Τις Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Ποιοί αποφασίζουν το μέλλον και τα δικαιώματα μας χωρίς ποτέ να ζητήσουν την συγκατάθεση μας;

Οι Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) έχει επιβάλλει στα 153 μέλη του μια σειρά νόμων πνευματικών δικαιωμάτων με σκοπό να προστατευθεί το ελεύθερο εμπόριο και η ανταγωνιστικότητα. Οι συμφωνίες αυτές επιφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα στις εξαγωγές των αναπτυγμένων χωρών καθώς τους προσφέρουν ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές και χαμηλές τιμές. Ύστερα από διαμαρτυρίες των φτωχότερων κρατών, ο ΠΟΕ θέσπισε διευκολύνσεις γνωστές με τα αρχικά TRIPS [Trade Related Aspects of Intellectual Property Rights]  που σε απλά ελληνικά μεταφράζεται ως επιμέρους συμφωνίες σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας.  

Οι TRIPS επιτρέπουν στις  χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος να αμφισβητούν όποια συμφωνία αντιτίθεται στα εθνικά τους συμφέροντα ενώ παράλληλα μπορούν να εξαιρεθούν από συγκεκριμένους κανόνες όπως για παράδειγμα την γνωστή «πατέντα»  [προστασία πνευματικών δικαιωμάτων] που είναι μια από τις βασικές αιτίες των υψηλών τιμών στα φάρμακα  με καταστρεπτικές συνέπειες στην υγεία εκατοντάδων φτωχών.

Η «πατέντα» είναι το λεγόμενο μονοπώλιο, βάση του οποίου ο κατασκευαστής ενός νέου φαρμάκου (και όχι μόνο) έχει δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης και διάθεσης του για τουλάχιστον 20 χρόνια. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται το κέρδος από την παραγωγή του αλλά και καθίσταται δυνατή η χρηματοδότηση ερευνών και κλινικών δοκιμών ώστε να συνεχίζεται η φαρμακευτική διαδικασία.

Μέχρι το 1994 οι πατέντες ήταν αποκλειστικό θέμα εθνικής νομοθεσίας των χωρών. Κάθε χώρα δηλαδή επέλεγε αν θα επιτρέψει ή όχι το μονοπώλιο στα προϊόντα (φαρμακευτικά, αγροτικά, κλπ) που εισάγονταν ή παράγονταν μέσα στα εθνικά της σύνορα.

Το 1995 όμως –χρονιά που θεσπίστηκε ο ΠΟΕ ως συνέχεια των συμφωνιών GATT- επιβλήθηκε ο νόμος των πνευματικών δικαιωμάτων, που απαγόρευε στις χώρες να διαθέτουν τα εθνικά τους προϊόντα όπως επιθυμούν αλλά και να παράγουν φτηνά φάρμακα. Στην κατηγορία των φθηνών φαρμάκων ανήκουν τα γνωστά γενόσημα, τα αντίγραφα δηλαδή εγκεκριμένων φαρμάκων, που περιέχουν όμως τις ίδιες δραστικές ουσίες με το πρωτότυπο και δρουν με τον ίδιο τρόπο στον οργανισμό. Τα φάρμακα αυτά, απαλλαγμένα από την «πατέντα» και το κόστος των κλινικών δοκιμών (εφόσον αυτές έχουν ήδη γίνει από την αρχική εταιρεία) είναι πολύ φθηνότερα. Αυτό επιτρέπει σε φτωχές χώρες να παρέχουν ακριβά φάρμακα στους ασθενείς τους αλλά και απαλλάσσει το εθνικό σύστημα υγείας των χωρών από υπέρογκα έξοδα.

