Υπενθυμίζεται ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει ανάπτυξη 2,5%, ενώ η Κομισιόν στις χειμερινές προβλέψεις της έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, διαμορφώνοντας ευνοϊκές προοπτικές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν.
 
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, κυριότερος εξ αυτών προέρχεται από το εγχώριο περιβάλλον και συνδέεται με την ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό. Και τούτο διότι η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
 
Στους εγχώριους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους. Τέλος, το 2019 αποτελεί για την Ελλάδα έτος πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, καθώς η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, η επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και η εντονότερη δημοσιονομική επέκταση ενισχύουν την οικονομική αβεβαιότητα.
 
Όσον αφορά στα «κόκκινα δάνεια» η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων, αν και μειούμενο, παραμένει εξαιρετικά υψηλό (Δεκέμβριος 2018: 45,4%, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-28 που διαμορφώνεται πολύ πιο κάτω από το 4%). Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν δεσμευτεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειωθεί στα 34,1 δισ. ευρώ έως τέλος του 2021 (21,2%).