Με φόντο τις φτωχογειτονιές της Κινσάσα και της Μπραζαβίλ, τις πρωτεύουσες των γειτονικών κρατών Δημοκρατία του Κονγκό και Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τα μέλη μίας από τις αποκλειστικότερες λέσχες του κόσμου, της «La Sape» πρεσβεύουν την απογείωση του στυλ και απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα της μόδας τα τελευταία χρόνια αρκετά συχνά.

Τα λαμπερά χρώματα και τα πανάκριβα υφάσματα των κοστουμιών των Sapeurs συνθέτουν ένα σουρεαλιστικό σκηνικό στις παραγκουπόλεις και τα εξαθλιωμένα χωριά των δύο κρατών, όπου ο εμφύλιος πόλεμος έχει αφήσει τα τελευταία 15 χρόνια πάνω από 4 εκατομμύρια νεκρούς. Ένας Sapeur μπορεί να ζει με λιγότερα από 30 cents τη μέρα και να κατοικεί με τους γονείς του σ’ ένα ετοιμόρροπο σπίτι που το οριοθετούν ανοιχτές αποχετεύσεις. Κι όμως, το δωμάτιο του μπορεί να έχει εκτός από ένα στρώμα, μία ντουλάπα με περισσότερα από 30 κοστούμια.

Τα μέλη της Sape είναι κυρίως άνδρες και εργάζονται κατά την πλειοψηφία τους σε ταπεινωτικά επαγγέλματα, κάτι που δεν τους αποτρέπει από το να ξοδεύουν τα ελάχιστα έσοδα τους σε πανάκριβα ρούχα που προμηθεύονται από χώρες της Ευρώπης. Και επειδή η απομίμηση αποτελεί γι’ αυτούς τους λάτρεις της μόδας ιεροσυλία, κάποιες φορές καταφεύγουν στην κλοπή για να ικανοποιήσουν τον ακόρεστο εθισμό τους σε αυθεντικές μάρκες ρούχων. Το ίδιο κοστούμι δεν θα φορεθεί από έναν Sapeur περισσότερες από μία ή δύο φορές το μήνα.

Η λέξη Sapeur  σημαίνει «σκαπανέας» και προέρχεται από τη λέξη Sape, τα αρχικά του ίδιου του κινήματος Société des Ambianceurs et Persons Élégant ενώ η ίδια η λέξη sape  δηλώνει και το «να ντύνεται κανείς με κομψότητα και στυλ». Οι ρίζες του στυλ της Sape βρίσκονται στη δεκαετία του 1920 και ’30, όταν το Κονγκό ήταν ακόμη γαλλική αποικία. Κάποιοι προνομιούχοι Κονγκολέζοι ταξίδεψαν στη Γαλλία και επιστρέφοντας γέμισαν τις ντουλάπες τους με κομψά κοστούμια. Ωστόσο δεν ήταν παρά τη δεκαετία του 1960 με ’70 που η λατρεία του στυλ απογειώθηκε χάρη στον διάσημο μουσικό και τραγουδιστή Papa Wemba. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα αλλεπάλληλα ταξίδια στο Παρίσι έκαναν τον Papa Wemba να αναπτύξει ένα φανταχτερό, υπερβολικό στυλ ντυσίματος, που ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τις προσταγές του δικτάτορα Μομπούτου. Ενώ ο Μομπούτου επιθυμούσε από τους πολίτες του να ντύνονται με την παραδοσιακή κογκολέζικη ενδυμασία και να απολαμβάνουν μόνο τον αφρικάνικο πολιτισμό, οι Sapeurs χρησιμοποίησαν την εμφάνισή τους για να εκφράσουν την ύβρη τους ασκώντας μία πιο αποτελεσματική ιδεολογική επανάσταση.

Η μετριοπάθεια είναι μία λέξη που δεν χαρακτηρίζει τους Sapeurs. Ξεχωρίζουν με τις μοναδικές συνθέσεις χρωμάτων των ρούχων που φορούν και το εκκεντρικό περπάτημα που ολοκληρώνει την αποθέωση του ανδρικού στυλ. Η ιδέα των Sapeurs  για την τελειότητα στο ντύσιμο είναι ο συνδυασμός τριών χρωμάτων για κάθε εμφάνιση και το αρμονικό ταίριασμα των χρωμάτων, χωρίς υπερβολές. Φυσικά στον κόσμο της Sape, κάθε προσωπική ιδιοτροπία βρίσκει έδαφος να ανθήσει, το αποτέλεσμα όμως δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις αρχές της κομψότητας και του μέτρου. Ένα μπαστούνι από σωλήνα συμπληρώνει την εικόνα και την κινησιολογία ενός Sapeur ενώ σχεδόν απαραίτητο χρίζεται ένα πούρο ή μία πίπα ως σύμβολα φινέτσας. Πολλές φορές το πούρο δίνει αξία σ’ ένα φθαρμένο κοστούμι, αρκεί να χρησιμοποιείται με ευγένεια.

