του Θάνου Καμήλαλη

Πριν τη σωρεία εκτιμήσεων και σεναρίων που θα ακολουθήσει παρακάτω, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με μια κάποια βεβαιότητα σχετικά με την σύγκρουση των δύο μεγάλων κομμάτων είναι το εξής: Οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει άρδην, κυρίως τον τελευταίο μήνα. Όπως γράφαμε και πριν μερικές μέρες, παρατηρείται ένα πρωτοφανές σκηνικό. Μια αντιπολίτευση που, μολονότι εμφανίζεται να βρίσκεται σταθερά εδώ και χρόνια μπροστά στην πρόθεση ψήφου, δεν επελαύνει προς την εξουσία, αλλά παίζει μαζική άμυνα, προσπαθώντας να κρατησει όσο μεγαλύτερη διαφορά μπορεί. Και ένα κυβερνών κόμμα που αντεπιτίθεται, αξιοποιώντας τις συγκυρίες και τα στρατηγικά του πλεονεκτήματα.

Οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα κινδυνεύουν να καταντήσουν ανέκδοτο, αλλά τουλάχιστον φαίνεται να έχουν ερμηνεύσει σωστά το θέμα της συσπείρωσης των δύο κομμάτων, δηλαδή τις δυνατότητες τους να ανέβουν ψηλότερα από το ποσοστό που τους δίνεται (χαμηλή συσπείρωση), ή όχι (υψηλή συσπείρωση). Η Νέα Δημοκρατία δείχνει να είναι πολύ κοντά στο ταβάνι της, το οποίο ελπίζει να είναι πάνω από το 30%. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος το γιατί. Το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μαζί του τους «παραδοσιακούς» ψηφοφόρους του, μια σκληρή βάση που ακόμα και στη χειρότερη περίοδο της εποχής Σαμαρά δεν έπεσε κάτω από το 18% κι έχει επιχειρήσει ένα άνοιγμα προς δύο, περιορισμένες δεξαμενές: Την ακροδεξιά (περιορισμένη γιατί ο χώρος έχει πολλούς διεκδικητές συν τους ορίτζιναλ ναζί) και το «φιλελέ» – νεοφιλελεύθερο μέτωπο. Καρπώνεται φυσικά κι ένα μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας, της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον, της νοοτροπίας του δικομματισμού, δηλαδή του «φύγε εσύ – έλα εσύ».

Τι παραπάνω έχουν να δώσουν αυτές οι «πηγές» ψηφοφόρων; Ρεαλιστικά, τίποτα, εξάλλου με το ζόρι και με το καρότο της εξουσίας φαίνεται να κρατάει ένα μέρος των κεντροδεξιών ψηφοφόρων και στελεχών. Μοιάζει επίσης άλυτο πρόβλημα για την ηγεσία της το πώς μπορεί να αυξήσει τη δύναμή της. Εκτός της συνεχούς επίκλησης στην «ασφάλεια» (μέσω της παθολογικής εμμονής με τις μπογιές του Ρουβίκωνα), όλο της το πρόγραμμα μοιάζει με ένα ακόμα μνημόνιο, γεμάτο με ιδιωτικοποιήσεις, θεοποίηση των «επενδύσεων» και κάποιες αναφορές σε μειώσεις φόρων. Μόνο που υπάρχουν δύο βασικά προβλήματα:

α) Η πλειοψηφία του κόσμου δεν θέλει  (και με το δίκιο του) οτιδήποτε έχει να κάνει μνημόνια και τα αποδέχεται μόνο (βλ.2015) αν νιώσει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Το έχει αποδείξει ξανά και ξανά εδώ και μια δεκαετία, ενώ έχει καταλάβει, πληρώνοντας μεγάλο τίμημα, ότι δεν λειτουργούν.
β) Μέσα σε ένα άτυπο, αλλά διάφανο, μνημόνιο διαρκείας, που αποδέχονται και οι δύο, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, είναι ο μόνος που μπορεί να μιλήσει για το «φιλολαϊκό» μέρος του προγράμματος, δηλαδή το μοίρασμα του υπερπλεονάσματος. Έτσι, η ΝΔ βρίσκεται σε αδιέξοδο. Τι να υποσχεθεί; Μέιωση φόρων; Ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε ήδη την εστίαση. Μείωση ΕΝΦΙΑ; Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει το ίδιο για το 2020. Επιδόματα; Όχι, είναι νεοφιλελεύθερη. Επαναδιαπραγμάτευση των πλεονασμάτων; Το υποσχέθηκε και το κυβερνών κόμμα, παρουσιάζοντας μάλιστα ένα (αμφίβολο) σχέδιο.

