Η προφητεία των Μάγιας ρίζωσε τόσο στο λαϊκό φαντασιακό, ώστε στην Κίνα έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις για διασπορά φημών για το τέλος του κόσμου, ενώ υπάρχουν πόλεις που εξάντλησαν τα όριά τους στην τέλεση γάμων και την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης από τα σούπερ μάρκετ. Στην Τσετσενία άδειασαν τα μαγαζιά από αλάτι και σπίρτα, εν αναμονή της συντέλειας του κόσμου. Ούτε λίγο ούτε πολύ έχουν γραφτεί 3.000 βιβλία για το ημερολόγιο των Μάγιας. Η επιστημονική απάντηση πως αν ο πλανήτης Νιμπίρου ερχόταν προς τη Γη θα τον βλέπαμε (θα ήταν μάλιστα από τα πιο φωτεινά αντικείμενα στον ουρανό) είναι μια απάντηση ορθή αλλά επιφανειακή. Ενδιαφέρον έχει η ψυχική στάση. Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι γιατί οι άνθρωποι θέλουν τόσο πολύ να ακούν ιστορίες καταστροφής.

Η λαϊκή φαντασίωση της συντέλειας του κόσμου είναι η άλλη όψη της συντριβής των ανθρώπων από τον μεγαλύτερο εχθρό τους, που είναι η ζωή τους. Σύντομο όσο και σχετικό θεολογικό πρόβλημα: Όταν δίδασκε ο Ιησούς, δεν θα μπορούσε να λέει στους συγκαιρινούς του ότι κάποτε στο μακρινό μέλλον θα ανοίξουν οι ουρανοί και θα κριθείτε για όσα κάνατε. Ήταν υποχρεωμένος να τους λέει πως η κρίση αυτή θα συμβεί μέσα στον χρονικό ορίζοντα της γενιάς τους (Μκ.13.30-31). «Ο καιρός γαρ εγγύς», όπως γράφει και ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη (Απ. 22:10). Αυτή η στιγμή πέρασε και δεν συνέβη τίποτε, λοιπόν οι θεολόγοι αργότερα έπρεπε να συμβιβάσουν το κήρυγμα του ιστορικού Ιησού, που δήλωνε πως η Δευτέρα Παρουσία θα συμβεί εντός ολίγου, με την πραγματικότητα που έλεγε ότι αυτή η ημέρα της Κρίσης είναι υπόθεση του μακρινού και άδηλου μέλλοντος. Γιατί το έκανε αυτό ο Ιησούς; Γιατί πολύ απλά κανείς δεν ενδιαφέρεται για μια κοσμογονική αλλαγή που θα γίνει κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον! Δεν μεταμορφώνεις τον ψαρά σε απόστολο λέγοντας ότι κάποτε, ίσως μετά από χιλιάδες χρόνια, θα συμβεί η Δευτέρα Παρουσία. Όλοι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Σπαταλάμε όμως τη ζωή μας κάθε μέρα γιατί δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε. Η λαϊκή φαντασίωση της συντέλειας του κόσμου λοιπόν μας δίνει μια πρώτης τάξεως αφορμή να αναμετρηθούμε με το νόημα της ζωής. Είναι η φαντασίωση της τελευταίας ευκαιρίας να γίνουμε αυτοί που (νομίζουμε ότι) είμαστε. Αξίζει να δει κανείς τις ταινίες καταστροφής: τι κάνει ένας άνθρωπος που ξέρει ότι αύριο δεν θα υπάρχει τίποτα όρθιο; Πρώτη εκδοχή: όλα τα εγκλήματα που καταπίεζε μέσα του, αφού και η τιμωρία και η ενοχή απαιτούν την προοπτική του χρόνου. Αν ο κόσμος -άρα και τα δικαστήρια, οι φυλακές και οι τύψεις- καταστρέφεται, ποιος ο λόγος να μη διαπράξει κανείς όλα τα υπέροχα εγκλήματα που ο νόμος απαγορεύει; Δεύτερη εκδοχή: η ικανοποίηση των επιθυμιών που δεν στριμώξαμε στην καθημερινότητα. Σεξουαλικά απωθημένα, συντροφιά με αγαπημένους, εξομολογήσεις που δεν προλάβαμε. Γιατί δεν προλάβαμε; Γιατί η καθημερινότητα είναι μια μορφή ανυπαρξίας. Τα πράγματα αποκτούν νόημα ενώπιον της καταστροφής, ενώπιον του θανάτου. Γι’  αυτό στις ταινίες οι ήρωες θυμούνται στο παρά πέντε ότι έχουν οικογένεια, έρωτες και άλλα ηχηρά παρόμοια, όταν δεν μπορούν πια να αναβάλουν. Επειδή όλοι ζούμε αναβάλλοντας, η λαϊκή φαντασία προσφέρει την εικόνα του τέλους, που συμπυκνώνει τον χρόνο, τον διαστέλλει και μας ζητά ξαφνικά να γίνουμε όσα αποφεύγαμε. Κάτι σαν τον μελλοθάνατο που θυμάται τον Μωάμεθ να αναποδογυρίζει το λαγήνι με το νερό και να κάνει τον γύρο του κόσμου ώσπου να χυθεί το νερό στη γη.

