Αποτέλεσε και συνεχίζει να συνιστά έναν εκδοτικό άθλο. Η σειρά αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας Orbis Literae του εκδοτικού οίκου Gutenberg, υπό την καθοδήγηση του ακούραστου Γιώργου Δαρδανού, εισήλθε στην τρίτη δεκαετία, κοσμώντας τις βιβλιοθήκες μας με επιμελημένα ογκώδεις essential readers. Εν προκειμένω, στα μέσα της ιδιαίτερα δεινής χρονιάς του 2012, η Σάντυ Παπαϊωάννου ολοκλήρωσε σε 1200 σελίδες την απαιτητική μετάφραση ενός εμβληματικού βικτωριανού έργου, του Αρμαντέιλ (Armadale), που συνέθεσε ο αντισυμβατικός Ουίλιαμ Ουίλκι Κόλινς (1824-1889) για να παρουσιασθεί αρχικά σε συνέχειες σε βρετανικά και αμερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά στη διάρκεια μιας τριετίας (1864- 1866).
 
«…Τι με έκανε να παραβώ την απόφασή μου; Γιατί ξαναγύρισα πίσω σ’ αυτόν τον μυστικό φίλο των πιο θλιβερών και διεφθαρμένων ημερών μου; Γιατί είμαι χωρίς φίλους περισσότερο από ποτέ. Γιατί είμαι πιο μόνη από ποτέ, παρόλο που ο σύζυγός μου γράφει στο διπλανό δωμάτιο. Η δυστυχία μου είναι η δυστυχία μιας γυναίκας, και θα μιλήσει – καλύτερα εδώ παρά πουθενά- στον δεύτερο μου εαυτό, σ’ αυτό το βιβλίο, αν δεν έχω κανέναν άλλον να με ακούσει…»
 

Τίτλος: Αρμαντέιλ (Armadale)
Συγγραφείς: Γουίλκι Κόλλινς
Μετάφραση: Σάντυ Παπαϊωάννου
Κατηγορία: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης: Gutenberg
Ημ. Έκδοσης: 23/07/2012
Σελίδες: 1214
Τιμή : 35,00€

Στο απόγειο της δυστοπικής βιομηχανικής επανάστασης, ένας υποτιμημένος συγγραφέας φαινομενικά αφηγείται μιαν οικογενειακή saga, αυτήν των Αρμαντέιλς, δύο ένοχοι πατεράδες και δύο καταραμένοι γιοί, όλοι με το όνομα Άλαν. Συνδετικός τους κρίκος, μια πανούργα δολοπλόκος υπηρέτρια, η Λίντια Γκίλτ, που θα μετέλθει ένα μακρύ κατάλογο εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, αναζητώντας θέση κοινωνικά ισάξια των ανδρών σε μια εξόχως υποκριτική φαλλοκρατική εποχή.
 
19ος αιώνας, Δυτικές Ινδίες. Ένας ετοιμοθάνατος, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας του θείου του, με μόνη προϋπόθεση να ‘’βαφτισθεί’’ με το όνομα του αποκληρωμένου ξαδέλφου του, Άλαν Αρμαντέιλ, συντάσσει μια επιστολή- εξορκισμό της οικογενειακής κατάρας προς το γιό του, επίσης επονομαζόμενο Άλαν. Έχει προκαλέσει τον πνιγμό του εξαδέλφου του σε ένα ναυτικό δυστύχημα, όταν ο τελευταίος ‘’προσποιούμενος’’ τον φέροντα τη μετωνυμία κληρονόμο, ‘’αρπάζει’’ με δόλια μέθοδο -και τη συνδρομή σε πλαστογραφία μιας υπηρέτριας, της Λίντια Γκίλτ- την όμορφη δεσποινίδα Μπλάνκχαρτ, ‘’προξενιό’’ για το δολοφόνο από τη μακρινή Μαδέρα.
 
