Του Κωνσταντίνου Πουλή

Ως προς το τι πιστεύουν οι Έλληνες για το μακεδονικό ζήτημα πιστεύω ότι υπήρξε μία τεράστια απόπειρα να παραφουσκωθεί η ένταση με την οποία υποτίθεται ότι οι Έλληνες διαφωνούσαν με τη συμφωνία. Η απόπειρα αυτή δεν ήταν βεβαίως αθώα, ήταν μία ωμή προπαγανδιστική επιχείρηση να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη παρουσιάζοντας ως λυσσαλέα αντίδραση ενός ενωμένου και συμπαγούς λαϊκού σώματος αυτό που στην πραγματικότητα ήταν η φωνακλάδικη οργή συγκεκριμένων ομάδων.

Ξέρω και εγώ πώς είναι να ανασκευάζεις τους συντηρητικούς υπολογισμούς της αστυνομίας στις διαδηλώσεις, αλλά την περίοδο των Αγανακτισμένων δίναμε με κάποια σύνεση διπλάσια νούμερα από την αστυνομία, αλλά όχι δεκαπλάσια ή εικοσαπλάσια. Οι συγκεντρώσεις για το μακεδονικό, με θλιβερό αποκορύφωμα την ανύπαρκτη συγκέντρωση της βροχερής ημέρας της τελικής κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, ήταν αξιοθρήνητες. Εθνικόφρονες πολιτικοί και πρόθυμα τηλεοπτικά κανάλια, που ήθελαν να μας πείσουν ότι αυτό είναι το σημαντικότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, συνεχώς προέβλεπαν ότι θα υπάρξουν μαζικότατες λαϊκές αντιδράσεις, οι οποίες δεν υπήρξαν ποτέ. Υπήρξε αντιθέτως σε κάθε βήμα σωρεία ψεμάτων, προπαγάνδας και εμπρηστικών ψευδών ειδήσεων προκειμένου να υποκινηθεί η οργή των μαζών. Θυμίζω ότι όταν γίνονταν συγκεντρώσεις στη βόρεια Ελλάδα μιλούσαν για νεκρούς, ενώ στο συλλαλητήριο της περασμένης εβδομάδας στην Αθήνα μιλούσαν για παιδί δύο ετών που είχε πάει στο νοσοκομείο από δακρυγόνα.

Κατανοώ τους ανθρώπους που λένε πως διαφωνούν με τη συμφωνία των  Πρεσπών  αλλά δεν θα κατέβαιναν σε πορεία μαζί με το πλήθος των γραφικών ακροδεξιών. Η απάντηση όμως  είναι πολύ απλή σε αυτό. Αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολλοί, θα γέμιζαν τους δρόμους της Αθήνας και όλης της Βόρειας Ελλάδας και τότε πια δεν θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με τους γραφικούς, γιατί θα είχαμε μπροστά μας μία πάγκοινη λαϊκή αντίδραση απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών. Αυτή η αντίδραση δεν υπήρξε, όσο κι αν προσπάθησαν να μας πείσουν τα κανάλια πρώτα ότι θα υπάρξει και μετά ότι συμβαίνει μπροστά στα καχύποπτα μάτια μας.

Ακόμη και τα δημοσκοπικά δεδομένα δεν στηρίζουν καθόλου τις κορώνες περί του ελληνικού λαού που είναι ενωμένος απέναντι στη συμφωνία. Το Πρώτο Θέμα έδινε ποσοστό 68%, θέτοντας μάλιστα παραπλανητικά το ζήτημα του ονόματος ως επίδικο στη δημοσκόπηση, το οποίο όπως καταλαβαίνουμε είναι πολύ πιο φορτισμένο, παρότι είναι διπλωματικά και πολιτικά χωρίς κανένα νόημα. Η δημοσκόπηση του ΣΚΑΪ έδινε ποσοστό 62% στο Όχι στη συμφωνία των Πρεσπών και καταλαβαίνουμε ότι αυτό είναι ένα ποσοστό που λίγο-πολύ απηχεί και τους ευσεβείς πόθους του ΣΚΑΪ, που τόσο παιδαριωδώς και λαϊκίστικα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει εκλογικά το μακεδονικό για να επιτύχει ένα πλήγμα εναντίον του Τσίπρα.

