Να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας, να φτιάξουμε τις βάσεις για τον πλούτο μας.

 


Ο σύντομος προσωπικός ορισμός μου για το σοσιαλισμό:
Κάθε πολίτης δικαιούται μια ενδιαφέρουσα δουλειά και μια ασφαλή, μετρημένη διαβίωση

George Scialabba

Ο ποιητής Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος είναι εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους πιο καίριους σχολιαστές της νεοελληνικής ιστορικής περίστασης. Λακωνικός, σπάνιος και περιεκτικός. Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «σημειώσεις», γράφει για το μίνιμουμ στόχο που πρέπει τώρα να έχουμε: Να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας, να τραβήξουμε μεν κουπί αλλά πετώντας έξω τους παλιούς ένοχους κυβερνήτες από το δικό μας πλέον καράβι και κυρίως, να προετοιμαστούμε για τον κακοτράχαλο δρόμο που αναγκαστικά θα τραβήξουμε.


«Όχι άλλες ψευδαισθήσεις. “Επιστροφή” δεν θα υπάρξει. Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίσουμε είναι να μοιράσουμε τουλάχιστον δίκαια τη φτώχια μας. Είναι η μεγαλύτερη, η ουσιαστική επανάσταση που απαιτείται σήμερα από όποια πραγματική ή δυνητική αριστερά. Η αριστερά οφείλει να προετοιμάσει τον κόσμο».  Χωρίς να είναι οικονομολόγος ο Λυκιαρδόπουλος έχει πιθανότατα καταλάβει ότι ανάπτυξη με ξένα δανεικά δεν γίνεται, πώς το ευεργετικό πλεόνασμα στα δύσκολα χρόνια περνά πρώτα από την ανακατάληψη της εγχώριας αγοράς, ότι η αναγκαία λιτότητα (όχι η κάλπικη της τρόικας, που μόνο τα περιττά δεν κόβει) μπορεί να γίνει σύμμαχος για την άρση των αδικιών και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.


Ο ποιητής ξεδιπλώνει το συλλογισμό του με μια πρώτη απολαυστική αναγνώριση του εχθρού: «Πίσω απ’ αυτούς που βγαίνουν και καταγγέλλουν  τη “γραφειοκρατία”, τις “αντιαναπτυξιακές αγκυλώσεις”, τον επάρατο “δημόσιο τομέα”… ορύεται ο επελαύνων κρατικοδίαιτος αντικρατισμός της νεωτεριστικής ελληνικής ατσιδοσύνης και του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονιστικού λαϊκισμού … μιας ιδεολογίας που ανέκαθεν ανοιγοκλείνει μαυλιστικά τις πύλες ενός απατηλά πολυσυλλεκτικού παραδείσου – προορισμένου, στην πραγματικότητα, για τους ολίγους, τους «ξύπνιους», τους αδίσταχτους, τους οικονομικούς δολοφόνους της χώρας». Αλλά και για όσους πιπιλίζουν την κεντρώα καραμέλα «τα άκρα συναντώνται», έχει οπλισμένο τον καταπέλτη του ο Λυκιαρδόπουλος: «… βρίσκουν εν Ελλάδι τους απολογητές του “ορθολογισμού» τους στους μυθολόγους της λεγόμενης σύγκλισης των “άκρων”, οι οποίοι απαξιώνουν κάθε ένσταση σ’ αυτή τη (νεοφιλελεύθερη) φρίκη ως “λαϊκισμό”, χαρίζοντας έτσι τον λαό στους φασίστες, το έθνος στους εθνικιστές και το Δημόσιο στους ιδιώτες».


Πιθανόν, να μπορούμε να διαχειριστούμε εντέλει και κάτι περισσότερο από τη φτώχεια μας. Η αλήθεια που ζητά ο Λυκιαρδόπουλος να πει η αριστερά στον κόσμο, έχει και τις καλές πλευρές της. Ο πραγματικός πλούτος μιας χώρας είναι οι άνθρωποι και η εκπαίδευσή τους – και κυρίως η ικανότητά τους να συνεργάζονται και να φτιάχνουν πολλά διαφορετικά πράγματα μαζί. Σ’ αυτό το τομέα η Ελλάδα είναι σε αρκετά καλή θέση στο παγκόσμιο παραγωγικό σκηνικό. Ναι, μπορεί να μη μας φαίνεται ,  γιατί παραμελήσαμε την βιομηχανική πολιτική, χάσαμε ανταγωνιστικότητα εξαιτίας της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και επειδή το ουσιαστικά  αδιάφορο κράτος μας, δεν οργάνωσε στρατηγικά ή έστω εξελικτικά την εθνική παραγωγή – αλλά η εκπαίδευση και η εξοικείωση της χώρας με ποικιλία προχωρημένων παραγωγικών δομών υπάρχει. Αν μπορέσουμε να βάλουμε σχεδόν όλο το εργατικό δυναμικό να δουλέψει (ειδικά τους νέους με σύγχρονη ειδίκευση) και αν μοιράσουμε τα ταπεινά μέσα μας δίκαια, μπορεί και να έχουμε να διανείμουμε και κάτι πολύ παραπάνω από αξιοπρεπή φτώχεια – ακόμα  στο κοντινό μέλλον. Όπως και νά’ναι, θα έχουμε τουλάχιστον διορθώσει κάτι από τη χρόνια και συστημική μας αδικία. Θα έχουμε δουλειά. Θα είμαστε πολίτες.