Διευκρίνιση: Αυτό το κείμενο παραδόξως γράφτηκε προτού κυκλοφορήσει η είδηση ότι ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου είπε σε ομιλία του στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά ενώπιον 70 και πλέον εκπροσώπων της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας ότι η Τρόικα ζήτησε να εκκενωθούν τα ελληνικά νησιά που έχουν μέχρι 150 κατοίκους γιατί επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό.


Ανήκω σ’ εκείνους που συνήθως δεν ανατριχιάζουν όταν αντικρίζουν την ελληνική ή όποια άλλη σημαία, ομολογώ όμως ότι εκείνη τη φορά μια ανατριχίλα την ένιωσα. Ήταν καλοκαίρι και βρισκόμουν στην Ψέριμο. 
 
Πρόκειται για ένα απ’ τα μικρότερα νησιά της Δωδεκανήσου: η έκτασή του είναι 14,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει 130 κατοίκους κι απέχει κάπου 10 χιλιόμετρα από τις τουρκικές ακτές του Αιγαίου. Βρέθηκα εκεί ακολουθώντας μια φίλη, ασκούμενη γιατρό στην κοντινή Κάλυμνο, η οποία εκείνη τη μέρα θα λειτουργούσε το αγροτικό ιατρείο του νησιού. Καθώς μπαίναμε στο λιμάνι, μου έκανε εντύπωση μια ελληνική σημαία ζωγραφισμένη στα βράχια, λίγο χαμηλότερα από έναν ιστό που φιλοξενούσε μια ακόμη ελληνική σημαία.

Ο καπετάνιος του μικρού φέρι-μποτ, ο παπάς του χωριού και το ζευγάρι των καφετζήδων χαιρέτησαν όλοι τους τη φίλη μου δια χειραψίας. «Θα πάμε στο ιατρείο;», τη ρώτησα. «Όχι, θα καθίσουμε στο καφενείο», μου είπε. «Όποιος με χρειάζεται θα έρθει να του γράψω την τακτική του φαρμακευτική αγωγή. Στο νησί μένουν κυρίως ηλικιωμένοι με χρόνια προβλήματα. Στο ιατρείο δεν υπάρχει εξοπλισμός, έτσι κι αλλιώς, και δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Το αγροτικό ιατρείο λειτουργεί δυο φορές τη βδομάδα για τις συνταγές και για την ψυχολογία του κόσμου. Αν κάποιος χρειαστεί πράγματι επειγόντως γιατρό, πρέπει να διακομιστεί στην Κάλυμνο ή τη Ρόδο με σκάφος ή ελικόπτερο, εφόσον το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες».
 
Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, καθίσαμε στο καφενείο, όπου μας κέρασαν τον καφέ και η φίλη μου έκανε το καθήκον της. Οι συνταγές που έγραψε στα βιβλιάρια των κατοίκων, θα ταξίδευαν πίσω στην Κάλυμνο το ίδιο απόγευμα, μαζί με τον καπετάνιο του μικρού φέρι, καθώς, εννοείται, η Ψέριμος δεν έχει φαρμακείο.
 
Στα μάτια ενός παιδιού της πόλης όπως εγώ, υπάρχει κάτι ηρωικό και κάτι παράλογο στο να παραμένει κανείς σ’ αυτό το νησί των συνόρων που σχεδόν τίποτα δεν σου προσφέρεται κι όλα πρέπει να κερδηθούν. Είναι ηρωικό με τον τρόπο που το εννοούσε ο κοινωνιολόγος Εμίλ Ντυρκέμ όταν μιλούσε για το φαινόμενο της ηρωικής αυτοκτονίας, της αυτοκτονίας που συμβαίνει όταν υπάρχει είτε έλλειμμα είτε περίσσευμα κοινωνικής ολοκλήρωσης. Τότε ο αυτόχειρας αυτοκτονεί από καθήκον έναντι της κοινωνίας θέλοντας να συμβάλλει στη διατήρησή της. 