«…’’Ένας αθώος νους μπορεί ως εδώ να μη βλέπει παρά το αποτέλεσμα μιας σειράς γεγονότων που δεν γινόταν ν’ ακολουθήσουν άλλη πορεία. Εγώ –έχοντας να δώσω λόγο για τη ζωή εκείνου του ανθρώπου- εγώ, βαδίζοντας προς τον τάφο μου, με το έγκλημά μου ατιμώρητο και χωρίς να έχω εξιλεωθεί γι’ αυτό, βλέπω ό,τι δεν μπορεί να διακρίνει ένας αθώος νους. Βλέπω κίνδυνο στο μέλλον, που τον δημιούργησε ο κίνδυνος στο παρελθόν – προδοσία που είναι γέννημα της προδοσίας του και έγκλημα που είναι κύημα του εγκλήματός μου…» 
 
Στοιχειωμένος από την επαπειλούμενη συρροή των φόνων, ο γιός του πνιγμένου Άλαν Αρμαντέιλ, επανεμφανίζεται χρόνια μετά υποδυόμενος τον Οζίας Μιντγουίντερ για να συμφιλιώσει τις νεώτερες γενιές και καθίσταται σύντροφος και συνοδοιπόρος του νεαρού Άλαν Αρμαντέιλ, ιδιαίτερα μετά από ένα κακό όνειρο που βλέπει όντας στην παρέα του εξαδέλφου του και τον κατατρέχει ως αόριστος δύστηνος οιωνός. Όταν ο τελευταίος γίνεται με τη σειρά του κληρονόμος μιας ακόμη περιουσίας, θα εμφανισθεί η τυχοδιώκτης Λίντια Γκίλτ, που θα ενταχθεί στην οικογένεια, νυμφευόμενη τον Οζίας και θα επιχειρήσει να δολοφονήσει τον Άλαν, αλλά θα υποκύψει στην τύπτουσα συνείδησή της και θα αυτοκτονήσε,ι για να απομαγεύσει από τη μακρόχρονη κατάρα τους Αρμαντέιλς.
 
«… -Είπαμε αρκετά, και παραπάνω από αρκετά, για το δικό μου μέλλον, άρχισε, με τον ευθύ, χωρίς περιστροφές τρόπο του. Ας πούμε τώρα κάτι για το δικό σου, Μιντγουίντερ. Το ξέρω, μου υποσχέθηκες πως, αν στραφείς στη λογοτεχνία, δεν θα χωριστούμε, και πως, αν ταξιδέψεις στη θάλασσα, θα θυμάσαι, όταν γυρίσεις, πως το σπίτι μου είναι και δικό σου. Όμως αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να είμαστε μαζί με τον παλιό μας τρόπο. Και ομολογώ πως θα ήθελα να ξέρω…» 
 
Γροθιά στο στομάχι μιας αποσυντιθέμενης κοινωνικής δομής, απότοκο του ‘’θαύματος’’ του βιομηχανικού /βικτωριανού Μεσαίωνα, το Αρμαντέιλ καταξιώθηκε… λιθοβολούμενο από την συγκαιρινή του κριτική, άλλοτε ως «ένας σκοτεινός και τρομακτικός λαβύρινθος εξωφρενισμών», κάποτε ως «ένα αισθηματικό ανάγνωσμα με θηλυκά καθάρματα, που σκαρφίζονται τις χειρότερες παλιανθρωπιές», ή ακόμη ένα «κακάσχημο μωσαϊκό» με ηρωίδα «μια γυναίκα πιο βρώμικη και από τα σκουπίδια των δρόμων». Στα τέλη του 20ου αιώνα, ο Γουίλκι Κόλλινς αναδύθηκε από τις Πολιτισμικές Σπουδές εκ νέου, τώρα πια ως ένας προάγγελος του μυθιστορήματος μυστηρίου μα και προφήτης των ψυχολογικών αναζητήσεων του Φρόιντ για το ασυνείδητο, αφού καταπιάστηκε με τα ζητήματα της ταυτότητας, του ‘’άλλου’’, των ονείρων, του αναπόδραστου της μοίρας και της ανθρώπινης βούλησης.

