(UPDATE: Στις 6 Ιουνίου και μετά από τις σφοδρές αντιδράσεις, το υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε στην τροποποίηση του ορισμού του βιασμού και στην ενσωμάτωση της έννοιας της συναίνεσης «Όποιος επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη» αναφέρει η τροποποίηση, σύμφωνα με τον υπουργό, Μιχάλη Καλογήρου. Για ιστορική νίκη του γυναικείο κινήματος κάνει λόγο η Διεθνής Αμνηστία.)

του Θάνου Καμήλαλη

Σύντομο ιστορικό

Η συζήτηση για τον νομικό ορισμό του βιασμού εντάθηκε στην Ελλάδα τον περασμένο Μάρτιο, όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο για τον νέο Ποινικό Κώδικα. Τότε οργανώσεις και φορείς που ασχολούνται με το ζήτημα είδαν με έκπληξη να περιορίζεται ο ορισμός του εγκλήματος. Ενώ ο, υπάρχων ορισμός προβλέπει την ύπαρξη «σωματικής βίας» ή την «απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου», αυτός που παρουσιάστηκε περιόρισε τον «σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο» σε «απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας».

Δηλαδή, όπως είχε σχολιάσει η Διεθνής Αμνηστία, που έκανε λόγο για οπισθοδρόμηση, «Με αυτόν τον τρόπο, οριοθετείται ακόμη περισσότερο η έννοια της απειλής (ως αποκλειστικά σωματικής), και κλείνει οποιοδήποτε περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας». Μορφές βίας όπως η ψυχολογική, που θεωρείται και η πιο διαδεδομένη περίπτωση παρά τα όσα φαντάζεται κανείς για το συγκεκριμένο έγκλημα, ή άλλες περιστάσεις που θα μπορούσαν να κάνουν ένα δικαστήριο να κρίνει ότι όντως υπήρξε «σπουδαίος και άμεσος κίνδυνος» έφυγαν από το τραπέζι.

Οι αντιδράσεις στη δημόσια διαβούλευση ήταν έντονες, με μόνο αίτημα να εναρμονιστεί η Ελλάδα με τα διεθνή πρότυπα για τη βία κατά των γυναικών και να υιοθετήσει έναν νομικό ορισμό του βιασμού με βάση τη συναίνεση και όχι το μέγεθος της απειλής που ένιωσε το θύμα. Η έννοια της συναίνεσης, παρά τις παρεξηγήσεις που προκαλεί στη δημόσια συζήτηση, είναι απλή: «Για να κάνετε σεξ, πρέπει να ξέρετε ότι το άτομο που επιθυμείτε να κάνετε σεξ θέλει να κάνει σεξ μαζί σας. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ρωτήστε. Εάν εξακολουθεί να υπάρχει αμφιβολία, σταματήστε» εξηγεί η Διεθνής Αμνηστία. Όταν έγινε η αλλαγή του ορισμού στη Σουηδία, ο πρωθυπουργός, Στέφαν Λόβφεν, τόνισε: «Θα έπρεπε να είναι προφανές. Το σεξ πρέπει να είναι συναινετικό. Αν δεν είναι συναινετικό, τότε είναι παράνομο. Αν δεν είστε σίγουροι, τότε να απέχετε». Σύμφωνα όμως με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2016, μπορεί το 96% των Ευρωπαίων να πιστεύει ότι η βία κατά των γυναικών είναι απαράδεκτη, αλλά το 22% θεωρεί ότι οι γυναίκες εφευρίσκουν ή υπερβάλλουν σε καταγγελίες για βιασμό και πάνω από ένας στους τέσσερις (27%) πιστεύει ότι η σεξουαλική επαφή χωρίς συναίνεση μπορεί να είναι δικαιολογημένη σε κάποιες περιπτώσεις.