Ανήκοντας στην σοβαρά ελλειμματική ελληνική κοινωνία, οι λιγοστοί κάτοικοι της Ψερίμου παραμένουν αυτοκτονικά στο μικρονήσι τους, συντηρώντας την ηρωική εθνική αφήγηση της παραμεθορίου – κι αυτό ενώ το κυρίαρχο τμήμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στο παρελθόν είπε ξεκάθαρα και σήμερα σιγομουρμουρίζει ότι το να ζεις σε τέτοιους βράχους είναι εξορία κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό για τους κυρίαρχους:  Αη Στράτης, Γυάρος, Μακρόνησος, Φολέγανδρος, Ανάφη…
 
Για όποιον έχει εκτεθεί στον κοινωνικό καταμερισμό της ελληνικής μητρόπολης η εθελοντική εξορία του ηρωικού Ψεριμιώτη φαντάζει παράλογη. Φυσικά, εμείς που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε κι αγαπάμε σαν δική μας πατρίδα αυτόν τον δυσλειτουργικό αστικό σχηματισμό που λέγεται Αθήνα, θέλουμε να κρατάμε για τον εαυτό μας το προνόμιο της σύγκρισης κι ίσως να μην αναγνωρίζουμε το ισότιμο δικαίωμα του Ψεριμιώτη στην κριτική. Καθώς όμως το φέρι-μποτ αναχωρούσε απ’ το λιμάνι της Ψερίμου, αυτή η αυτοκριτική δε με απέτρεψε απ’ το να σκεφτώ ότι είναι τόσο παράλογο, τόσο μεταφυσικό να νιώθει κανείς την ανάγκη να θέσει υπό τη σκέπη μιας σημαίας ό,τι πετυχαίνει μόνος του σ’ έναν τέτοιο τόπο• κι έτσι αντικρίζοντας τη ζωγραφισμένη σημαία στα βράχια ανατρίχιασα, και για τα σωστά και για τα λάθη – για την πραγματική εμπειρία, δηλαδή, του να ζεις στην Ψέριμο.
 
Τα θυμήθηκα όλα αυτά επειδή ανατρίχιασα ξανά με την κατακλείδα της προ εβδομάδων δήλωσης του δημάρχου της επίσης δωδεκανησιακής και παραμεθορίου Σύμης για το εντεινόμενο πρόβλημα της άφιξης μεταναστών χωρίς χαρτιά στο νησί. Ο δήμαρχος, αφού εξέθεσε την αδυναμία της τοπικής κοινωνίας ν’ ανταποκριθεί στις ειδικές ανάγκες που προκύπτουν απ’ τον παραμεθόριο χαρακτήρα του νησιού και επεσήμανε ότι η φύλαξη των συνόρων είναι κρατική αρμοδιότητα, κατέληξε: «Αφού δε μπορεί το Κράτος να κάνει τη δουλειά του, θα φέρω τη Χρυσή Αυγή για να καθαρίσει το νησί». Ήταν ένα κάλεσμα απ’ τα σύνορα προς τα άκρα, αν δεχτούμε την κυρίαρχη αφήγηση για το τρέχον πολιτικό σκηνικό. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ήταν ένα κάλεσμα προς ένα από τα άκρα, αυτό που σύμφωνα με μια άλλη, λιγότερο διαδεδομένη αφήγηση, είναι μια όψη της κυρίαρχης πολιτικής τάξης, ίσως κι η πρωτοπορία της. 
 
Ενδιαφέρουσα ήταν και η ανταπόκριση του «άκρου», καθώς κινούνταν πράγματι μεταξύ πρωτοπορίας και Μαυρογιαλούρου. Ο γενικός γραμματέας της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος απάντησε από τηλεοπτικής κολυμβήθρας ως εξής στο έμμεσο αίτημα του δημάρχου να αναλάβει δράση: «Πόσα λεφτά θέλει ο δήμαρχος να επισκευάσει το όχημα (sic – σκάφος του Λιμενικού, που τελεί εν αχρηστία εδώ και μήνες ελλείψει ανταλλακτικών), να του τα στείλουμε εμείς. Λεφτά έχουμε από αυτά που πήραμε από το Κράτος όταν μπήκαμε στη Βουλή και τα έχουμε φυλάξει, αφού δεν τα μοιράσαμε στα τσοντοκάναλα». 
 
Όταν τα άκρα πηγαίνουν εκδρομή στα σύνορα και τούμπαλιν, η λογική πάει περίπατο. Υπάρχουν μικρά θέματα και μεγαλύτερα. Στα μικρά συγκαταλέγονται κάτι λεπτομέρειες: για παράδειγμα, με ποιο τρόπο η επιδιόρθωση του σκάφους του Λιμενικού θα απέτρεπε τις αφίξεις μεταναστών, που ήταν ο απώτερος σκοπός τόσο των συνόρων όσο και των άκρων; Μήπως χάρη στις περιπολίες του θα διακόπτονταν τα δουλεμπορικά δρομολόγια; Αφού είναι γνωστή εδώ και χρόνια η τακτική των δουλεμπόρων στο Αιγαίο και σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο: όταν πλησιάζουν την ακτή ή όταν ελέγχονται από το λιμενικό τα δουλεμπορικά σαπιοκάραβα βυθίζονται ως εκ θαύματος για να υποχρεωθούν οι αρχές να περισυλλέξουν τους μετανάστες. Χάρη σ’ αυτή την εναρμονισμένη τακτική αρχών και δουλεμπόρων ο βυθός του Αιγαίου γεμίζει με πτώματα αθώων και η απεχθής εμπορία ανθρώπινης σάρκας συνεχίζεται αδιατάρακτα.
 