Αν περάσουμε στο κοινοβουλευτικό επίπεδο τα πράγματα ήταν ακόμη πιο αποκαρδιωτικά. Οι περισσότεροι νομίζω αντιλαμβάνονται πια την πολιτική σταδιοδρομία των εκλεγμένων βουλευτών ως μία ιδιαιτέρως επωφελή καριέρα. Κανείς λοιπόν δεν πέφτει από τα σύννεφα όταν έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια ότι οι βουλευτές μας δεν βρίσκονται εκεί ασκώντας κάποιο άθλημα αυτοθυσίας αλλά αντιθέτως λένε ό,τι χρειαστεί προκειμένου να μπορούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη της βουλευτικής ιδιότητας. Παρότι αυτά είναι νομίζω κοινοί τόποι, με δεδομένο ότι δεν ζούμε πια στην εποχή της λατρείας του Ανδρέα Παπανδρέου που θα έσωζε και θα άλλαζε την Ελλάδα, η έκταση του ξεβρακώματος, της ωμότητας και του κυνισμού των παζαριών που έγιναν γύρω από τη συμφωνία των Πρεσπών ήταν ακόμη και για μένα -που δεν είμαι τόσο αγαθός, νομίζω- εντυπωσιακή.

Είναι εντελώς προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία θα στήριζε την ίδια αυτή συμφωνία αν βρισκόταν στην εξουσία. Ξέρουμε και τα επιχειρήματα με τα οποία θα το έκανε. Εις ό,τι αφορά το ζήτημα του ονόματος είχε ήδη συμφωνήσει, και για τα υπόλοιπα θα έλεγε ό,τι λέει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ίσως λίγο περισσότερο την εξάρτησή μας από τις Ηνωμένες πολιτείες και την απομάκρυνση της ρωσικής επιρροής από τα Βαλκάνια. Το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία τώρα δεν μπορούσε να τα πει αυτά οφείλεται στον υπολογισμό ότι αν παραδεχόταν πως δεν είχε ουσιαστική διαφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αδύνατο να συγκρατήσει το ακροδεξιό κομμάτι της το οποίο θα ούρλιαζε για τους σκοπιανούς που παίρνουν τη Θεσσαλονίκη μας. Γι’ αυτό το λόγο η Νέα Δημοκρατία επεδίωξε να οργανώσει τον επικοινωνιακό μηχανισμό της, να στείλει τον Άρη Πορτοσάλτε στο συλλαλητήριο, να βάλει τα στελέχη της να λένε ότι θα είναι εκεί και να έχει μία κωμικά ασαφή θέση σε σχέση με το ζήτημα της ονομασίας, βάζοντας τον αντιπρόεδρο της να λέει πως δεν θα έπρεπε καθόλου να υπάρχει η λέξη Μακεδονία στην ονομασία της γειτονικής χώρας.

Η πιο αποκαλυπτική εκδοχή αυτής της υποκρισίας εκδηλωνόταν στην Καθημερινή, στον Παπαχελά ή τον Καλύβα, που προσπαθούσαν με πολύ κόπο να συνδυάσουν την ικανοποίηση του αμερικανικού παράγοντα με το κομματικό κέρδος του Κυριάκου Μητσοτάκη, λέγοντας (χωρίς ντροπή) ότι το ζήτημα θα έπρεπε να κλείσει, αλλά ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να κάνει πίσω στις απαιτήσεις του κόσμου της Νέας Δημοκρατίας. Κατά τα λοιπά δίνουν μάχες κατά του λαϊκισμού όλοι τους.

Στα κόμματα που διαλύθηκαν με αφορμή το μακεδονικό η κατάσταση ήταν θλιβερή και βαθύτατα ταπεινωτική για όσους σύρθηκαν χωρίς την ελάχιστη αξιοπρέπεια στα παζάρια αυτών των ημερών. Ξεκινώ από το Ποτάμι, που επέδειξε μια τρομακτικά καιροσκοπική στάση, αλλάζοντας συνεχώς την κομματική θέση ανάλογα με το πού φύσαγε ο άνεμος του στενού κομματικού συμφέροντος. Το Ποτάμι διέπραξε στο μακεδονικό όλα ακριβώς τα αμαρτήματα που έκαναν κάποιους ανθρώπους να το πιστέψουν και να το στηρίξουν, όταν τα στηλίτευε στο πρόσωπο άλλων.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι ένα κόμμα του οποίου η ύπαρξη είναι στα δικά μου μάτια ακατανόητη. Θα ήταν η αντιμνημονιακή δεξιά μας, αλλά μετά έγινε μνημονιακή δεξιά, που η αλήθεια είναι ότι την έχουμε ήδη στη Νέα Δημοκρατία και δεν χρειαζόμαστε κι άλλη. Το σκόρπισμα των βουλευτών των Ανεξάρτητων Ελλήνων και η καταγέλαστη στάση του προέδρου τους που συνόδευσε την κυβέρνηση μέχρι το παρά πέντε της κύρωσης της συμφωνίας και μετά ξεκίνησε αγώνα λάσπης εναντίον της κυβέρνησης είναι δείγμα χαμηλής πολιτικής ηθικής και εντελώς ανύπαρκτης εθνικής ευαισθησίας, για την οποία υποτίθεται ότι τόσο κόπτεται.