Πρωτογενώς όμως, το Αρμαντέιλ καταγράφεται ως μια νοσηρή τοιχογραφία της πλέον υποκριτικής ίσως συντηρητικής στροφής της ανθρωπότητας σε θεμελιώδεις αξίες, τις οποίες φρόντισε να καταρρακώσει η ανάδυση του άκρατου Καπιταλισμού και να θρηνήσει πεισιθανάτια το κίνημα του Ρομαντισμού. Παράλληλα θέτει επιτακτικά το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στο πλαίσιο των κατακλυσμιαίων αλλαγών, που προιωνιζόταν ως στοιχειωδώς φυσική αντίδραση, η άφατη καταπίεση του ανδροκρατούμενου κοινωνικού status quo. Ο συγγραφέας αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα των εξαρθρωμένων κοινωνικών δομών, γεγονός που ασπαζόταν –ενώ υμνούσε φαρισαϊκά το θεσμό της οικογένειας- η πλειοψηφία των συγχρόνων του, συντηρώντας ταυτόχρονα σύζυγο και ερωμένη, αποκτώντας παιδιά εντός και εκτός γάμου.
 
«…Οι άγριες εσωτερικές του αντιφάσεις στην αποδοχή του Ονείρου ως αποκάλυψης του πεπρωμένου και στην προσπάθεια να δραπετεύσει από αυτό το πεπρωμένο κάνοντας χρήση της ελευθερίας της βούλησης – στην κοπιαστική προσπάθεια να μάθει τα καθήκοντα του διαχειριστή για το μέλλον, και στον φόβο του ν’ αφήσει το μέλλον να τον βρει στο σπίτι του Άλαν- κι αυτές με τη σειρά τους αποκαλύφθηκαν ανελέητα. Για κάθε λάθος, για κάθε ασυνέπεια, εξομολογήθηκε με τόλμη, προτού ριψοκινδυνεύσει την τελευταία απλή έκκληση που ήταν η κατακλείδα όλων: 
-Θα μπορείς να με εμπιστεύεσαι στο μέλλον; Θα μπορέσεις να με συγχωρήσεις και να ξεχάσεις το παρελθόν;…» 
 
Το Αρμαντέιλ αποτελεί ένα λογοτεχνικό όχημα, που ‘’βουτάει’’ ενορατικά στο κίνημα του Μοντερνισμού, την ίδια στιγμή αποθεώνοντας τεχνολογικές κατακτήσεις ή την αυγή της επιστήμης της ψυχολογίας, υιοθετώντας απαράμιλλα από την άλλη μια στάση κυνική σε ό,τι αφορά στην καθεστηκυία ηθική και την τεχνολογική απαξίωση του ανθρώπινου όντος. Η περιγραφή των χαρακτήρων αγγίζει τη μαστοριά του Ντικενσιανού λόγου. Η γλώσσα του Κόλλινς εκπλήσσει θετικά, καθώς αποφεύγει ‘’παρνασσισμούς’’ που θα ταίριαζαν στο βαρύ φορτίο της Βικτωριανής Αγγλίας, αποδίδοντας ένα ιδίωμα σύγχρονο ακόμη και στον αναγνώστη του 21ου αιώνα.
 
Στη γραμμή αυτή, ο Ουίλκι Κόλλινς αναδεικνύεται σε εξεζητημένα ικανό γνώστη των πρακτικών εξαπάτησης και χειραγώγησης της εμπιστοσύνης στις κοινωνικές συναναστροφές, εισάγοντας σαράντα και πλέον χρόνια πριν τον Σέρλοκ Χολμς το νεωτερισμό του ιδιωτικού ερευνητή, γεγονός που καταδεικνύει τη διορατικότητα ενός δημιουργού που αναγνωρίζει και καταγράφει στον περίγυρό του τις συνέπειες της κοινωνικής αποδόμησης όπου κυριαρχούν εγκλήματα κατά της ζωής, οικονομικές καταχρήσεις, παραχαράξεις, μοιχείες κατά συρροή.
 
Το Αρμαντέιλ είναι ένα προ- μοντερνιστικό πείραμα, που αποτυπώνει αξεπέραστα τη συσσίφεια εν πολλοίς μάχη της ανθρώπινης ψυχής μεταξύ καλού και κακού. Θέτοντας το ερώτημα εάν τα αμαρτήματα των γονέων θα έπρεπε να στοιχειώνουν τους επιγόνους τους, αποτελεί ένα δοκίμιο που διερευνά τα ζητήματα της ανθρώπινης μοίρας και της ελεύθερης βούλησης. Πιστέψτε με, διαβάζεται απνευστί, ενδεχομένως μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο σχόλης.