Τα μεγαλύτερα είναι άλλα. Ο Μιχαλολιάκος επιλέγει να μιλήσει επί του πρακτέου. Ενόψει ενός άμεσου αιτήματος δεν επιλέγει να κάνει κοινοβουλευτικό έλεγχο. Προτιμά να πει ότι θα βάλει το χέρι στην τσέπη (ακόμη κι αν κάτι τέτοιο δε συνέβη τελικά) και στέλνει ορισμένα απ’ τα παλικάρια του να δούνε τη Σύμη από κοντά, λίγες μέρες αργότερα. Προφανώς, αυτό είναι μέρος μιας στρατηγικής. Και η στρατηγική της Χρυσής Αυγής είναι, αντίθετα με τις προσδοκίες πολλών τους προηγούμενους μήνες, όχι να πάει προς τον μέσο ψηφοφόρο, αλλά να τον τραβήξει στις θέσεις της, εμφανιζόμενη ως αρωγός «στα πραγματικά προβλήματα του τόπου» (τα οποία προκάλεσαν οι κλέφτες πολιτικοί, βεβαίως βεβαίως). Όπως ορθά επισημαίνει σε μια συνέντευξή του στον Δρόμο της Αριστεράς ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, «[Η Χρυσή Αυγή έχει] μια συγκεκριμένη στρατηγική, η οποία σε συνθήκες γενικής κρίσης, τραβάει τον ψηφοφόρο του μεσαίου χώρου, δηλαδή τον ψηφοφόρο του Καραμανλή, που ήταν και λίγο αριστερός και λίγο δεξιός και λίγο ρατσιστής, λίγο απ’ όλα, αλλά δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Σήμερα του δίνει μια ταυτότητα και μια συγκεκριμένη στρατηγική». 
 
Αυτή η νέα ταυτότητα, που αν κοιτάξει κανείς τη σύγχρονη ελληνική ιστορία δεν είναι και τόσο νέα, οριοθετεί το πραγματικό πολιτικό παιχνίδι στη χώρα, πέρα από τα επικοινωνιακά φληναφήματα της τροϊκανής κυβέρνησης, όπως εξάλλου το οριοθέτησε για δεκαετίες στο παρελθόν, τουλάχιστον απ’ το 1936 ως το 1974. 
Χρησιμοποιώ την έκφραση «πραγματικό πολιτικό παιχνίδι», εννοώντας κάτι που είναι τόσο απτό όσο το χώμα που πατάνε ο παράλογος Ψεριμιώτης κι ο πραγματιστής Συμιανός. Τα παραδείγματά μου είναι επίτηδες συνοριακά για να είναι οριακά. Όσο κινούμαστε προς το κέντρο το πραγματικό πολιτικό παιχνίδι παίρνει κι άλλες μορφές.
 
Το στοίχημα για σήμερα και την επόμενη μέρα, είναι αν θα συγκροτηθεί στο κοινωνικό πεδίο εκ νέου αυτή η όχι και τόσο νέα ταυτότητα, που υποχρέωσε για δεκαετίες τη μισή Ελλάδα να ζει εν κρυπτώ. Υπ’ αυτή την έννοια, βρισκόμαστε πράγματι στα άκρα• η συγκρότηση αυτής της ταυτότητας θα είναι το σύνορο μιας νέας εποχής, την οποία θα πρέπει να βρούμε τρόπους ν’ αποτρέψουμε.

ΥΓ. Αν οι γραφειοκράτες της Τρόικας πράγματι συζητούσαν σοβαρά την εκκένωση νησιών σαν την Ψέριμο, θα πρέπει να τους τοποθετήσουμε στο άλλο άκρο απ’ τον παράλογο Ψεριμιώτη. Παράξενο ζώο ο Ψεριμιώτης, αλλά πιο παράξενο ο γραφειοκράτης. Είναι ένα τέρας, ένα σύμπλεγμα Λερναίας Ύδρας και Μέδουσας όπου για κάθε κεφάλι που κόβεις βγαίνουν δυο κεφάλια Μέδουσας. Μετά από δυο τρεις επιτυχημένους αποκεφαλισμούς, αρκεί ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου για να πετρώσεις. Αυτό το τέρας έχει το πιο παράξενο όνομα του κόσμου• λέγεται Οικονομολόγος.