους που δεν αυτοπροσδιορίζονταν ούτε έλληνες, ούτε βούλγαροι. Από τη μία η ελληνική πλευρά τόνιζε όσα στοιχεία τη συνέδεαν (ακόμη και με μυθοπλασίες όπως εν προκειμένω)με τους μακεδόνες, από την άλλη το ίδιο επεδίωκε να κάνει και η βουλγάρικη, προπαγανδίζοντας πως τα σλαβομακεδονικά ήταν ξεκάθαρη βουλγάρικη διάλεκτος. Μάλιστα την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας όπως τη χαρακτηρίζουν και όχι σλαβομακεδονικής επιβεβαιώνουν ο Παύλος Μελάς με επιστολή που απέστειλε στη σύζυγό του Ναταλία και η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της ‘’Τα μυστικά του βάλτου’’.

Με το πέρας όμως των ετών και αφού δημιουργήθηκε η Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους ταυτίστηκε με εκείνη της Βουλγαρίας. Εξάλλου, αν δεν έχεις δική σου γλώσσα, δεν μπορείς να έχεις και δική σου εθνικότητα, προφανώς σκέφτηκε η ελληνική πλευρά.
Σήμερα και διεθνώς η πλειοψηφία των γλωσσολόγων θεωρεί πως η σλαβομακεδονική έχει όλα τα χαρακτηριστικά εκείνα που την καθιστούν ξεχωριστή γλώσσα και όχι μια απλή διάλεκτο των βουλγαρικών. Μια γλώσσα που έχει αντλήσει στοιχεία από τα βουλγάρικα, από τα σέρβικα, από τα βλάχικα κ.α και έχει αισίως περίπου 180 χρόνια εξέλιξης. Μάλιστα κατατάσσεται στη νοτιοσλαβική γλωσσική ομάδα, μαζί με τα βουλγάρικα.

Στη συμφωνία των Πρεσπών (άρθρο 7, παράγραφος 4) άλλωστε ορίζεται σαφώς πως ‘’Η μακεδονική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών Χωρών’’ και εν συνεχεία αναγράφεται πως ‘’Τα Μέρη σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δευτέρου Μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους.’’ με σκοπό να διαρρηχθεί η σύνδεση ανάμεσα στο μύθο της εξέλιξης των αρχαίων μακεδονικών, στα μακεδονικά της π.Γ.Δ.Μ. Ένα εδάφιο που αν και έχει μεγαλύτερο έρεισμα στην πραγματικότητα από το ισχύον statusquoτης γείτονος, δεν παύει να αποτελεί μαχαιριά στην καρδιά της περηφάνιας και της εθνικής ταυτότητας των πολιτών της.

Μας κλέβουν την ιστορία;

Το ζήτημα της ελληνικότητας της φυλής των αρχαίων Μακεδόνων είναι σχετικά πιο σύνθετο από αυτό που η κυρίαρχη εθνική αφήγηση επιτρέπει να εννοηθεί. Ενώ γενικά η ευρέως αποδεκτή θέση είναι πως από τον 5ο αιώνα π.Χ. η ελίτ τάξη των αρχαίων Μακεδόνων είχε εξελληνιστεί και είχε υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα τα αττικά ελληνικά (μιας και τα αρχαία μακεδονικά ήταν τόσο διαφορετικά που θεωρείται ότι ένας πολίτης της αρχαίας Αθήνας, δε θα καταλάβαινε λέξη από όσα θα άκουγε από έναν υπήκοο της αρχαίας Μακεδονίας) δεν είναι πολλά γνωστά για το επίπεδο εξελληνισμού του απλού λαού.[5] Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως υπάρχουν αναφορές του Θρασύμαχου και του Δημοσθένη σε ‘’βάρβαρους’’ ή και σε εν μέρει έλληνες από τους Θουκυδίδη και Ισοκράτη αν και για κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ευθύνεται η διαφορά των πολιτικών συστημάτων ανάμεσα σε Αθήνα και Μακεδονία, ένα σύστημα (το Μακεδονικό) που ίσως και να ευθυνόταν για την κατάταξή τους σε βάρβαρο φύλο. Όπως και να έχει πάντως η καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων χρήζει μεγαλύτερης έρευνας από όσους με στόμφο επαίρονται για το μακεδονικό αίμα που κυλά στις φλέβες τους.