Όπως είχε αναφέρει το TPP και στο προηγούμενο ρεπορτάζ, ο πιο απλός τρόπος είναι να παρομοιαστεί η συναίνεση στο σεξ με αυτήν σε ένα ποτήρι τσάι:

Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2018 η ελληνική Βουλή ενέκρινε την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ένα νομικό κείμενο που στόχο έχει την καταπολέμηση της έμφυλης βίας και χαρακτηρίζεται άρτιο από την παγκόσμια κοινότητα. Η Σύμβαση καλεί όλα τα κράτη να ορίσουν τον βιασμό με βάση την απουσία συναίνεσης, η οποία θα κρίνεται από τις περιστάσεις και όχι με βάση τη βία και το μέγεθος της. Ουσιαστικά, να κρίνεται στη βάση του αν υπήρχε ξεκάθαρο «Ναι» και χωρίς να αξιολογείται πόσο δυνατό ήταν το «Όχι».

Η ελληνική κυβέρνηση όμως δεν τροποποίησε τότε τον ορισμό του βιασμού με βάση τα διεθνή πρότυπα και δεν το κάνει ούτε σήμερα. Από τις 31 ευρωπαϊκές χώρες που καλύπτει η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Γερμανία, η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο και η Σουηδία ορίζουν τον βιασμό ως σεξ χωρίς συναίνεση. Ωστόσο, μολονότι με αργούς ρυθμούς, όλο και περισσότερες χώρες εναρμονίζονται με τα διεθνή πρότυπα, ή έστω εκφράζουν πρόθεση να το κάνουν, συνήθως μετά από πολύχρονο αγώνα φεμινιστικών κινημάτων και διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων.

Το αρνητικό είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις, για να έρθει η αλλαγή, χρειάζεται να έρθει στη δημοσιότητα κάποιο φρικαλέο έγκλημα που δεν τιμωρειται όπως θα έπρεπε και δείχνει τις αδυναμίες του προηγούμενου πλαισίου. Τέτοια εγκλήματα βιασμού που έμειναν ουσιαστικά ατιμώρητα προκάλεσαν τα τελευταία χρόνια την κοινή γνώμη στη Σουηδία (βιασμός με μπουκάλι), την Ισπανία (ομαδικός βιασμός από την «Αγέλη των Λύκων») και τη Φινλανδία (άνδρας βίασε 10χρονο κορίτσι που δεν αντιστάθηκε).

Ερώτηση για το θέμα της συναίνεσης κατέθεσαν τον Φεβρουάριο 55 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. ζητώντας τον «ορισμό του βιασμού με βάση τη μη συναίνεση και όχι μόνο τη βία». Οι βουλευτές αναφέρονται στα στοιχεία, τα καλέσματα διεθνών οργανισμών, την άποψη της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων και στο γεγονός ότι «το όχι στην Ελλάδα δεν είναι αρκετό για να αρνηθεί μια γυναίκα να συνευρεθεί σεξουαλικά με κάποιον –τουλάχιστον όχι από νομικής άποψης». Η ΓΓΙΦ στο ίδιο κείμενο τονίζει ότι «το γεγονός ότι βρισκόσουν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, ήσουν αναίσθητη ή κοιμόσουν δεν αποτελεί δικαιολογία για τον δράστη. Σε περιπτώσεις σαν τις προηγούμενες, εφόσον δεν είχες τη δυνατότητα να συναινέσεις, δεν συναίνεσες στην σεξουαλική πράξη και έχεις πέσει θύμα βιασμού». Το σχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που τέθηκε σε διαβούλευση προκάλεσε και την αντίδραση της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των υπαλλήλων της Γ.Γ.Ι.Φ.

