Ποιος έχει δίκιο; Οι μεν με τον Guaidó, ή οι του Maduro; ΗΠΑ και σία ή Βενεζουέλα; Καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός ή κομμουνισμός; Τέτοιου τύπου είναι τα ερωτήματα στα οποία φαίνεται να απαντά, κατά κύριο λόγο, η κοινή γνώμη. Η πραγματικότητα, όμως, είναι, όπως πάντα, πολύ πιο σύνθετη και απαιτεί υπομονή. Η ψευδαίσθηση αυτή που έχουμε κληρονομήσει περί αντίληψης μίας ‘διλημματικής’ πραγματικότητας, τύπου ‘άσπρο – μαύρο’, από τον Ψυχρό Πόλεμο πρέπει, επιτέλους, να διαλυθεί. Πρέπει να θέσουμε ένα τέλος στην εσωτερική ανυπομονησία μας για αλήθεια, εάν σκοπός μας εξακολουθεί να είναι ο άνθρωπος. Και απευθύνομαι, κυρίως, στην αριστερή πτέρυγα, νιώθοντας κομμάτι της και, επομένως, συνυπεύθυνος για τη ‘φωνή’ της.

Του Λεωνίδα Ρήγα

Αρχικά, να συμφωνήσουμε ότι το καθεστώς Maduro είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, με όλη τη σημασία της έννοιας. Και αυτό δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, αρκεί κανείς να επισκεφθεί όλες τις αναφορές που έχουν συνταχθεί τα τελευταία 5 χρόνια από όλους τους τοπικούς και διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η Διεθνής Αμνηστία, η Human Rights Watch, το Foro Penal (το οποίο εδράζεται στη Βενεζουέλα και παρέχει νομική βοήθεια pro bono σε άπορους και όσους έχουν συλληφθεί αυθαίρετα, βασανιστεί, κτλ. κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών) και ο ΟΗΕ.

Αν είναι κανείς τολμηρός, λοιπόν, να αντικρύσει την αλήθεια, αυτή είναι η ακόλουθη:

Το καθεστώς Μαδούρο είναι ένα καθεστώς μέσα στο οποίο οι ελευθερίες των πολιτών έχουν παύσει οριστικά (εκτός εάν οι ‘ελευθερίες’ συμφωνούν με την επίσημη κυβερνητική γραμμή, όπως σε κάθε σωστό ολοκληρωτικό καθεστώς). Οι επιδρομές σε οικίες των πολιτικώς αντιφρονούντων είναι καθημερινό φαινόμενο, το οποίο έχει οδηγήσει σε σοβαρούς τραυματισμούς, εξαφανίσεις και δολοφονίες.

Όλοι οι παραπάνω οργανισμοί κάνουν λόγο για την επιχείρηση με το κωδικό όνομα People’s Liberation Operation (OLP), η οποία ξεκίνησε επί Maduro τον Ιούλιο του 2015.

Από τη δημιουργία της, 14.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και λιγότεροι από 100 έχουν περάσει από δίκη. Τον Νοέμβριο του 2017, η Γενική Εισαγγελέας, Luisa Ortega Díaz, ανέφερε πως περισσότεροι από 500 ανθρώποι έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια των επιδρομών από τις δυνάμεις του OLP μεταξύ 2015 – 2017 (με ελάχιστα στοιχεία να μαρτυρούν πως ο θάνατος τους υπήρξε πράγματι αποτέλεσμα σύγκρουσης, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση).

Ίδιας φύσης είναι και η τρομοκρατία που επικρατεί στους δρόμους της Βενεζουέλας κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών εναντίον του Maduro. Στις μεγαλύτερες πορείες που έλαβαν χώρα, όπως αυτές μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 2017 στο Καράκας, πολλοί διαδηλωτές έγιναν αντικείμενο επίθεσης από τις δυνάμεις ασφαλείας της Βενεζουέλας, με τη βοήθεια των colectivos (προ-καθεστωτικές παραστρατιωτικές ομάδες). Το προσωπικό των δυνάμεων ασφαλείας πυροβόλησε διαδηλωτές αδιακρίτως, πάτησε πολλούς με θωρακισμένο όχημα και χτύπησε βίαια ανθρώπους οι οποίοι δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση, καθώς και προέβη σε βίαιες επιδρομές σε πολυκατοικίες. Η Εισαγγελέας στην αναφορά της έκανε λόγο για 2.000 υποθέσεις τραυματισμού και θάνατο 124 ανθρώπων κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, από τις 31 Ιουλίου του ’17 και έπειτα.   