Παράλληλα, η κατάσταση είναι πολύ εύκολο να της γυρίσει μπούμερανγκ. Ο Μητσοτάκης είναι λαχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Για τις γκάφες του, την πολιτική του ταυτότητα (γόνος μεγάλης οικογένειας, κληρονόμος της εξουσίας, σύμβολο του «παλιού», εμφανώς απομακρυσμένος από την καθημερινότητα), την έλλειψη οποιούδηποτε ίχνους επικοινωνιακού χαρίσματος. αλλά και το πρόγραμμά του. Πριν μερικές εβδομάδες, ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ, Βαγγέλης Μεϊμαράκης, έκανε μία ξεκαθαρη επίθεση στην γραμμή του κόμματος, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε η αντιπαράθεση να είναι πολύ πιο ήπια. Ουσιαστικά, αυτό που είπε είναι ότι θα μπορούσε η ΝΔ να περιμένει απλά την εξουσία να πέσει σαν ώριμο φρούτο στα χέρια της, χωρίς πολλές εντάσεις. Δεν το έκανε και ουσιαστικά κατάφερε να αναζωογονήσει τον μεγάλο της αντίπαλο.

Οι δημοσκοπήσεις συμφωνούσαν πάντα ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ χαμηλή. Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν για το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα δεν ήταν ποτέ τόσο η διαφορά από τη ΝΔ, όσο το πώς θα ξανακερδίσει τις χαμένες ψήφους. Γιατί αυτές οι ψήφοι των αναποφάσιστων είναι σίγουρα κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ψήφοι που είχε κερδίσει τον Γενάρη του 2015, που τον ακολούθησαν στο δημοψήφισμα και μετά χάθηκαν, ή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ή, πιο πιθανό, κατά την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Το πολιτικό κλίμα, ακόμα κι εντός της ΝΔ, δείχνει ότι η διαφορά, που κάποτε ήταν θεωρητικά διψήφια, μειώνεται και ίσως να μειώνεται ραγδαία. Και καθώς ακόμα και με νίκη της την Κυριακή, η Νέα Δημοκρατία δεν θα είναι κυβέρνηση την επόμενη μέρα, δεν μπορεί να κάνει και πολλά για να ανακόψει αυτήν την τάση.

Το όριο της νίκης – ήττας είναι στο 5%

Γι αυτόν τον λόγο, στη Νέα Δημοκρατία δεν αρκεί μια απλή νίκη. Χρειάζεται και μια σημαντική, διατηρήσιμη, διαφορά, που φαίνεται να εκτιμάται στο 5%. Οι πληροφορίες του TPP λένε ότι τα επιτελεία των δύο κομμάτων έχουν συμφωνήσει ότι αυτό το όριο κρίνει τον «νικητή» των Ευρωεκλογών, μολονότι, για ευνόητους λόγους, η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών αρνείται να βάλει κάποιον πήχυ δημόσια. Στη ΝΔ φαίνεται να πιστεύουν ότι με μια νίκη από 5% και άνω έχουν ξεκάθαρα τον πρώτο λόγο για τις εθνικές κάλπες, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ ότι ήττα ακόμα και με διαφορά μέχρι 5% είναι αναστρέψιμη. Με ένα καλοκαίρι να μεσολαβεί, με νέα μέτρα ελάφρυνσης να ανακοινώνονται και με ένα τμήμα των ψηφοφόρων να αυξάνει τα έσοδά του, λόγω του τουρισμού (η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση θα παίξει τον ρόλο της εδώ), δεν είναι παράλογες οι ελπίδες του Τσίπρα.

