της Ακτίνας Σταθάκη

Διδάκτωρ θεατρικών και μεταποικιοκρατικών σπουδών του Παν/μίου του Τορόντο Ιδρύτρια του Μεσογειακού οργανισμού Between the Seas

…περιέργως πώς, η «πολιτιστική πολιτική», παράμετρος τεράστιας αξίας, απουσιάζει τόσο από τον διάλογο, όσο και από τις προγραμματικές δηλώσεις των εν ενεργεία καλλιτεχνικών διευθυντών των κρατικών οργανισμών. Ξεχνάμε να απαιτήσουμε όραμα, ενώ εμάς, καλλιτέχνες, κριτικούς τέχνης, φιλοθέαμον κοινό, το όραμα κυρίως μας κινεί. Ξεχνάμε να ζητήσουμε απολογισμό έργου. Και βέβαια ξεχνάμε να πούμε δυνατά όσα λέμε μεταξύ μας. (διαβάστε το άρθρο εδώ)

Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με την Κα Ράις για την επιτακτική ανάγκη όλοι εμείς οι επαγγελματίες του πολιτισμού να συμμετέχουμε με παρρησία και αίσθημα ευθύνης στη συζήτηση περι πολιτιστικής πολιτικής. Και επειδή θεωρώ οτι η πιο ουσιαστική ένδειξη αναγνώρισης μιας θετικής πρωτοβουλίας όπως αυτή που παίρνει η Κα Ράις, (καθώς και το Press Project που τη δημοσιεύει) είναι το να συμβάλει κανείς εμπράκτως στον διάλογο, θα ήθελα να προσθέσω κάποιες σκέψεις.

Συμφωνώ απόλυτα με το σκεπτικό της Κας Ράις οτι η λειτουργία των κρατικών φορέων πολιτισμού και η σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο το οποίο υπηρετούν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συνεχούς αναστοχασμού τόσο στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας. Πρόκειται για μια σχέση δυναμική που μεταλλάσσεται διαρκώς όσο οι κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες μεταλλάσσονται και όσο οι πρακτικές της πολιτιστικής πολιτικής εξελίσσονται διεθνώς. Στον διάλογο που έχει αναδυθεί σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ του ΥΠΠΟΑ και των κρατικών φορεών πολιτισμού, είναι απαραίτητο, θεωρώ, να λαμβάνουμε υπόψιν ως τρίτο σκέλος της εξίσωσης, το συλλογικό σώμα των ανεξάρτητων καλλιτεχνών, κρίσιμο διαμορφωτή της πολιτιστικής ταυτότητας της χώρας “απο τα κάτω προς τα πάνω” και καίριο διαμεσολαβητή μεταξύ κοινωνίας και κρατικών φορέων, στην παραγωγή, ροή και πρόσληψη του πολιτιστικού αγαθού και τη διαμόρφωση του κοινού.

Κατ'αυτή την έννοια θεωρώ οτι οι Αόρατοι Καλλιτέχνες στους οποίους αναφέρεται το άρθρο της Κας Ράις έχουν δίκιο οταν γράφουν οτι το δυναμικό που θα στελεχώσει τους κρατικούς φορείς τώρα και στο μέλλον, προέρχεται, και πρέπει να προέρχεται, απο το συλλογικό αυτό σώμα των καλλιτεχνών που δουλεύουν σκληρά συχνά σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας και μοναξιάς. Κι αυτό όχι εξ αιτίας κάποιου εθνοκεντρικού ή ξενοφοβικού αισθήματος (συμφωνώ απόλυτα με την παρατήρηση της Κας Ράις για την προβληματική – έως συμπλεγματική – σχέση μας με το ξένο) αλλα γιατί κάθε χώρα οφείλει, στα πλαίσια της πολιτιστικής της πολιτικής, να προετοιμάζει τους καλλιτέχνες και διανοητές που θα αναλάβουν τα ηνία των πολιτιστικών φορέων της.

To ερώτημα τότε είναι πώς ενισχύουμε και καλλιεργούμε αυτό το καλλιτεχνικό δυναμικό ωστε να αναλάβει θέσεις ευθύνης αξιοκρατικά όπως είναι ο εκπεφρασμένος στόχος της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ; Εδώ η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ΥΠΠΟΑ και καλλιτεχνών είναι πρωτίστης σημασίας και πρέπει να μας απασχολεί σε βάθος χρόνου ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας και προσώπων.