Σημειωτέον: λόγω των ερευνών τη Εισαγγελέως Ortega Díaz στα παραπάνω γεγονότα, η Συντακτική Συνέλευση της Βενεζουέλας την απέλυσε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Την στιγμή που μιλάμε έχει εκδοθεί από τη κυβέρνηση Maduro διεθνές ένταλμα σύλληψης κατά της Luisa Ortega Díaz και του συζύγου της, οι οποίοι διαμένουν προς το παρόν στην Κολομβία για λόγους ασφαλείας.

Να μην ξεχάσουμε επίσης και την περίπτωση εκδιώξεων πολιτικών αντιπάλων του Maduro, όπως τη γνωστή περίπτωση του πρώην αρχηγού της αντιπολίτευσης, Leopoldo López. Ο Leopoldo López εκτίει 13 χρόνια φυλάκισης για παρακίνηση σε βιαιοπραγίες κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στο Καράκας τον Φεβρουάριο του 2014, παρά την απουσία αποδεικτικών στοιχείων. Από τον Ιούλιο του 2017, ο Leopoldo López βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό (μετά από φυλάκιση 3 χρόνων) .

Φίμωση, λοιπόν, και εξωδικαστική εξάλειψη πολιτικώς αντιφρονούντων, εκδίωξη πολιτικών αντιπάλων, παύση της αυτονομίας της δικαστικής εξουσίας (ήδη από το 2004 επί Hugo Chavez και του νόμου που πέρασε, ο οποίος καθιστά, στην ουσία, το Ανώτατο Δικαστήριο υποτελές στην εκτελεστική εξουσία, δηλ. την κυβέρνηση) , έλεγχος των μίντια, λογοκρισία του δημόσιου λόγου και βασανιστήρια σε φυλακές (σε 53 υποθέσεις που αφορούν τουλάχιστον 232 ανθρώπους, οι κρατούμενοι υπέστησαν φυσική και ψυχολογική κακομεταχείριση από τη Μπολιβαριανή Εθνική Φρουρά και βασανιστήρια, όπως ηλεκτροσόκ, χτυπήματα, στέρηση ύπνου, βιασμό, κτλ.).  Αυτά είναι από τα λίγα που συνθέτουν την καθημερινή πραγματικότητα στη Βενεζουέλα, με μία, πέραν των άλλων, πρωτοφανή οικονομική εξαθλίωση που έγκειται σε 50% πτώση του ΑΕΠ της χώρας από το 2013, τον υπερπληθωρισμό της να φτάνει τα 1,7 εκ %, ο κατώτερος μισθός να μην φτάνει να αγοράζει 700 θερμίδες την ημέρα (που ισούται σχεδόν με 2 αυγά), σύμφωνα με το World Economic Forum, και, τέλος, την μαζική έξοδο από τη χώρα περισσότερων από 2,3 εκ. ανθρώπων από το 2014, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ.  

Αυτή είναι η πραγματικότητα, την οποία παρακολουθούμε πολλοί να προσπαθούν απελπισμένα να υπερασπιστούν.