Η «απαράδεκτη» νέα τροποποίηση

Απαντώντας στην έντονη κριτική, ο αρμόδιος υπουργός, Μιχάλης Καλογήρου, δεσμεύτηκε αρκετές φορές ότι στο τελικό κείμενο θα υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις. Στο νομοσχέδιο όμως που κατατέθηκε στη Βουλή και αναμένεται να ψηφιστεί άμεσα, η κατάσταση φαίνεται να μην βελτιώνεται και οι αντιδράσεις οργανώσεων, δικηγόρων και του φεμινιστικού κινήματος είναι από έντονες, έως οργισμένες. Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο Ποινικός Κώδικας κατατέθηκε και θα ψηφιστεί στη Βουλή με fast track διαδικασίες, λόγω του επικείμενου κλεισίματος της για τη διενέργεια των εθνικών εκλογών. Το δεύτερο, ότι ο νέος ορισμός του βιασμού, κρίνεται από πολλούς και πολλές ξανά προβληματικός.

Για να κατευνάσει τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση προσέθεσε μία νέα παράγραφο στον ορισμό, την παράγραφο 5, που προβλέπει ότι «όποιος εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, εξαναγκάσει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γεννετήσιας πράξης απειλώντας αυτόν με παράνομη πράξη η παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών». Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «εντάχθηκαν στο άρθρο 336 (ως παρ. 5) και οι λοιπές (πλην του εξαναγκασμού με σωματική βία ή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας) μορφές βιασμού, με αναλογική κλιμάκωση των απειλούμενων ποινών».

Ωστόσο, αυτή η απόφαση έχει προκαλέσει νέο κύμα κριτικής: Η αναφορά μόνο στην προϋπόθεση της σωματικής βίας για το κακουργημα του βιασμού παραμένει, μία ευρεία γκάμα βιασμών γίνονται πλημμελήματα (βαριά κατά το υπουργείο) και προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα για το αν ο ορισμός της «παράνομης πράξης» αφήνει κενά.

Το παράδοξο είναι ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, γίνεται αναφορά στη συναίνεση. «Είναι από άποψη αδίκου δυνατή η τέλεση αδικήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας ακόμα και στο πλαίσιο διαπροσωπικής ή νομικής σχέσεως όπου οι γεννετήσιες πράξεις είναι κοινωνικά αναμενόμενες, καθώς η προς τούτο συναίνεση δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί αμεκλητη. Για το λόγο αυτό, άδικο μπορεί να στοιχειοθετηθεί ακόμα κι αν το πρόσωπο αποσύρει τη συναίνεσή του καίτοι έχει τελέσει τέτοιες πράξεις όλως προσφάτως ή καίτοι έχει αρχίσει ήδη να τελεί τέτοιες αλλά στην πορεία αποσύρει τη συναίνεσή του», αναφέρεται συγκεκριμένα. Ωστόσο, επιμένει στη συνέχεια στο μέγεθος του εξαναγκασμού. «Το Υπουργείο δεν συμπεριέλαβε κανένα από τα σημεία που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης, τόσο από τη Διεθνή Αμνηστία, με επίσημο υπόμνημα που καταθέσαμε, όσο και από όλους τους υπόλοιπους φορείς και οργανώσεις, και το γυναικείο κίνημα» υποστηρίζει η Διεθνής Αμνηστία, καλώντας σε απόσυρση του άρθρου 336.

«Έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε να γυρίσουμε στον παλιό ορισμό που ήταν πιο προοδευτικός. Τουλάχιστον ο παλιός ορισμός έδινε τη δυνατότητα σε ένα δικαστήριο, όταν διερευνούσε τι συνέβη, να πει ότι όντως ήταν απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Τώρα ο κίνδυνος ορίζεται πολύ πιο περιοριστικά, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, η απειλή κατά της ζωής. Έχουμε μία νομοθεσία που μας πηγαίνει 40 χρόνια πίσω» σχολιάζει στο TPP η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος που ασχολείται με θέματα έμφυλης βίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Σε μια συγκυρία όπου συζητείται σοβαρά η γυναικοκτονία ως όρος, σε ένα τέτοιο πλαίσιο που βλέπεις τα συντηρητικά ένστικτα της κοινωνίας, πώς γίνεται να λές ότι ο βιασμός ως κακούργημα είναι μονο με τη σωματική βία; Και πώς γίνεται να λες στο θύμα ότι αυτό που του συνέβη κατηγοριοποιείται έτσι;», προσθέτει η κ.Στεντούμη.