Χάρη στις TRIPS μια χώρα μπορεί να επιτρέψει την παραγωγή γενόσημων φαρμάκων χωρίς να χρειάζεται η άδεια από τον κάτοχο της πατέντας. Μπορεί ακόμα να εισάγει τα πρωτότυπα φάρμακα σε φτηνότερη τιμή από τρίτη χώρα και όχι απευθείας από την φαρμακευτική εταιρεία με τις υψηλές τιμές. Καθίσταται επίσης δυνατό να ξεκινήσει την παραγωγή και καταγραφή του γενόσημου φαρμάκου προτού λήξει η πατέντα, κερδίζοντας έτσι πολύτιμο χρόνο στην καταπολέμηση των ασθενειών.

Οι διευκολύνσεις που προσφέρουν οι TRIPS στην ουσία περιορίζουν το μονοπώλιο και την ασυδοσία πολυεθνικών και κυβερνήσεων εις βάρος φτωχών χωρών, οι οποίες έτσι έχουν ένα νομικό μέσο στη διάθεση τους για να διασφαλίζουν τα  εθνικά και οικονομικά τους συμφέροντα.

Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα περίεργο παιχνίδι «παίζεται» στις πλάτες των πιο αδύναμων καθώς η ΕΕ και οι ΗΠΑ με σύμμαχο την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία επιβάλλουν διακρατικές συμφωνίες σε τρίτες χώρες  οι οποίες με ειδικούς όρους,  στην ουσία καταργούν κάθε προηγούμενη διευκόλυνση που είχε θεσπίσει ο ΠΟΕ.

Αποτελούν δηλαδή τον Δούρειο ίππο των μεγάλων οικονομιών και των πολυεθνικών για να πετύχουν αυτό που δεκαετίες τώρα προσπαθούν: αυστηρούς νόμους για το μονοπώλιο και την πατέντα βάση των οποίων οι πλούσιοι και ισχυροί θα επωφελούνται και οι φτωχότερoi θα είναι υποχρεωμένοι να αποδεχτούν χωρίς εξαίρεση.

Διμερείς Συμφωνίες που πλήττουν τους αδύναμους

Στα πλαίσια αυτών των διμερών συμφωνιών η ΕΕ με πρώτη την Γερμανία, πιέζει από το 2010 την Ινδία να προχωρήσει σε επί μέρους συμφωνίες εμπορίου οι οποίες όμως να  περιέχουν τον όρο της «αποκλειστικότητας των δεδομένων». Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η Ινδία δεν θα μπορεί πλέον να παράγει φτηνά γενόσημα φάρμακα καθώς δεν θα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις υπάρχουσες κλινικές δοκιμές. Θα πρέπει να ξεκινήσει νέες δοκιμές οι οποίες όμως θα ανεβάζουν στα ύψη τις τιμές των φαρμάκων.

Οι συμφωνίες μεταξύ της ΕΕ και Ινδίας προβλέπουν μεταξύ άλλων ελεύθερες εξαγωγές, αλλαγές στο καθεστώς δασμών και διάθεσης προϊόντων τα οποία αποσκοπούν σε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο φτωχός Ινδός θα έχει πρόσβαση σε φτηνά άχρηστα προϊόντα από τη Γερμανία ή την Ολλανδία, που θα ισοδυναμούν με το δυτικό όνειρο του καπιταλισμού στο μυαλό του, αλλά θα πεθαίνει από ασθένειες, καθώς η χώρα του δεν θα παράγει πλέον φτηνά φάρμακα να του δώσει.  

Ύστερα από την διεθνή κατακραυγή που ξέσπασε όταν το έγγραφο διέρρευσε στον τύπο, ο Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ δήλωσε τον περασμένο Φεβρουάριο πως ο όρος αυτός εξαιρέθηκε από τις διακρατικές συμφωνίες –οι διαπραγματεύσεις των οποίων όμως τελούνται σε πλήρη μυστικότητα.