Σίγουρα, οι οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και σία ήδη από το 2015 επί προεδρίας Obama (και που έχουν ενισχυθεί υπό την προεδρία του Donald Trump το 2017) έχουν συμβάλει αρκετά στην οικονομική δυσπραγία της χώρας (με την απαγόρευση πραγματοποίησης συναλλαγών σε νόμισμα που εκδίδεται από την παρούσα κυβέρνηση της Βενεζουέλας και την απαγόρευση Αμερικανικών εταιριών και ιδιωτών να αγοράζουν/πωλούν χρέος που έχει εκδοθεί είτε από την εθνική πετρελαϊκή εταιρία της Βενεζουέλας, γνωστή ως PDVSA, ή την κυβέρνηση), όπως φαίνεται κι από την αναφορά του πρώην Γ.Γ. του Συμβουλίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που επισκέφθηκε το 2017 τη χώρα, Alfred de Zayas. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν εμποδίζει και τον ίδιο τον κο. de Zayas να παραδεχθεί στην αναφορά του, ότι η κυβέρνηση Maduro έχει και αυτή μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την οικονομική κατάντια της χώρας, όταν ολόκληρη η οικονομία της Βενεζουέλας εξαρτάται εδώ και καιρό αποκλειστικά από την εκμετάλλευση ενός προϊόντος, το πετρέλαιο• με αποτέλεσμα, όταν η ζήτηση πετρελαίου αυξάνεται, όπως όταν ανέλαβε την εξουσία ο Chavez στις αρχές του 2000, η χώρα να ανθίζει (και να χρηματοδοτούνται κοινωνικά προγράμματα για μείωση ανισοτήτων και φτώχειας, κτλ.), και όταν η ζήτηση του πέφτει, η χώρα να λιμοκτονεί, όπως τώρα .

Τα πράγματα είναι πάρα πολύ άσχημα για τη χώρα.

Σε ένα ψύχραιμο μυαλό, όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συνεπάγεται αυτόματα, από την άλλη πλευρά, παραχώρηση λευκής επιταγής για εξωτερική ‘σωτήρια’ επέμβαση – ειδικά όταν στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι ΗΠΑ.

Όποιος τίθεται υπέρ μίας τέτοιας λύσης φαίνεται να αγνοεί παντελώς το ποινικό μητρώο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Από τις πρώτες επεμβατικές δραστηριότητες τους στο χώρο της Λατινικής Αμερικής, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα (που έμειναν γνωστές ως Banana Wars), μέχρι τις πιο πρόσφατες στρατιωτικές επιχειρήσεις τους, όπως στη Χιλή και την ανατροπή του S. Allende επί Nixon (1973), Ελ Σαλβαδόρ και τη σφαγή του χωριού El Mozote από κυβερνητικές/Αμερικανικές ομάδες θανάτου (1981) και το σκάνδαλο Ιράν-Contra (1987) επί προεδρίας R. Reagan, είναι φανερό πως οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την προώθηση ειρήνης και δημοκρατίας στις περιοχές – αλίμονο – αλλά για την προστασία και προώθηση των δικών τους οικονομικών συμφερόντων. Ή, όπως το έθεσε πολύ πιο αποκαλυπτικά ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος των Αμερικανικού Σώματος Πεζοναυτών, Smedley Butler, ο οποίος συμμετείχε σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των Banana Wars (1898 – 1934):

Έχω περάσει 33 χρόνια και τέσσερις μήνες σε ενεργό στρατιωτική θητεία και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πέρασα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου παίζοντας το ρόλο υψηλόβαθμου μπράβου για το Μεγάλο Κεφάλαιο, τη Wall Street και τους Τραπεζίτες. Συνοπτικά, ήμουν ένα ρεκέτο, ένας γκάνγκστερ του καπιταλισμού. Βοήθησα να καταστεί το Μεξικό, και συγκεκριμένα το Ταμπίκο, ασφαλές μέρος για τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα το 1914. Βοήθησα να γίνουν οι Αϊτή και Κούβα ένα αξιοπρεπές μέρος για τα παιδιά της National City Bank για να εισπράττουν τα κέρδη τους. Βοήθησα στο βιασμό μισής ντουζίνας δημοκρατιών της Κεντρικής Αμερικής προς όφελος της Wall Street. Βοήθησα στην εκκαθάριση της Νικαράγουα για χάρη του Διεθνούς Τραπεζικού Οίκου των αδερφών Brown μεταξύ 1902-1912. Έφερα τον ηλεκτρισμό στη Δομινικανή Δημοκρατία για τα συμφέροντα της Αμερικανικής ζάχαρης το 1916. Βοήθησα να γίνει η Ονδούρα έτοιμη για τις Αμερικανικές εταιρίες εισαγωγής φρούτων το 1903. Στην Κίνα το 1927 βοήθησα στρωθεί ο δρόμος για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Standard Oil. Κοιτάζοντας πίσω, θα μπορούσα να δώσω καμιά δυο συμβουλές στον Al Capone. Το καλύτερο που μπόρεσε εκείνος να κάνει ήταν να δραστηριοποιηθεί σε τρεις περιοχές (των ΗΠΑ). Εγώ λειτούργησα σε τρεις ηπείρους.