Αν ισχύει για τους δύο προηγούμενους ότι δεν είμαι καθόλου βέβαιος για τον λόγο της ύπαρξής τους, πολύ περισσότερο θα ισχύει αυτό για το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη. Οι βουλευτές του σκορπίστηκαν προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις, όπου μπόρεσε ο καθένας τους να βρει μία σανίδα να πιαστεί.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως και στο Κίνημα Αλλαγής, η άποψη για τη συμφωνία ρυθμιζόταν ανάλογα με τη στάθμιση του κομματικού συμφέροντος. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μόνο εγώ το παρατήρησα αυτό και δεν νομίζω ότι είναι άσχετο με το γεγονός ότι τόσοι και τόσοι άνθρωποι με πραγματικά προβλήματα, χρέη, χωρισμούς και χαλασμένη βρύση στο μπάνιο, δεν παθιάστηκαν τελικά και τόσο με το μακεδονικό.

Άφησα για το τέλος το ζήτημα των επιχειρημάτων που ακούστηκαν από την πλευρά των αριστερών κομμάτων που διαφώνησαν με τη συμφωνία των Πρεσπών.

Έχω την εντύπωση ότι η συζήτηση για το ΝΑΤΟ ήταν άρνηση να τοποθετηθεί κανείς για τη συμφωνία, και ότι το επιχείρημα του αλυτρωτισμού, της ιδέας ότι η εθνότητα και η γλώσσα αποτελούν ζωντανό όχημα αλυτρωτισμού εκ μέρους της Βόρειας Μακεδονίας, δεν ξεχωρίζει από την ανάλυση των εθνικιστών. Με αυτά τα δύο δεδομένα, που έχουν αναλυθεί επαρκώς όλον αυτόν τον καιρό, καταλαβαίνει κανείς ότι ούτε και εκεί είναι περίεργο που ο κόσμος δεν σηκώθηκε από τον καναπέ του, όπως προβλεπόταν.

Δεν θα άλλαζε η ανάλυσή μου αν ο κόσμος ξεσηκωνόταν. Θα λυπόμουν, θα διαφωνούσα, αλλά θα πίστευα ακριβώς ό,τι πιστεύω και τώρα. Ότι το ζήτημα διογκώθηκε τεχνητά από πολιτικούς και κανάλια που έδειξαν εμπράκτως ότι δεν παίρνουν ούτε οι ίδιοι το θέμα αυτό στα σοβαρά. Όλοι μετράνε τα κουκιά πριν να μιλήσουν. Μάλιστα, όσο περισσότερο πλησιάζουμε στην κεντρική πολιτική σκηνή, τόσο περισσότερο μετράνε τα κουκιά και τόσο πιο αδιάφορο είναι αυτό που λένε. 

Δεν έχω ιδέα αν θα συνεχίσουμε να μιλάμε για το μακεδονικό. Έτσι κι αλλιώς ούτε βαρόμετρο του κλίματος της εποχής είμαι ούτε το επηρεάζω. Αντιθέτως, δεν θεωρώ καθόλου ότι είναι δουλειά μου να «πιάνω τον σφυγμό της εποχής». Πάντως θα εξακολουθήσουμε να έχουμε τα ίδια προβλήματα για τα οποία μιλούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015, αυτά για τα οποία δεν μιλάει σήμερα κανείς, γιατί κανείς δεν ξέρει τι να πει και κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει. Πιστεύω ότι το μακεδονικό ενδιαφέρει πολύ λίγους στην πραγματικότητα. Όσα βρισίδια και αντιρρήσεις κι αν ακούσω εγώ, η άδεια πλατεία Συντάγματος την ημέρα της κύρωσης της συμφωνίας λέει περισσότερα από χίλιες απειλές για κρεμάλες σε προδότες και τα ρέστα. Όλες αυτές οι φωνές είναι το ψυχολογικό αντιστάθμισμα ενός κινήματος που δεν υπήρξε ποτέ.

Κι εγώ θα ήθελα να πολεμάμε τη λιτότητα και τον εθνικισμό με μαζικές διαδηλώσεις. Η πραγματικότητα δεν μου κάνει το χατίρι κι εγώ προσπαθώ να μην κάνω ότι δεν βλέπω. Νιώθω μερικές φορές ότι συζητάμε το μακεδονικό όπως συζητάει κανείς λεπτομερώς για διαδρομές και την κίνηση στους δρόμους, σε μια κηδεία. Διότι για αυτά που μας τρώνε δεν έχουμε ιδέα ούτε τι να πούμε ούτε τι να κάνουμε.