Το δεύτερο, συμβολικό όριο της ΝΔ, που έχει τεθεί ως στόχος δημόσια από τον Άδωνη Γεωργιάδη, είναι το 3,5%, η διαφορά δηλαδή με την οποία είχε επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές του 2014. Αλλά οι συνθήκες βεβαίως δεν είναι ίδιες με τότε, ούτε η δυναμική της αντιπολίτευσης, ούτε η τάση των ψηφοφόρων. Αν όμως η διαφορά πέσει κάτω και από το 3,5%, τότε ουσιαστικά, θα πρέπει να μιλάμε για μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα ναι άλλωστε και μικρό πράγμα: Ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερό», με τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, με την ολοκληρωτική εφαρμογή ενός μνημονίου, με ενεχυρίαση της δημόσιας περιουσίας, με σκληρές δεσμεύσεις για τις επόμενες δεκαετίες, να χάσει απλά, «οριακά» και μάλιστα στις Ευρωκλογές της υποτιθέμενης «χαλαρής ψήφου», με τον αντίπαλο να διψάει για «εκδίκηση»; Στο Μαξίμου θα έχουν κάθε λόγο να χαμογελάνε, ενώ στην Πειραιώς ο «αυριανός πρωθυπουργός» δεν θα είναι σίγουρος ούτε για την καρέκλα του κόμματός του. Ήδη, Αβραμόπουλος και Μεϊμαράκης έχουν κάνει κάποιες προειδοποιητικές βολές προς την ηγεσία, ενώ ο Κώστας Καραμανλής, στη δήλωσή του την Τετάρτη, στήριξε μεν τον Μητσοτάκη, αλλά έθεσε ξεκάθαρο στόχο για «καθαρή νίκη»…

Η ατμόσφαιρα πάντως, λέει ντέρμπι, με διαφορά το πολύ τριών μονάδων και έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που ούτε καν η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν μοιάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σε ένα κακό σενάριο για την ίδια, η Νέα Δημοκρατία θα πει ότι «ακόμα και μία ψήφο διαφορά, είναι νίκη», θα θυμηθεί ότι έχουμε και αυτοδιοικητικές εκλογές και θα σταθεί στην «Ελλάδα που γίνεται μπλε» και τις ήττες των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως και με πολύ χαμηλά ποσοστά. Υπάρχει όμως μια ουσιαστική διαφορά, ανάμεσα στα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει ένα οποιοδήποτε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, με αυτά του Αλέξη Τσίπρα.

Τσίπρας παντού

Τις τελευταίες εβδομάδες είναι ξεκάθαρο ότι ο Πρωθυπουργός έχει πάρει πάνω του ολόκληρη την προεκλογική εκστρατεία του κόμματός του. Πραγματοποιεί ανοιχτές συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, δίνει συνεχώς τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει άλλο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στην επικαιρότητα, εκτός ίσως κάποιων μετριοπαθών δηλώσεων του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που επιδιώκει να επιβεβαιώνει ότι όσα υπόσχεται ο Πρωθυπουργός γίνονται. 

Είναι ξεκάθαρη η προσπάθεια του Τσίπρα να προσωποποιήσει την εκλογική αναμέτρηση και είναι επίσης ξεκάθαρη η υπεροχή του απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτή η υπεροχή φαινόταν ακόμα και όταν ο Τσίπρας ψήφιζε μνημονιακά μέτρα και διαδοχικές «αξιολογήσεις». Τώρα, απελευθερωμένος από αυτόν τον βραχνά, προσπαθεί να θυμίσει στο ακροατήριο του τον Τσίπρα του 2015. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτοί είναι οι ψήφοι που του λείπουν και σε αυτήν την προσπάθεια, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα, που οι «θεσμοί» ξαναέγιναν τρόικα. Δεν είναι τυχαίο που οι επιθέσεις εναντίον του γερμανού, Μάνφρεντ Βέμπερ, είναι καθημερινές και σφοδρές και δεν είναι επίσης τυχαίο που ενώ η ρητορική του Τσίπρα ειναι πιο επιθετική, δεν αφορά την ίδια την τρόικα, π.χ τον επικεφαλής του ESM, Ρενγκλινγκ ή τόσο το ΔΝΤ (που στην τελική θα το πληρώσουμε και θα φύγει). Ο Βέμπερ, αφενός είναι βολικός στόχος (δεν έχει αξίωμα αυτήν την περίοδο), αφετέρου ενσαρκώνει τον ρόλο των τότε κακών Σόιμπλε και Μέρκελ.