Το όνειρο κάθε Sapeur είναι να πάει έστω για μία φορά στην ζωή του στο Παρίσι και να επιστρέψει πίσω στο Κονγκό σαν αληθινός αριστοκράτης. Σε κάποιους Sapeurs  αρέσει να αποκαλούν την ενασχόλησή τους με την ενδυματολογία και Sapologie  σαν να πρόκειται για μία επιστήμη ή μία θρησκεία. 'Οπως σε όλη την υφήλιο, έτσι και για τους Sapeurs ο κόσμος της μόδας είναι σκληρός. Υπάρχουν αντιπαλότητες και συνεργασίες, νέες τάσεις εμφανίζονται και άλλες θεωρούνται παρωχημένες.  Έχουν το δικό τους blog όπου συζητούν, διαμορφώνουν απόψεις, κάνουν βίντεο ενώ ομάδες ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε υπαίθρια μπαρ.

Όμως για τα μέλη της Sape η ενδυματολογία, δεν έχει να κάνει με το τι είναι στη μόδα, αλλά με το στυλ, την κομψότητα και τον τρόπο ζωής τους. Δεν έχει αξία για έναν αληθινό Sapeur να έχει ένα κοστούμι Dior  ή Versace, αν δεν ξέρει πώς να το φορέσει, αλλά και πώς να φερθεί. Εκτός από τους κανόνες ομορφιάς και αρμονίας των χρωμάτων που ακολουθούν, έχουν το δικό τους κώδικα τιμής και κώδικες επαγγελματικής συμπεριφοράς.

Οι Sapeurs  ζουν σύμφωνα με αυστηρές έννοιες ηθικής, πρεσβεύουν την ειρήνη και λατρεύουν τη μουσική. Οι περισσότεροι είναι καθολικοί χριστιανοί και πηγαίνουν στην εκκλησία τακτικά, ντυμένοι βέβαια στην τρίχα. Θεωρούνται μία καλή αντανάκλαση του Θεού γιατί σέβονται τους άλλους ανθρώπους και δεν τους αρέσει ο πόλεμος. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας συχνά μιλούν για την αποφυγή της βίας ενώ πολλοί από αυτούς μπορεί να έχουν ζήσει τον πόλεμο από πρώτο χέρι.

 Στην πραγματικότητα οι Sapeurs αντιπροσωπεύουν την ψευδαίσθηση ενός ειρηνικού κόσμου που έχει υποστηριχθεί από την ίδια την κυβέρνηση, προσπαθώντας να εξομαλύνει μία μεταπολεμική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν ποτέ υπηρετήσει σκοπούς της κυβέρνησης αν και τους έχει ζητηθεί αρκετές φορές. Οι Sapeurs  θέλουν να παραμείνουν αυτόνομοι και να μην ευθυγραμμιστούν με κανένα κόμμα. Το 1997, όταν άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος η Sape διέκοψε της δραστηριότητες της μέχρι το 2002. Το σύνθημα της ήταν «ας πετάξουμε τα όπλα, αφήστε μας να εργαστούμε και να ντυθούμε κομψά». Είναι προφανής όμως η ασυμφωνία μεταξύ του τρόπου με τον οποίο ζουν και του τρόπου με τον οποίο ντύνονται. Για τους περισσότερους η Sape είναι σαν ναρκωτικό και τα χρήματα που ξοδεύουν για τα ρούχα τους θα μπορούσαν να θρέψουν και να στεγάσουν χιλιάδες οικογένειες στο πολύπαθο Κονγκό.

Το 2003 ο Papa Wemba συννελήφθη στο σπίτι του στο Παρίσι και φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι συμμετείχε σ’ ένα δίκτυο που είχε μεταφέρει λαθραία εκατοντάδες μετανάστες στην Ευρώπη. Λίγους μήνες μετά, αφού πλήρωσε εγγύηση αξίας 30.000€, αφέθηκε ελεύθερος και δήλωσε βαθειά αλλαγμένος. Στη φυλακή ασπάστηκε τον χριστιανισμό, που τον βοήθησε να μετανοήσει και να καταλάβει τα λάθη του. Και άλλοι όμως σύγχρονοί του μουσικοί, όπως ο King Kester Emeneyal, έχουν εκφράσει τη βαθειά λύπη τους για το κακό παράδειγμα που έθεσαν σαν είδωλα της μουσικής στους νεότερους ξοδεύοντας τόσα χρήματα στα ρούχα. Οι «κομψότατοι κύριοι του Κονγκό» από ότι φαίνεται όμως, θα εξακολουθήσουν να εμπνέουν και να έλκουν τα βλέμματα των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο για πολύ καιρό ακόμα.