Αυτές είναι οι διαθέσεις, λοιπόν, των ΗΠΑ και τώρα στην περίπτωση της Βενεζουέλας. Η προώθηση των οικονομικών τους συμφερόντων, τα οποία μεταφράζονται στην αξιοποίηση του προϊόντος το οποίο διαθέτει η Βενεζουέλα στο υπέδαφός της αποδεδειγμένα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο (ακόμα και τη Σαουδική Αραβία), το πετρέλαιο.

Καμία έγνοια δεν έχουν για το καθημερινό βιασμό της δημοκρατίας και των βασικών ελευθεριών των πολιτών από το καθεστώς του Maduro, όπως κανένα απολύτως ενδιαφέρον δεν έτρεφαν και το 2003 επί προεδρίας Bush του νεώτερου, όταν εισέβαλαν στο Ιράκ για να ‘γλιτώσουν’ τη χώρα από το δικτάτορα Saddam Hussein και τον Αμερικανικό λαό από τα χημικά όπλα και όπλα μαζικής καταστροφής που – δήθεν – ετοίμαζε ο Saddam (τον οποίον υποστήριζε μέχρι πρότινος ένθερμα η κυβέρνηση Reagan στη δεκαετία του ‘80, με αντιπρόεδρο τον πατέρα Bush, όσο της ήταν ακόμα φυσικά χρήσιμος, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Ιράν-Ιράκ).

Όποιος θυμάται ελάχιστα από την περίπτωση του πολέμου στο Ιράκ, το αποτέλεσμα, μετά την εισβολή των Αμερικανικών στρατευμάτων το 2003 στη χώρα, ήταν:

α) να επικρατήσει χάος και απόλυτη αναρχία μέσα στη χώρα, λόγω του πολιτικού κενού που άφησε η αμερικανική εξάλειψη του Saddam (και η διάλυση του κόμματος Ba’ath) και που δεν ενδιαφέρθηκαν οι ΗΠΑ ποτέ να καλύψουν,

β) η δημιουργία τεράστιων ποσοστών ανεργίας,

γ) το κενό που δημιουργήθηκε στην κοινωνία και η απουσία ασφάλειας να καλυφτεί γρήγορα από παραστρατιωτικές ομάδες στους δρόμους που οδήγησε σε έξαρση εγκληματικότητας και σε εμφύλιο πόλεμο,

δ) παντελής καταστροφή των υποδομών της χώρας, κατάσταση που επικρατεί μέχρι και σήμερα, κτλ.

Αντίστοιχου τύπου συνέπειες ήταν και στην περίπτωση της Λιβύης μετά το 2011, στο Αφγανιστάν τη στιγμή που μιλάμε (ο μακροβιότερος πόλεμος των ΗΠΑ μέχρις στιγμής) και Υεμένη, και πάει λέγοντας.

Αλλά όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά, σε όσους ενδιαφέρονται. Γιατί σε καμία από τις χώρες που εισέβαλαν, άμεσα ή έμμεσα, οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρθηκαν πραγματικά για τα ελλείμματα ελευθερίας και δημοκρατίας στο εσωτερικό, και την μετέπειτα ανοικοδόμησή τους, παρά για την εκμετάλλευση του πλούτου της χώρας. Και εάν η στρατιωτική τους επιχείρηση έβλεπαν ότι δεν μπορούσε να ευοδωθεί και ήταν πολυδάπανη, τότε θα απέσυραν απλώς τα αμερικανικά στρατεύματα. Ακριβώς όπως έγινε τη δεκαετία του ’70 στο Βιετνάμ επί Nixon (μετά την αποκάλυψη των Pentagon Papers από τον Daniel Ellsberg) και, τώρα, στη Συρία και Αφγανιστάν, εάν προχωρήσει όντως ο Trump τελικά στην απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα.  