Ο Τσίπρας, με λίγα λόγια, είναι ξανά στο στοιχείο του, σε μια θέση γνώριμη γι αυτόν κι ένα μέρος των ψηφοφόρων που ψάχνει. Μπορεί επίσης να λέει, ασχέτως της πραγματικότητας, ότι θέλει να σκίσει ένα «μνημόνιο». Είναι το «μνημόνιο Μητσοτάκη», ο οποίος του έχει κάνει κι αυτην τη χάρη, να παίζει τον ρόλο του μπαμπούλα και να δίνει δύναμη και χώρο στον αντίπαλό του. Μπορεί επίσης να λέει ότι εκπροσωπεί την «αλλαγή». Η προσδοκία της «αλλαγής» έχει καθορίσει σειρά εθνικών εκλογών στην Ελλάδα, από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, την ανάγκη για κάθαρση από τα σκάνδαλα του Ανδρέα και έπειτα του Σημίτη, το «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου και τις συνεχόμενες νίκες της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα της κρίσης. Με μια αντιπολίτευση που μοιάζει με μνημόνιο και με μια κυβέρνηση που πιστώνεται την τυπική λήξη τους, ποιος θα πιστωθεί το αίτημα της αλλαγής στις εθνικές εκλογές; Μάλλον, μολονότι παράδοξα, η δεύτερη.

Οι τρεις για την τρίτη θέση

Η προεκλογική συζήτηση γίνεται κυρίως για τα δύο μεγάλα κόμματα και δευτερευόντως για τα μικρότερα, που προσπαθούν να πιάσουν το όριο του 3%. Έτσι, οποιαδήποτε ανάλυση περιλαμβάνει ελάχιστα το ΚΚΕ, το Κίνημα Αλλαγής και την Χρυσή Αυγή. Υπάρχουν όμως, σημαντικά σημεία στα οποία αξίζε να σταθεί κανείς:

Το ΚΚΕ όπως όλα δείχνουν, θα κινηθεί στα γνώριμο ποσοστά του σε εθνικό επίπεδο. Το στοίχημα για το Κομμουνιστικό Κόμμα όμως μοιάζει να είναι η αυτοδιοίκηση και το εάν οι νίκες και οι πετυχημένες διοικήσεις της προηγούμενης πενταετίας σε δήμους, ειδικά στην Πάτρα με τον Κώστα Πελετίδη, θα δώσουν ώθηση και σε άλλους υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες. Ένα βασικό σημείο κριτικής προς το ΚΚΕ εξάλλου είναι αυτή που λέει ότι έχει «αλλεργία» στη διακυβέρνηση και αναλώνεται σε «αφ'υψηλού κριτική». Έχοντας σύμμαχο μια διοίκηση ενός μεγάλου δήμου και κάποιων μικρότερων, όπως στο Χαϊδάρι, το ερώτημα είναι αν οι υποψήφιοι του ΚΚΕ μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτήν την ώθηση, ώστε να αυξήσουν τις δυνάμεις. 

Το ΚΙΝΑΛ βασίζεται πλέον, απλά και μόνο στην παράδοση και στην προσπάθεια προώθησης μιας διπλής ταυτότητας. Δηλώνει ΠΑΣΟΚ για τους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους και ΚΙΝΑΛ για τους νεότερους. Σε επίπεδο επιχειρημάτων η στάση του είναι σχιζοφρενική. Η Φώφη Γεννηματά προσπαθεί να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «νέα Δεξιά», υιοθετώντας μία ρητορική με αριστερές έννοιες (βλ.αντιλαϊκά μέτρα Τσίπρα) και προσπαθώντας ασκεί κριτική σε δύο μέτωπα. Αυτή η τακτική όμως, γίνεται στην σκια της ηγεμονίας Βενιζέλου και Λοβέρδου μέσα στο κόμμα, με τον πρώτο να έχει εισάγει τον όρο «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» και τον δεύτερο να εμφανίζεται ουσιαστικά ως στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας. 

