Ξέρω καλά ότι και μόνο ο τίτλος του άρθρου αυτού θεωρείται στον τρέχοντα δημόσιο διάλογο έγκλημα καθοσιώσεως, προδοσία κλπ, όπως ακριβώς θεωρούνταν λίγο καιρό πριν η όποια αναφορά σε αναδιάρθρωση χρέους. Αν τα δελτία των 8 θεωρούν ότι κατηγάγαμε θρίαμβο, ποιός μπορεί να το αμφισβητήσει; Άλλωστε, τόσοι “έγκριτοι” σχολιαστές και οικονομολόγοι, που όπως όλοι γνωρίζουμε εδώ και χρόνια δικαιώνονται, βεβαιώνουν για το νέο θρίαμβο μιας ελληνικής κυβέρνησης- πρέπει παρεμπιπτόντως να είναι ο δέκατος περίπου αυτά τα τρία χρόνια. 
 

Και όμως: αυτή η συμφωνία πέραν του ότι είναι η χειρότερη για το λαό από όσες είχαμε, μέχρι την επομένη βεβαίως, καταστρέφει τα μόνα δύο θετικά αποτελέσματα που είχαμε τις τελευταίες εβδομάδες.  Το πρώτο ήταν η αποδοχή από πλευράς του ξένου παράγοντα ότι το μνημονιακό σχέδιο είναι αδιέξοδο ως προς το να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Η συζήτηση για νέο κούρεμα σφραγίζει μια μνημειώδη αποτυχία, που φυσικά στα καθ' ημάς ο εξουσιάζων κύκλος συνενόχων αρνείται να παραδεχτεί. Αν δεν είχε αποτύχει η μνημονιακή πολιτική δε θα συζητούσαμε για νέο κούρεμα.
 
Το δεύτερο ήταν η παραδοχή επιτέλους ότι το θέμα του δημοσίου χρέους δεν είναι τεχνοκρατικό- δημοσιονομικό αλλά πολιτικό- οικονομικό. Αν δηλαδή όλοι θεωρούν ότι η Ιαπωνία με 200% δημόσιο χρέος δε χρεωκοπεί, η Ιαπωνία δε χρεωκοπεί. Αν θεωρούν ότι με 120% δημόσιο χρέος χρεωκοπείς και δε σου δανείζουν χρήματα, τότε θα χρεωκοπήσεις. Αλλά αυτή η θεώρηση είναι μια πολιτική εκτίμηση και επίσης συνάρτηση των εξελίξεων στην παραγωγική σου βάση, ανάμεσα σε άλλα. Στην ελληνική περίπτωση βεβαίως δεν προβλέπεται το παραμικρό για την έξοδο από την ύφεση αλλά τουλάχιστον βαφτίζοντας το κρέας ψάρι, οι ξένοι παραδέχονται ότι το ζήτημα της βιωσιμότητας ή μη του χρέους  δεν το αποφασίζουν μερικοί λογιστές σε κάποιο δωμάτιο.
 
Η ίδια λοιπόν η εξέλιξη της κρίσης και οι εσωτερικές- ενδοκαπιταλιστικές- αντιθέσεις των δανειστών μας άνοιξαν ένα παράθυρο προς την αναγνώριση της οφθαλμοφανούς πραγματικότητας και της δράσης με βάση αυτήν. 
 
Η κυβέρνησή μας όμως τί έκανε; αξιοποίησε αυτές τις αντιθέσεις; πήγε να πει ότι αφού ούτως ή άλλως δεν τηρείται από το άλλο μέρος η συμφωνία- η “super δόση” δεν ήταν παρά η υπόσχεση καταβολής δόσεων που παράτυπα παρακρατήθηκαν στο παρελθόν- δεν μπορεί ούτε η Ελλάδα μονομερώς να εφαρμόζει τη συμφωνία; Τοποθετήθηκε η ελληνική κυβέρνηση υπέρ του ότι δεν είναι δυνατόν μόνο αυτή να υποκρίνεται ότι το πρόγραμμα “βγαίνει” για το λαό, ενώ όλοι οι άλλοι αναγνωρίζουν ότι δε “βγαίνει”; Και κυρίως είχε δική της θέση- την όποια θέση- έστω για το ελληνικό δημόσιο χρέος; Η απάντηση είναι όχι. 
 
Αποδέχτηκε και πανηγυρίζει για μια πολιτική απόφαση που πρώτον όλοι ξέρουν ότι δεν οδηγεί σε βιώσιμη λύση του ζητήματος του χρέους. Ελήφθη για να κερδηθεί χρόνος υπέρ των πιστωτών και δη υπέρ της κυβέρνησης Μέρκελ. Δεύτερον, πρόκειται για μια απόφαση που παρατείνει και εντείνει την υφεσιακή πολιτική. Τρίτον, διατηρεί τη δέσμευση των όποιων πρωτογενών πλεονασμάτων παραχθούν προς όφελος των δανειστών. Τέταρτον τελεί υπό την αίρεση της επαναγοράς των ομολόγων που εγκυμονεί αρκετούς κινδύνους τόσο ως προς την ολοκλήρωσή της όσο και ως προς τις μετά από την πιθανή ολοκλήρωσή της συνέπειες. Και πέμτπον βασίζεται για άλλη μια φορά σε εγνωσμένα ανέφικτες προβλέψεις.
 
Για πολλοστή φορά λοιπόν η κυβέρνησή μας, δυνάμωσε το τείχος που χτίζουν γύρω από την Ελλάδα ξένες κυβερνήσεις και πιστωτές και κέρδισε χρόνο υπέρ τους. Σύντομα, πιθανότατα πιο σύντομα από όσο ελπίζει και η γερμανική κυβέρνηση, το ζήτημα του μνημονιακού αδιεξόδου θα έρθει ορμητικά στο προσκήνιο μαζί με την επίταση της ευρωπαϊκής κρίσης. Οι όροι όμως τότε για τη χώρα θα είναι ακόμα χειρότεροι, όπως σήμερα είναι χειρότεροι ως προς τη διαπραγματευτική δυνατότητα της Ελλάδας αλλά και ως προς την οικονομικοκοινωνική της κατάσταση, από ό,τι ήταν το 2010. 
 
Γι' αυτό λοιπόν η ίδια η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να δυναμιτίσει την προσπάθεια επίτευξης μιας τέτοιας συμφωνίας ακόμα και θέτοντας εν κινδύνω και την καταβολή της δόσης. Να την αρνηθεί υπό αυτούς τους όρους, απαιτώντας συμφωνία που να σέβεται την πραγματικότητα και να μη συγκρούεται μαζί της. Μεταξύ δόσης και πραγματικότητας, η πραγματικότητα οφείλει να υπερισχύει και επιπλέον είναι συμφερότερη για το λαό.
 
ΥΓ. Δίκαιο είναι το ερώτημα και τι γίνεται αν όντως δε δοθεί η βάση και η διαπραγμάτευση καταρρεύσει; χωρίς να θεωρώ ότι περιέχει όλες ή τις καταλληλότερες απαντήσεις παραπέμπω τελείως ενδεικτικά σε παλαιότερο άθρο μας με το Γρηγόρη Ζαρωτιάδη και τίτλο “D- Day: πολιτικές διαχείρισης σεναρίων επιδείνωσης της κρίσης.”