Και μέσα σε όλο αυτό, έρχονται τρεις ακόμα χαρακτήρες να επισφραγίσουν την παραπάνω ανάλυση και τις πραγματικές διαθέσεις των ΗΠΑ για την περίπτωση της Βενεζουέλας, το τρίδυμο Mike Pompeo (Υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ και πρώην διευθυντής της CIA), John Bolton (σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου) και Elliott Abrams (στον οποίο ανατέθηκε να είναι επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής στη Βενεζουέλα).

Νομίζω οι τίτλοι τους τα λένε όλα:

Ο Mike Pompeo προέρχεται από τη φωλιά της CIA, της ίδια υπηρεσίας που επιχείρησε – και συνήθως κατάφερε – να ανατρέψει πολιτεύματα στον διεθνή χάρτη, όπως στη Χιλή του δημοκρατικά εκλεγμένου Allende, στην Κούβα του Fidel Castro (που δεν το κατάφερε παρά τις εκατοντάδες απόπειρες δολοφονίας), στην Κύπρο του Αρχιεπισκόπου Μακάριου με την αμέριστη συνδρομή της Χούντας του Παττακού, κτλ., και είναι ο ίδιος που υποστήριξε τη χρήση πολεμικών drones σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, πράγμα που επέτρεψε στις ΗΠΑ να μην χρειάζεται να εισβάλλουν φυσικά σε ξένο έδαφος, όπως συνέβη στις εκστρατείες τους στη Σομαλία και την Υεμένη. Να σημειωθεί ότι ο «πόλεμος των drones» εγκαινιάστηκε κατά τη διάρκεια προεδρίας του, τόσο παινεμένου, Obama, την περίοδο 2011 – 2013.

Ο δε John Bolton υπήρξε από τους πιο ένθερμους και ανυποχώρητους υποστηριχτές της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, o οποίος κατά την προεδρία του Bush του νεώτερου είχε δηλώσει ανοιχτά τότε πως ήταν πεπεισμένος, ότι ο Saddam Hussein έκρυβε όπλα μαζικής καταστροφής. Παρά το γεγονός ότι αυτό αποδείχθηκε αργότερα ψευδές και πολλοί πρώην υποστηριχτές του πολέμου στο Ιράκ άλλαξαν γνώμη μετά λόγω του μεγάλου κόστους ανθρωπίνων ζωών και της αποσταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής, εκείνος συνεχίζει να υποστηρίζει πως η απόφαση των ΗΠΑ να εισβάλλουν στο Ιράκ και να ανατραπεί ο Saddam «άξιζε τον κόπο».  

Και τέλος, ο σημαντικότερος όλων, ο Elliott Abrams. Ο Eliott Abrams είναι ένας εκ των οποίων είχαν αναμιχθεί στο σκάνδαλο Iran-Contra, επί προεδρίας Reagan. Για όσους δεν το γνωρίζουν, ίσως είναι το σημαντικότερο πολιτικό σκάνδαλο των ΗΠΑ μέχρι σήμερα.