Στην πραγματικότητα, το ΚΙΝΑΛ θέλει απλά να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές ποσοστό, να είναι με άνεση στην επόμενη Βουλή και έχει ποντάρει στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ για να επανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας. Ίσως μάλιστα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ επικρατήσει σε εθνικές κάλπες αλλά βρεθεί χωρίς αυτοδυναμία και συμμάχους, το ΚΙΝΑΛ να είναι και εκεί η λύση ανάγκης. Επομένως, το κόμμα της Φώφης Γεννηματά είναι παράλληλα αυτό που έχει να πει τα λιγότερα και το πιο… άνετο: Αρκεί να κάνει τα στοιχειώδη και μετά, σε μια ευρεία γκάμα σεναρίων, η πόρτα για την εξουσία θα έχει ανοίξει και πάλι μπροστά του.

Το μεγαλύτερο θέμα όμως, είναι οι νεοναζί. Γίνεται μονίμως συζήτηση για το αν η Χρυσή Αυγή θα αυξήσει τα ποσοστά της, αλλά το πρώτο πρόβλημα είναι ότι τα διατηρεί. Αυτό, φυσικά δεν είναι μικρό πράγμα και σημαίνει «κανονικοποίηση» της Χρυσής Αυγής ως κοινοβουλευτικού κόμματος. Εδώ και επτά χρόνια, οι νεοναζί είναι σε Κοινοβούλια. Μπορεί ο κόσμος της Αριστεράς να το τονίζει και να μην το αποδέχεται, αλλά έχουμε μία κατάσταση που παγιώνεται στην κοινωνία. Σκεφτείτε ότι ένας 17χρονος που ψηφίζει, ακούει για την Χρυσή Αυγή στη Βουλή από όταν πήγαινε δημοτικό. Ένας 25χρονος, έχει ζήσει την ενήλικη ζωή του με την Χρυσή Αυγή ως κοινοβουλευτικό κόμμα. Κάθε μέρα που περνάει και αφήνει τους νεοναζί με ρόλο στην πολιτική σκηνή, φθείρει περισσότερο τη Δημοκρατία. 

Επίσης, στις περασμένες ευρωεκλογές η Χρυσή Αυγή ήταν τρίτο κόμμα και μάλιστα άγγιξε ακόμα και το διψήφιο ποσοστό. Πήρε συγκεκριμένα, 9,39%, ενώ σε εθνικές κάλπες δεν έχει ξεπεράσει το 7%. Στον δήμο της Αθήνας, ο Κασιδιάρης είχε πάρει 16%. Τότε αυτό το ποσοστό του έδωσε την 4η θέση, αλλά με τα σημερινά δεδομένα είναι πιθανό να τον φέρει στον 2ο γύρο, απέναντι στον Κώστα Μπακογιάννη. Το στοιχειώδες και βάσει της σκληρής πραγματικότητας, μόνο, που μπορεί να ευχηθεί κανείς είναι να μην σκεφτόμαστε το βράδυ της Κυριακής ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα.

Οι «μικροί» σε πολιτικό survivor

Υπάρχει, τέλος, σε κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος, μια σειρά από κόμματα και κομματίδια που διεκδικεί την είσοδό της στην Ευρωβουλή. Μπορούμε να τα κατατάξουμε στις εξής κατηγορίες:

1) Ένωση Κεντρώων – Ποτάμι: Η πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία λέει ότι αν ένα κόμμα που έχει καταφέρει να περάσει το 3%, πέσει κάτω από αυτό, είναι αδύνατον να επιστρέψει στο προσκήνιο (βλ. ΔΗΜΑΡ και ΛΑΟΣ). Πόσο μάλλον, όταν αυτό θα συμβεί στην «χαλαρή» ψήφο των Ευρωεκλογών. Επομένως, για τα τρία αυτά κόμματα, η ευρωκάλπη έχει τη μορφή ενός αγώνα επιβίωσης. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τους ΑΝΕΛ, με μόνη διαφορά ότι εν μέρει, το κόμμα του Πάνου Καμμένου ανήκει και στην παρακάτω κατηγορία.

