Του Κώστα Εφήμερου

Στο πρόγραμμα της τριλογίας «Ορέστεια» που είχε ανεβάσει στην Επίδαυρο η Κάριν Νόιχοϊζερ έγραφε στην πρώτη σελίδα ότι στόχος της ήταν να αναδείξει «το πέρασμα από τον κόσμο της εκδίκησης και της αυτοδικίας στον κόσμο της έννομης τάξης και της θέσπισης του δικαίου». Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι «τα είχαν πει όλα» αλλά σκέφτομαι ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που υποστηρίζουν ανοιχτά την δολοφονία του διαρρήκτη στην Παιανία νιώθουν γνήσιοι απόγονοι του Αισχύλου.

Κι αν η Ζακλίν ντε Ρομιγί έγραψε ότι «δεν υπάρχει πολιτισμός που να μπορεί με λαμπρότερο τρόπο να συναντήσει αυτή τη διπλή επιθυμία της άρνησης της βίας και ταυτόχρονα της ανακάλυψης της άσκησης της δικαιοσύνης σε αντικατάσταση της βίας» ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός έχει να αντιπαραθέσει τις σκέψεις των νέων καθοδηγητών της κοινής γνώμης, όπως αυτή του κοσμαγάπητου «κομιστή» ο οποίος παρενέβη γράφοντας για τη «γενναία και έντιμη απόφαση της (ελληνικής δικαιοσύνης) να αφήσει ελεύθερο υπό περιοριστικούς όρους τον 24χρονο Έλληνα που αναγκάστηκε να πυροβολήσει σε νόμιμη άμυνα».

Ο μεγαλοεκδότης μάλιστα συνεχίζει παρακάτω προτρέποντας «Να λυθούν τα χέρια της αστυνομίας, από τους περιοριστικούς νόμους που έκαναν κάποιοι δήθεν προοδευτικοί υπουργοί, οι οποίοι στην ουσία ήταν αυτοί που αποθράσυναν περαιτέρω τους ξένους μπουκαδόρους που σφάζουν, βιάζουν λεηλατούν και σκοτώνουν» τροφοδοτώντας το κλίμα φόβου. Κι όμως οι έρευνες δείχνουν ότι οι δείκτες εγκληματικότητας στη χώρα μας παραμένουν από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη ενώ ταυτόχρονα εξαιτίας της ελλειμματικής δεοντολογικής προσέγγισης των ΜΜΕ οι Έλληνες είμαστε από τους πρώτους στο φόβο του εγκλήματος (ρεπορτάζ της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, καθηγητής Εγκληματολογίας Βασίλης Καρύδης).

Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου η Αθηνά μιλάει για το ρόλο του φόβου στην κοινωνική συνοχή λέγοντας την περίφημη φράση «ούτε αναρχία ούτε δεσποτισμός», υπογραμμίζοντας τον καθοριστικό ρόλο του φόβου στην διατήρηση της ειρήνης μέσα από τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Η Αθηνά που με την ψήφο της τελικά αθωώνει τον Ορέστη ζητάει τον σεβασμό στη Δίκη με την ευρεία έννοια. Δεν αποκηρύσσει τον φόβο, τον θεωρεί συστατικό που πρέπει να συνυπολογιστεί από το σύστημα που θα αποδώσει την δικαιοσύνη. Οι σύγχρονοι καθοδηγητές της κοινής γνώμης από την άλλη ταΐζουν το κτήνος ζητώντας το ζεστό αίμα των αλλοδαπών διαρρηκτών (ούτε ένα ρεπορτάζ δεν παρέλειψε να τονίσει την «αλλοδαπότητα» του παραβάτη), δικάζοντας και αθωώνοντας επιτόπου τον 24χρονο που μετά από μία ώρα κυνήγησε και τραυμάτισε τον κλέφτη θανάσιμα με καραμπίνα οπλισμένη με βλήμα για αγριογούρουνα (αν και λίγο ατσούμπαλα, αφού σύμφωνα με την κατάθεση του, ο νεαρός σκόνταψε και το όπλο πυροβόλησε αυθόρμητα).

Άσχετα λοιπόν με το αν ο 24χρονος συμπολίτης μας φοβήθηκε, λειτουργούσε εν βρασμώ ψυχής, είχε δίκιο ή άδικο ούτε εγώ, ούτε εσείς, ούτε κανένας Θέμος δεν θα έπρεπε να επιβραβεύει την πράξη της αυτοδικίας υποστηρίζοντας μάλιστα ότι έτσι καταπολεμάται με κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο ο φόβος και η ανασφάλεια.

Στο κάτω-κάτω αν οι πρόγονοί μας μας έκαναν περήφανους με την ευρύτητα της σκέψης τους επισημαίνοντας τη σημασία στον σεβασμό της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης ζωής ακόμα και για αυτούς που διέπραξαν τις πιο απάνθρωπες πράξεις πολύ φοβάμαι ότι γνωρίζοντας τον σύγχρονο πολιτισμό μας οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν θα ήθελαν καμία σχέση με τους μελλοντικούς αυτών απογόνους.