Το σκάνδαλο αφορούσε την κυβέρνηση Reagan και την αποκάλυψη ότι χρηματοδοτούσε την παραστρατιωτική-αντικομουνιστική οργάνωση Contra για να ρίξουν την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση των Sandinistas στην Νικαράγουα μέσα από τα έσοδα που λάμβανε από την μυστική/παράνομη πώληση πολεμικού εξοπλισμού στο Ιράν κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ιράν-Ιράκ. Δηλαδή κατά τη διάρκεια επίσημης συμμαχίας των ΗΠΑ με το Ιράκ του Saddam και ανακήρυξης επίσημου εμπάργκο από το αμερικανικό Κογκρέσο στο Ιράν. Διπλό ταμπλό εν ολίγοις, προκειμένου οι ΗΠΑ να αποσταθεροποιήσουν πλήρως, όπως πάντα, την περιοχή της Μέσης Ανατολής και να μην καταφέρει καμία από τις δύο χώρες να υπερτερήσει της άλλης και ρισκάρουν έτσι οι ΗΠΑ να χάσουν την τοπική ηγεμονία. Να θυμίσουμε, ότι η υπόθεση Νικαράγουα είναι μέχρι σήμερα η μόνη υπόθεση για την οποία έχουν καταδικασθεί οι ΗΠΑ επισήμως από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για «παράνομη χρήση βίας» (unlawful use of force), για τρομοκρατία δηλαδή, αρκεί να διαβάσει κανείς τις φρικτές πρακτικές που ακολουθούσαν οι Contras κατά των κατοίκων στην Νικαράγουα. Η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης δεν εκτελέστηκε φυσικά ποτέ, εφόσον άσκησαν βέτο οι ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και την κατέστησαν, στην ουσία, ‘άχρηστη’, με αποτέλεσμα να καταφέρουν να μην πληρώσουν ποτέ αποζημίωση στην Νικαράγουα.

Στην έρευνα του Κογκρέσου δεν αποδείχθηκε ότι ο Ronald Reagan ο ίδιος είχε πλήρη γνώση των διαπραχθέντων. Έντεκα, όμως, άνθρωποι στο στενό περιβάλλον του καταδικάστηκαν, μεταξύ αυτών και ο Elliott Abrams. Όπως και οι υπόλοιποι 10, του απενεμήθη κι αυτού λίγο μετά χάρη επί προεδρίας Bush του πρεσβύτερου στις αρχές του ’90 για όλες του τις πράξεις – στιγμιαία η μνήμη κι αυτού.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα καλόπαιδα που διακηρύττουν πως σέβονται την ελευθερία και θέλουν τώρα να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία στη Βενεζουέλα (με τη βοήθεια της Κολομβίας, η οποία πλέον δεν έχει κανένα FARC να την εμποδίζει, όπως στον καιρό του πρώην προέδρου της, Álvaro Uribe).

Αυτός, όμως, και ο Maduro.

Κανείς τους δεν ενδιαφέρεται πραγματικά ούτε για την ελευθερία ούτε τη δημοκρατία. Και οι δύο προσπαθούν αυτή τη στιγμή να διατηρήσουν, στην περίπτωση της Βενεζουέλας, ή να επεκτείνουν, στην περίπτωση των ΗΠΑ, το δικό τους status quo. Τίποτα παραπάνω. Στην κορυφή της εξουσίας, ήδη από τα χρόνια του Machiavelli, δύσκολα θα βρει κανείς πολιτικές κινήσεις που πηγάζουν (αμιγώς) και έχουν κινητήριο άξονα την ιδεολογία. Έχουμε να κάνουμε, και στις δύο περιπτώσεις, με οικονομικά συμφέροντα μιας μειοψηφίας, ενός λόμπυ και, πάνω από όλα, τη διατήρηση και εδραίωση της εξουσίας• με realpolitik.  

Μοναδικός χαμένος, σε κάθε περίπτωση, είναι ο κάτοικος της Βενεζουέλας, ο οποίος βιώνει ήδη έναν αισχρό ολοκληρωτισμό και, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να βιώσει, εφόσον οι ΗΠΑ και σια επέμβουν και ανατρέψουν τον Maduro, έναν τρομερό εμφύλιο ο οποίος θα βάψει το χώμα με πολύ περισσότερο αίμα απ’ όσο τώρα, όπως έγινε στο Ιράκ και συμβαίνει στη Συρία τη στιγμή που μιλάμε επί al-Asad – με ΗΠΑ, Κολομβία και ολόκληρη τη Βορειοατλαντική συμμαχία στο ένα στρατόπεδο και Maduro, Τουρκία (;), Ρωσία και Κίνα (ενδεχομένως, αν και συνήθως τείνει να διατηρεί η τελευταία σε διεθνείς διενέξεις ουδέτερη θέση) στο άλλο. Μην ξεχνάμε πως η Ρωσία, εφόσον αλλάξει η ηγεσία και φύγει ο Maduro, είναι η μεγαλύτερη χαμένη της υπόθεσης και γι’ αυτό θα το πολεμήσει μέχρι τέλους – είναι στην ουσία, η μόνη χώρα που τροφοδοτεί με ρευστό τη Βενεζουέλα τον τελευταίο καιρό, με το τελευταίο δάνειο της στο Καράκας να φτάνει στα €5.26 δις (μέσω της κατά-πλειοψηφία κρατικής Ρωσικής πετρελαϊκής εταιρίας της, Rosneft) . Συνολικά, η Ρωσία υπολογίζεται να χάσει γύρω στα  €11 δις, εάν ανατραπεί ο Maduro. Αυτή είναι η πραγματική εικόνα των όσων πραγματικά διακυβεύονται πίσω από την ανατροπή του Maduro. Και, βέβαια, τα €11 δις δεν είναι τίποτα μπροστά στις πηγές πετρελαίου της Βενεζουέλας και αυτόν που θα αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές. Όλοι είναι έτοιμοι για όλα.