H στήριξη που μπορεί ένα υπουργείο να παρέχει στους ανεξάρτητους φορείς του πολιτισμού λαμβάνει πολλές μορφές και προσφάτως έχουν γίνει σημαντικές ενέργειες τόσο για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών πρόσβασης των καλλιτεχνών στις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ όσο και για την καλύτερη χαρτογράφηση και κατανόηση των αναγκών του κλάδου. Δεδομένου ότι τα τελευταία δύο χρόνια είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τις σχέσεις μεταξύ ανεξάρτητων
καλλιτεχνών και ΥΠΠΟΑ τόσο 'απο τα μέσα' – με την ιδιότητά μου ως μέλους της επιτροπής επιχορηγήσεων θεάτρου το 2017 – όσο και 'απο τα έξω' ώς ανεξάρτητη καλλιτέχνης και παραγωγός θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στο ζήτημα της χρηματοδότησης της ανεξάρτητης πολιτιστικής παραγωγής ως ένα κατ' εξοχήν εργαλείο χάραξης πολιτιστικής πολιτικής που μπορεί να προσδώσει στον κλάδο την αυτοπεποίθηση, αυτογνωσία και εξωστρέφεια που αυτή τη στιγμή λείπει.

Η διαμόρφωση προγραμμάτων χρηματοδότησης κατα τρόπο που μεθοδικά θα ενισχύει τις ποικίλες εκφάνσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας απο τη σύλληψη μιας ιδέας έως την τελική υλοποίησή της, η ενίσχυση, με άλλα λόγια, όχι μόνο του τελικού πολιτιστικού αγαθού αλλα και της διαδικασίας διαμόρφωσής του (που περιλαμβάνει την έρευνα, την εκπαίδευση, τις κοινωνικές παραμέτρους μέσα στις οποίες υλοποιείται, τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες απευθύνεται, αλλα και το πεδίο της κριτικής και της πολιτιστικής δημοσιογραφίας κ.α.), μπορεί να απελευθερώσει πλήθος δημιουργικών δυνάμεων, να ενθαρρύνει τον πειραματισμό και τις συνέργειες και εν τέλει να συμβάλει στην ποικιλομορφία του πολιτιστικού τοπίου.

Ομοίως, η στοχευμένη ενίσχυση των διεθνών ανταλλαγών σε επίπεδο ανεξάρτητων και νέων καλλιτεχνών ωστε αυτές να μην αποτελούν προνομιακό πεδίο των ιδιωτικών και κρατικών φορέων ή προσωπικό επίτευγμα μεμονωμένων καλλιτεχνών, μπορεί να επιτρέψει στους Ελληνες καλλιτέχνες και επαγγελματίες του πολιτισμού να ζυμωθούν απο νωρίς και σε διαρκή βάση με συναδέλφους τους στο εξωτερικό καθιστώντας τους έτοιμους να αναμετρηθούν με τις διεθνείς πρακτικές και προκλήσεις τόσο στο επιπεδο της καλλιτεχνικής πράξης όσο και σε αυτό της καλλιτεχνικής διαχείρησης και διοίκησης.

Πέραν αυτού οι ίδιοι εμείς οι δημιουργοί και οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τη σχέση μας με τους κρατικούς φορείς ως σχέση αμφίδρομη, και να αναγνωρίσουμε το μερίδιο ευθύνης μας στη διαμόρφωση της σχέσης αυτής ως επαγγελματίες και ώς πολίτες έτοιμοι να αναλάβουν ευθύνες είτε απο θέσεις διοίκησης είτε ο καθένας απο το προσωπικό του μετερίζι. Εν τέλει, και ειδικά στους καιρούς που ζούμε, η ανάληψη θέσεων ευθύνης σε κρατικούς φορείς δεν μπορεί να είναι αποκομμένη απο μία ευρύτερη κουλτούρα συμβολής στα κοινά. Η συμμετοχή μας στον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει είναι σίγουρα μια πολύ σημαντική αρχή.