Η συντέλεια του κόσμου είναι η κατάλληλη στιγμή για να σκεφτεί κανείς το νόημα της ζωής, δηλαδή στην πραγματικότητα να αναλογιστεί τη σπατάλη της. Ενώ όμως η λαϊκή ψυχολογία θα μας έλεγε «ζήσε κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία σου», το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Όταν κανείς αναφωνεί ότι θα κάνει επιτέλους σήμερα «αυτό που θέλει», έρχεται αμέσως αντιμέτωπος με το τι θέλει, και κατ’ επέκταση με το ποιος είναι. Και τότε το σύστημα μπλοκάρει, αφού δεν ξέρει τι θέλει, γιατί δεν ξέρει ποιος είναι. Ξέρει μόνο ότι απεχθάνεται την καθημερινότητά του. Αυτό που έχει αντιληφθεί το Χόλιγουντ και δεν έχει αντιληφθεί ο αστρονόμος, είναι πως οι άνθρωποι θα έδιναν τα πάντα για να πιστέψουν για μια στιγμή πως αυτά που τους καταδυναστεύουν είναι ασήμαντα. Η απόλυση από τη δουλειά εμφανίζεται εύλογα ως ασήμαντο γεγονός σε μια ταινία καταστροφής. Ένα διαζύγιο είναι μάλλον πληκτική ιστορία αν τη συγκρίνεις με συνάντηση με εξωγήινους Ανουνάκι.

Κατά βάθος, με άλλα λόγια, ποθούμε την καταστροφή για να μας σώσει από την καθημερινότητα, να μας σώσει από τον πραγματικό εαυτό μας. Γιατί το αντίθετο της καταστροφής του κόσμου δεν είναι η σωτηρία του κόσμου: είναι η ρουτίνα. Με μια απότομη προσγείωση σε έναν τοίχο του γαλλικού Μάη του ’68, θα έλεγα ότι: αλλαγή με νόημα είναι μόνο αυτή που μεταμορφώνει την καθημερινότητα. Όποιος την περιμένει από αλλού «έχει ένα πτώμα στο στόμα», όπως λέγαν οι εξεγερμένοι του Μάη. Η καταθλιπτική δήλωση του αξιωματούχου της ΝΑΣΑ Ντέιβιντ Μόρισον ότι μετά την τελευταία μέρα του ημερολογίου των Μάγιας αρχίζει η πρώτη του επόμενου, όπως ακριβώς και στο δικό μας ημερολόγιο, τονίζει την πιο δραματική διάσταση του προβλήματος: πως τη μια μονότονη ημέρα άλλη, μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Αν το σκεφτούμε, θέλει πολύ κουράγιο για να το αντέξουμε: είμαστε αυτό που κάναμε σήμερα. Αλίμονο, τώρα που φαίνεται ότι ο κόσμος τη σκαπούλαρε για μια ακόμη φορά, κανείς δεν θα μας γλιτώσει από την καθημερινότητά μας.