2) Αριστερά – Ακροδεξιά κόμματα: Εδώ υπάρχει μεν ο βασικός στόχος του 3%, αλλά παράλληλα υπάρχει και μία «ενδοοικογενειακή» σύγκρουση. Δηλαδή τα κόμματα αυτά διαγωνίζονται και μεταξύ τους, ώστε, ακόμα κι αν δεν καταφέρει κανένα από αυτά να εκλέξει ευρωβουλευτή, κάποιο από κάθε ομάδα να μπορεί να εκμεταλλευτει τη λογική της «χαμένης ψήφου». Δηλαδή, αν ο Βελόπουλος επικρατήσει στην ακροδεξιά, ας πούμε με ένα 2,5%, και Καρατζαφέρης – Κρανιδιώτης κλπ μείνουν χαμηλά, η «Ελληνική Λύση» θα μπορεί να προσδοκά ότι στις εθνικές κάλπες, παρά την πόλωση, θα πάρει ψήφους από τα γειτονικά κόμματα, ώστε να μπει στη Βουλή. Υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι σε αντίθεση με την Αριστερά, η Ακροδεξιά δεν θα μείνει διαιρεμένη για πολύ καιρό. Όποιος εξασφαλίσει μεγαλύτερο ποσοστό στο εσωτερικό της, θα κάτσει με τη μεγαλύτερη ισχύ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για συνεργασία.

Το πρώτο σκέλος του παραπάνω φαίνεται να ισχύει και στην Αριστερά. To MέΡΑ25, η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε περιορισμένο πλέον βαθμό, η «Πλεύση Ελευθερίας», έχουν, κατά ένα μικρό η μεγάλο μέρος, μια κοινή κοιτίδα ψηφοφόρων, την ομάδα των απογοητευμένων του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ απευθύνονται και σε πολλούς που θα απέχουν σε αυτές τις εκλογές. Το βασικό στοίχημα εξάλλου και η ευθύνη όλων αυτών είναι να πείσουν τον κόσμο να πάει στην κάλπη, να ξεπεράσει το αίσθημα της ήττας και της πολιτικής απελπισίας που νιώθει. Όποιο ή όποια κόμματα εκλέξουν τελικά ευρωβουλευτή, όποιο βρεθεί έστω κοντά στο 3%, όποιο κερδίσει σε αυτήν την ομάδα, αυτόματα αποκτά μια δυναμική για να αντέξει την ακόμα μεγαλύτερη πόλωση της εθνικής ψήφου, να συσπειρώσει κόσμο και να μπει και στην Βουλή το φθινόπωρο.

Υπάρχει βέβαια και πολλές φορές ξεχνιέται, ένα ακόμα σημαντικό εκλογικό όριο: Είναι αυτό του 1,5%, που εξασφαλίζει εκλογική χρηματοδότηση, το οποίο, καθώς μιλάμε για σημαντικά ποσά, που επηρεάζουν τη λειτουργία ενός σχηματισμού, έχει τη δική του, ξεχωριστή σημασία.

Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα και ενδεχόμενα, ή τουλάχιστον στα περισσότερα, θα δοθούν το βράδυ της Κυριακής. Πολλές από αυτές, θα καθορίσουν τους όρους με τους οποίος θα διεξαχθεί η πολιτική συζήτηση τουλάχιστον για τους επόμενους τέσσερις μήνες. Κανείς πάντως δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα το τι θα γίνει. Στην τετραετία που μεσολάβησε από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση άλλωστε, όλα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Κόμματα, ηγεσίες, πολιτικές ταυτότητες, ακόμα και η κοινωνία η ίδια και τα αιτήματά της.

Το βράδυ της 26ης Μαϊου πάντως, όλοι θα νιώθουν νικητές. Λίγοι, πολύ λίγοι, θα είναι.