Η σύνδεση των Μακεδόνων παρόλα αυτά με τη Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, είναι σχετικά νέο δημιούργημα και όπως ειπώθηκε παραπάνω, εν πολλοίς ευθύνη για αυτό έχει η ελληνική πλευρά. Δεν είχε τη δυνατότητα να προβλέψει στα μέσα του 19ου και μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα πως η διαρκής αυτή πάλη να κερδίσει τον σλαβομακεδονικό πληθυσμό και να μην τον παραχωρήσει δίχως μάχη στον βουλγαρικό παράγοντα, προσπαθώντας να τον πείσει πως η καταγωγή του είναι αρχαία μακεδονική και επομένως ελληνική, θα είχε τέτοιο αντίκτυπο στα Βαλκάνια, και ιδιαιτέρως τέτοιας χρονικής διάρκειας.Οι σύγχρονοι ιστορικοί της γείτονος στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την καταγωγή τους αυτή, ενώ αναγνωρίζουν πως τα πρώτα σλαβικά φύλα κατείλθαν στην ευρύτερη περιοχή περί 6ου και 7ου μ.Χ. αιώνα, θεωρούν πως  αυτά μέσα στους αιώνες οδηγήθηκαν σε επιμειξία με τους απογόνους των αρχαίων μακεδόνων που ήδη κατοικούσαν την περιοχή. Έτσι το σλαβικό φύλο υπερτέρησε του αντίστοιχου μακεδονικού και εν τέλει το αφομοίωσε, καθιστώντας τους απογόνους της γενιάς του Αλεξάνδρου του Μέγα. Ένα στοιχείο το οποίο καθόρισε αποφασιστικά την εθνική ταυτότητα του μακεδονικού κράτους μιας και αποδείκνυε τις βαθιές ρίζες του στο χρόνο και στο χώρο. Εξάλλου δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη η εκλογίκευση μύθων στο λαϊκό θυμικό κατά τη δημιουργία εθνών, ως συγκολλητική ουσία των ανθρώπων που θα αποτελέσουν το μελλοντικό πολιτικό δυναμικό του.

‘Οσον αφορά πάντως τη συνθήκη των Πρεσπών περί του ζητήματος, η θέση της είναι σαφέστατη. Στο άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2 αναφέρεται χαρακτηριστικά: ‘’Τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους ‘’Μακεδονία’’ και ‘’Μακεδόνας’’ αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά. Αναφορικά με το Πρώτο Μέρος, με αυτούς τους όρους νοούνται όχι μόνο η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους, αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα’’. Έχουμε λοιπόν μια σαφή και πλήρη αποποίηση του δικαιώματος στην αναγνώριση του ‘’μακεδονικού’’ κράτους ως συνεχιστές εθνοτικά και φυλετικά των αρχαίων Μακεδόνων και παραχώρηση του δικαιώματος μονοπωλιακά στην ελληνική πλευρά∙ κάτι που έρχεται σε εξόφθαλμη αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι μακεδονομάχοι είτε ως ατομικότητες είτε συλλογικά (σύλλογοι, συλλαλητήρια) περί παράδοσης της ιστορίας στα χέρια των γειτόνων. Η ελληνική πλευρά έλαβε το κυριαρχικό δικαίωμα στον Αλέξανδρο, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την εθνική αξιοπρέπεια των μακεδόνων.

Κυρίαρχο Μακεδονικό κράτος ή ψευτοδημιούργημα του Τίτο

Εξαιρετικά διαδεδομένη στην ελληνική πλευρά είναι η θέση πως το γειτονικό κράτος αποτελεί ένα ψευτοδημιούργημα του Τίτο από τον Αύγουστο του 1944 και τίποτα περισσότερο, με απώτερο σκοπό να πλήξουν το κύρος του και να δικαιολογήσουν τη μη αναγνώρισή του (εθνικά και ιστορικά) από την Ελλάδα. Προφανώς και ο Τίτο πραγματοποιούσε τη δική του πολιτική ατζέντα, δίνοντας σάρκα και οστά στην τότε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας υπό το φόβο της μελλοντικής προσάρτησης στη ‘’Μεγάλη Βουλγαρία’’, μα η τοποθέτηση αυτή δεν μπορεί παρά να παραγνωρίζει το γεγονός ότι ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως μια εθνική συνείδηση (πριν το σχηματισμό κρατικής δομής) είχε ξεκινήσει να διαμορφώνεται από μεριάς του μακεδονικού πληθυσμού, όπως ήδη αναφέρθηκε και παραπάνω. Εξάλλου δεν είναι δυνατή η δημιουργία κράτους και εθνικής ταυτότητας εξ ολοκλήρου από το μηδέν. Είναι απολύτως αναγκαία η ύπαρξη μιας αρχικής μαγιάς επάνω στην οποία θα θεμελιωθεί το νεοσύστατο οικοδόμημα.