«Κάθε ποινική διάταξη είναι κι ένας τρόπος διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας» υποστηρίζει επίσης η κ.Στεντούμη. «Οπότε έχουμε μία κατάσταση όπου αν το θύμα αντισταθεί, γνωρίζει ότι κινδυνεύει η ζωή της και αν δεν αντισταθεί, ουσιαστικά δεν είναι βιασμός, είναι πλημμέλημα, στο οποίο μπορεί να αναγνωριστούν και ελαφρυντικά».

Σε δελτίο Τύπου της που εκδόθηκε σήμερα Τετάρτη, η Διεθνής Αμνηστία καταγγέλλει:

«Ο νομικός ορισμός του βιασμού με επίκεντρο τη βία ή την αντίσταση, όπως αυτός που περιλαμβάνεται στο νέο σχέδιο Ποινικού Κώδικα, σηματοδοτεί ότι μια σειρά εγκλημάτων βιασμού, στα οποία δεν φαίνεται η άσκηση ή η απειλή σωματικής βίας, ή η απόδειξη ή αδυναμία αντίστασης, ή δεν τεκμαίρεται εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη μετά από απειλή με παράνομη πράξη (όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5), δεν θα διώκονται ως τέτοιοι.

Επιπλέον, με τον παρόντα ορισμό, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι το «πάγωμα» του θύματος, όταν έρχεται αντιμέτωπο με μια σεξουαλική επίθεση, έχει αναγνωριστεί ως η πιο συνηθισμένη ψυχολογική αντίδραση στην πλειοψηφία των βιασμών, όπως έχει αποδειχθεί από σειρά ερευνών. Η αντίδραση αυτή αφήνει το άτομο ανήμπορο να αντισταθεί στην επίθεση, συχνά σε βαθμό ακινησίας, και συνεπώς συνοδεύεται από απουσία εμφανών σημαδιών φυσικής βίας – κάτι που σημαίνει ότι επίσης δεν θα διώκεται ως βιασμός.»

«Είναι πραγματικά, πρωτοφανές πως ο Νομοθέτης, κλιμακώνει το είδος της απειλής, και πως αυτή η απειλή συμπαρασύρει την απαξία του ίδιου πρακτικά εγκλήματος» καταγγέλλει με ανακοίνωσή της η συνέλευση «Χωρίς συΝΑΙνεση είναι βιασμός», που καλεί σε διαδήλωση το απόγευμα της Τετάρτης, στο Σύνταγμα. «Η κυβέρνηση μας λέει κατάμουτρα ότι υπάρχουν ειδών και ειδών βιασμοί. Κάποιοι που έγιναν κάτω από το καθεστώς μεγάλης και σπουδαίας απειλής για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, οι κακουργηματικοί, και άλλοι που τελέστηκαν υπό το καθεστώς «μικρής» απειλής (sic), οι πλημμεληματικοί» προσθέτει επίσης.

Η δικηγόρος, Θεοδώρα Γκόγκα, εξηγεί στο TPP τη διαφορά: «Με το νέο νομοσχέδιο, από δύο παραγράφους έχουμε 5. Στην πρώτη παράγραφο, αλλάζει η απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, σε απειλή αποκλειστικά κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Επομένως, βιασμός θεωρείται ένα έγκλημα, μόνο αν η απειλή είναι “θα σε σκοτώσω” ή “θα σε τραυματίσω” ή “θα σε κάψω ζωντανή” κλπ. Άρα οποιαδήποτε άλλη απειλή, που προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά του θύματος, όπως την τιμή και την υπόληψη, που είναι και η πιο συχνή περίπτωση, δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Έχουμε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, βιασμό που είναι πλημμέλημα. Και δεν μπορώ να καταλάβω ποιος νομοθέτης πιστεύει ότι η ψυχολογική βία είναι υποδεέστερη της σωματικής, όταν θύματα ψυχολογικής βίας μπορούν να μπουν και σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να ξεπεράσουν τα τραύματά τους. Μια μελανιά μπορεί να φύγει από το σώμα σου, όμως ένα τραυμα της ψυχής μπορεί και να το κουβαλάς για πάντα. Από την στιγμή που τέλεσες το έγκλημα, ο τρόπος που το κατάφερες είναι αδιάφορος».