Γι’ αυτό, η καλύτερη λύση προς το παρόν είναι ειρηνευτικές αποστολές, διπλωματία, διάλογος και διαιτησία. Όλα όσα, δηλαδή, προβλέπονται από τα καταστατικά του ΟΗΕ και σχεδόν ποτέ δεν ακολουθούνται (εκτός εάν η κατάσταση φτάσει στο αμήν και αριθμούμε εκατοντάδες ή χιλιάδες θυμάτων που συνταράσσουν τη διεθνή κοινότητα, όπως στην περίπτωση της Γάζας κατά καιρούς). Να υπάρξει, δηλαδή, διάλογος μεταξύ των διεθνών οργανισμών και της κυβέρνησης Maduro για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που βιώνει η Βενεζουέλα και να ληφθούν τα ανάλογα μέτρα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανελεύθερο κι αντιδημοκρατικό από μία εξωτερική επέμβαση των ΗΠΑ και σία στη χώρα, αλλά και από τη διατήρηση της χώρας και του πολιτεύματος της ως έχουν υπό την ηγεσία του ολοκληρωτικού Maduro.

Τέτοιου είδους καταστάσεις απαιτούν εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς και όχι ιδεολογικούς οπαδισμούς, φωνές κι απολυτότητες. Όσοι τάσσονται και φωνασκούν υπέρ ενός προβλήματος τύπου ‘άσπρο-μαύρο’, πολύ απλά δεν έχουν μάθει να στριμώχνουν τη σκέψη τους και έχουν συνηθίσει να βάζουν αστερίσκους κάθε φορά στην ιδεολογία τους• πολύ απλά δεν επιθυμούν, πραγματικά, το καλό της Βενεζουέλας, παρά την ιδεολογική επιβεβαίωση των ίδιων.

Εάν όμως, όπως γράφτηκε στην αρχή, σκοπός παραμένει ο άνθρωπος, οφείλουμε να αποκτήσουμε υπομονή και να σηκώσουμε κάθε πέτρα, πριν αφήσουμε τη γνώμη μας να κατασταλάξει οπουδήποτε. Η γνώμη του καθενός μας είναι αυτή που διαμορφώνει τη διεθνή κοινότητα, από τα ποστ στο Facebook μέχρι τις διαδηλώσεις που ξεπηδούν τώρα σε διάφορες πλατείες του κόσμου, υπέρ Maduro ή Guaidó. Η γνώμη μας σέρνει μαζί της ευθύνη για την τύχη κάποιου άλλου. Της αρμόζει, λοιπόν, σεβασμός και πειθαρχία. Πριν πάρουμε, επομένως, κι άλλους στο λαιμό μας, είναι καιρός η ‘διλημματική’ προσέγγιση του προβλήματος – απομεινάρι της νοοτροπίας του Ψυχρού Πολέμου – να σταματήσει και να μάθουμε, πρώτα απ’ όλα, να στοιχίζουμε και να αναπροσαρμόζουμε την ιδεολογία μας γύρω από τον άνθρωπο, κι όχι το αντίθετο.

Εάν αποστολή μας είναι ο πράγματι ο άνθρωπος, αξίζει όλο τον κόπο.