Εάν όμως δεν είναι ένα ψευτοδημιούργημα του παρελθόντος, είναι σίγουρα ένα κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος; Με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών, τα δεδομένα αναδεικνύουν πως μάλλον δεν είναι. Ένα κυρίαρχο κράτος δεν μπορεί να αποδεχτεί τροποποίηση του Συντάγματός του με απόφαση εξωγενών δυνάμεων (ελληνικός, ευρωπαϊκός και αμερικάνικος παράγοντας) στη βάση κάποιων ‘’αλυτρωτικών’’ διατάξεων, διατάξεων που σχεδόν κάθε σύνταγμα υπό μια μορφή υποστηρίζει. Ένα ανεξάρτητο κράτος δεν μπορεί να αποδεχτεί την αλλαγή ενός ονόματος που για 75 χρόνια έφερε με πίεση ενός άλλου κυρίαρχου κράτους. Η συνθήκη των Πρεσπών είναι εξαιρετικά ανισοβαρής και γέρνει με μεγάλη κλίση  προς την ελληνική πλευρά. Ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοδιάθεση των λαών για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα πάνε περίπατο, από τη στιγμή που μπορούν να προκαλέσουν έναν δημόσιο εθνικό εξευτελισμό σε εκείνους που τόλμησαν να επιλέξουν να αντιπαρατεθούν για δεκαετίες με τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό, με τις πλάτες βεβαίως της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ∙ για τα μάτια των οποίων το πολυπραγμένο αυτό δράμα οδεύει (;) προς ένα-κάποιο τέλος.Ποιος άλλωστε θα επιθυμούσε να βρίσκεται στη θέση ενός ανθρώπου ο οποίος εν μία νυκτί χάνει κάθε στοιχείο που συγκροτούσε την εθνική του συνείδηση; Όλα όσα γνώριζε μια ζωή για το ποιος είναι, από που προέρχεται και που συνεχίζει να προχωρά, καταστρέφονται με βία, συνθλίβονται κάτω από τη βαριά μπότα του διεθνούς ανταγωνισμού∙ και σα να μην ήταν όλα αυτά αρκετά η πολιτική εξουσία του τόπου του να παλεύει να τον πείσει πόσο κερδισμένος βγήκε από την περιπέτεια. Η ειρωνία των εξουσιαστών στο πρόσωπο των καταπιεσμένων σε όλο της το μεγαλείο.

Είναι θεμιτό να τάσσεται κάποιος απέναντι στη συνθήκη των Πρεσπών. Δεν είναι όμως θεμιτό να την αντιμάχεται για όλους τους λάθος λόγους. Είναι απαραίτητο ο κάθε πολίτης να έχει άποψη για ένα ζήτημα που τον ενδιαφέρει άμεσα, είναι όμως υποχρεωτικό να φροντίζει ο ίδιος να ενημερώνεται αναλόγως και να μη μετατρέπεται σε υποχείριο πολιτικών παιχνιδιών στην πλάτη του, αναπαράγοντας την κυρίαρχη προπαγάνδα που πολλές φορές κιόλας δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Καλά κάνουμε και απαιτούμε περισσότερη δημοκρατία και σεβασμό στις επιθυμίες του λαού, μα σε περίπτωση που μας δωθούν, είμαστε έτοιμοι να λάβουμε την αυξημένη ευθύνη που θα βαραίνει τους ώμους μας;

[1]: Κωστής Καρπόζηλος-Δημήτρης Χριστόπουλος, 10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό, Αθήνα : Πόλις, 2018, σελ. 24
[2]: Αλέξης Ηρακλείδης, Το Μακεδονικό Ζήτημα 1878-2018,Θεμέλιο,2018, σελ.61-62
[3]: Σπύρος Καράβας, Οι Μακεδονίες των άλλων, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2018, σελ. 15-60
[4]: Αλέξης Ηρακλείδης, ο.π., σελ. 210
[5]: Αλέξης Ηρακλείδης, ο.π., σελ. 271-295