Η οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα κατήγγειλε πρόσφατα ότι μπορεί ο όρος να αφαιρέθηκε, η ΕΕ όμως πιέζει πλέον την Ινδία να αλλάξει τους εθνικούς της νόμους προς όφελος των ευρωπαϊκών εταιρειών ώστε να διασφαλισθούν τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Στην ίδια λογική εντάσσονται και οι διακρατικές συμφωνίες που προσπαθούν να επιβάλλουν οι ΗΠΑ με τη συμμετοχή της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας στην ΝΑ Ασία (γνωστές με τα αρχικά TPP-Trans-Pacific Strategic Economic Partnership Agreement). Οι διαπραγματεύσεις των όρων-οι οποίοι παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό και οι κυβερνήσεις που συμμετέχουν δεν έχουν δικαίωμα να αποκαλύψουν στον λαό τους τι θα υπογράψουν- ξεκίνησαν το 2007 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ο επόμενος γύρος συνομιλιών θα ξεκινήσει το Μάρτιο του 2013 στην Σιγκαπούρη. Κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς περιλαμβάνουν, κάποια κείμενα όμως που διέρρευσαν το καλοκαίρι του 2012 κάνουν λόγο για πλήρη κατάργηση των διευκολύνσεων που παρέχει ο ΠΟΕ. Οι συμφωνίες αποσκοπούν στην επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων των ΗΠΑ στην ΝΑ Ασία και στην διευκόλυνση των εξαγωγών τους θέτοντας όμως σε κίνδυνο την δυνατότητα των φτωχών χωρών να εξάγουν τα δικά τους προϊόντα αλλά και να διαθέτουν φτηνά φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης στους λαούς τους.

Οι προσπάθειες των ισχυρών κυβερνήσεων να επιβάλλουν ειδικές συμφωνίες που όχι μόνο θα απειλούν την υγεία των φτωχών αλλά και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών τους, έχουν ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 90 αλλά έχουν κορυφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η οικονομική κρίση και η αυξανόμενη ανασφάλεια του μέσου πολίτη δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την καταστρατήγηση όλο και περισσότερων ατομικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι όλες αυτές οι συμφωνίες τελούνται υπό άκρα μυστικότητα και οι πολίτες ποτέ δεν θα μάθουν τι ακριβώς υπογράφουν οι ηγέτες τους, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία.

Το Δεκέμβριο που μας πέρασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή  δήλωσε και επίσημα την απόρριψη της ACTA –της  Εμπορικής Συμφωνίας Κατά της Παραποίησης (Anti-counterfeiting Trade Agreement). Η συμφωνία επιδίωκε να επιβάλλει ένα διεθνές νομικό πλαίσιο για την προστασία των πνευματικόν δικαιωμάτων και την είχαν υπογράψει 31 χώρες-μεταξυ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απόρριψη της θεωρήθηκε ως μεγάλη νίκη από όσους εναντιώθηκαν στην θέσπιση της.  Παρόλα αυτά η κυβέρνηση της Ιαπωνίας επικύρωσε την ACTA το περασμένο καλοκαίρι και  εάν έξι από τις υπόλοιπες χώρες που έχουν υπογράψει (Αυστραλία, Καναδάς, Μαρόκο, Νέα Ζηλανδία, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα και ΗΠΑ) την  επικυρώσουν, αυτή θα μπορεί να εφαρμοστεί.

Τα παιχνίδια που παίζονται πίσω από κλειστές πόρτες και οι μυστικές συμφωνίες που εκλεγμένες κυβερνήσεις αποφασίζουν χωρίς ποτέ να ρωτήσουν τους πολίτες, σπάνια γίνονται γνωστά. Ακόμα πιο σπάνια απασχολούν τον τύπο, περισσότερο από όσο κρατάει μια απλή ανακοίνωση.  

Η οικονομική κρίση, όπως και κάθε κρίση, γεννιέται από τις δεδομένες οικονομικές αδυναμίες, ανδρώνεται όμως από τις ανισότητες και τις αδικίες. Τα όρια μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και του κέρδους γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα και οι πιο αδύναμοι είναι τελικά αυτοί που θα υποστούν τις συνέπειες.