Ο υποβιβασμός μιας σειράς περιπτώσεων βιασμού που έχουν να κάνουν με την ψυχολογική βία, σε πλημμέλημα μοιάζει ακατανόητος. Ο δικηγόρος, Βασίλης Σωτηρόπουλος, σχολιάζει σε άρθρο του:

«Για κάποιον ακατανόητο λόγο, αυτός ο βιασμός, μολονότι μέχρι σήμερα θα ήταν κανονικά το κακούργημα της παραγράφου 1, αίφνης υποβιβάζεται σε πλημμέλημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (δηλ. έως πέντε) ετών. Το θεωρώ εξόχως προβληματικό. Το θύμα ενός βιασμού υφίσταται την ίδια σωματική συνέπεια, είτε η απειλή που του ασκείται είναι σωματική, είτε είναι ψυχολογική! Σε έναν νόμο που το έννομο αγαθό είναι η σεξουαλική αξιοπρέπεια και αυτοδιάθεση του ατόμου, η διακύμανση που φτάνει μέχρι το πλημμέλημα είναι ανεπίτρεπτη και απομειώνει την ηθική απαξία που η κοινωνία μας αποδίδει στο έγκλημα του βιασμού, είτε αυτός γίνεται με σωματική είτε με ψυχολογική απειλή.»

Πέρα από τα μεγέθη των νέων ποινών, ο νέος ορισμός, όπως σχολιάζουν οι δικηγόροι μιλώντας στο TPP, διατηρεί τα ίδια προβλήματα, που αποτρέπουν τα θύματα από το να καταγγείλουν το έγκλημα. «Πρέπει το μελλοντικό θύμα να αποδείξει στο δικαστήριο ότι όντως κινδύνευσε η σωματική του ακεραιότητα. Άρα είμαστε σε μια διαδικασία όπου πρέπει να συζητάει το δικαστήριο αν η απειλή ήταν σοβαρή, αν ο δράστης το εννοούσε, αν το μαχαίρι ήταν αληθινό ή ψεύτικο…Και όταν το νομικό πλαίσιο γίνετια πιο περιοριστικό, η νομολογία το ακολουθεί, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια, επομένως έχουμε μία συντηρητική στροφή» σχολιάζει η Ιωάννα Στεντούμη και σημειώνει επίσης ότι «ένα μεγάλο κομμάτι του βιασμού έχει να κάνει και με τη συζυγική και συντροφική βία. Αυτό το κομμάτι εξαιρείται. Στην ουσία ακυρώνει τον βιασμό εντός γάμου, που είναι βιασμός μόνο αν τη βάλει κάτω και τη δέρνει.»

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ «ακόμα και οι ίδιες οι γυναίκες έχουν ταυτίσει τον βιασμό με την ανάγκη να υπάρξει σωματική βία» τονίζει επίσης η κ.Στεντούμη. «Έχουμε επίσης αρχές, την αστυνομία για παράδειγμα, όπου οι περισσότερι πιστεύουν ότι όταν καταγγέλλεται ένας βιασμός είναι για να πάρει η γυναίκα χρήματα. Για παράδειγμα, αστυνομικοί πιστέυουν ότι ακόμα κι αν μια τουρίστρια πάει να καταγγείλλει τον βιασμό της, το κάνει για να πάρει χρήματα. Δηλαδή ότι ήρθε η γυναίκα 10 μέρες διακοπές και θέλει να μπει σε όλη αυτήν τη διαδικασία, να τρέχει 5 χρόνια για να κερδίσει απλά χρήματα. Δεν είναι η επίσημη αντίληψη αυτή αλλά είναι η επικρατούσα», προσθέτει η δικηγόρος, ενώ η κ.Γκόγκα στέκεται στις ήδη σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα θύμα βιασμού, στην προσπάθειά του να καταγγείλλει τι έχει συμβεί:

«Μία μεγάλη ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι ότι δεν ισχύει το “ο λόγος μου απέναντι στον δικό σου”. Το θύμα μπαίνει σε μια διαδικασία να δικαιολογεί γιατί ήταν εκεί, τι φορούσε… Παράλληλα, δεν υπάρχουν ιατροδικαστικά κέντρα, δεν υπάρχουν ιατροδικαστές τα Σαββατοκύριακα και πρέπει αν βιαστείς Παρασκευή να μείνεις με τα ρούχα και τα σημάδια του βιασμού σου, δεν υπάρχει ψυχολογική υποστήριξη στις καταθέσεις σου, όταν το θύμα πρέπει να δώσει μια πολύ μεγάλη μάχη για να αποδείξει ότι βιάστηκε, απέναντι σε ανθρώπους που δεν έχουν την απαραίτητη Παιδεία και απέναντι στον κοινωνικό στιγματισμό» σημειώνει. Βρισκόμαστε εξάλλου σε μία χώρα όπου εκτιμάται κατά καιρούς ότι έχουμε περίπου 4.500 – 5.000 χιλιάδες περιστατικά βιασμών κάθε χρόνο. Μόνο 150 περίπου όμως υποθέσεις φτάνουν τελικά στο δικαστήριο, σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας στα τέλη του 2016.

Με λίγα λόγια, η απόφαση αυτή, όπως σημειώνει η Διεθνής Αμνηστία, έχει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, ενθαρρύνει την ατιμωρησία και σημαίνει μια χαμένη ευκαιρία για ουσιαστικά πρόοδο:

«Η πολιτική αυτή επιλογή του Υπουργείου φέρει ιδιαιτέρως σοβαρές συνέπειες: Εμπεδώνει την ατιμωρησία του βιασμού, εμποδίζει περαιτέρω την πρόσβαση των θυμάτων του βιασμού στη δικαιοσύνη και αδυνατεί να περιορίσει την κουλτούρα του βιασμού στην ελληνική κοινωνία. Σε μια περίοδο που η κοινωνία έχει υποφέρει από την επανειλημμένη δημοσιοποίηση περιστατικών βιασμών, είναι ανεπίτρεπτο το μήνυμα απουσίας οποιασδήποτε δικαίωσης, αλλά κινδύνου των μελλοντικών θυμάτων. Η επιμονή σε έναν ορισμό του βιασμού που επικεντρώνεται στην αντίσταση και τη βία παρά στην συναίνεση, θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην καταγγελία βιασμών, που γενικά είναι πολύ χαμηλή, αλλά επίσης και στην κοινωνική αντίληψη περί σεξουαλικής βίας, όταν και τα δύο είναι κομβικές πλευρές της καταπολέμησης της ατιμωρησίας για αυτά τα εγκλήματα και της πρόληψής τους.

Όλο και περισσότερες χώρες στην Ευρώπη υιοθετούν νομοθεσίες στη βάση του απλού γεγονότος ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Ωστόσο, η Ελλάδα αποφασίζει να ενεργήσει ενάντια σε αυτή τη γενική τάση, προτείνοντας έναν νόμο που δεν τοποθετεί στο επίκεντρο τη συναίνεση. Η πρόταση της κυβέρνησης είναι απαράδεκτη και συνιστά μια χαμένη ευκαιρία να αποδειχθεί η πραγματική δέσμευση της Ελλάδας να προστατεύσει τα δικαιώματα των γυναικών και των κοριτσιών. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αγνοεί τις φωνές των γυναικών που απαιτούν σεξουαλική αυτονομία, με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανόμενης της τροποποίησης των παρωχημένων νομοθεσιών που τελικά τροφοδοτούν την ατιμωρησία του βιασμού.»