Τα πρόσφατα γεγονότα με τη συρροή τρομοκρατικών ενεργειών αλλά και ευρύτερα φαινόμενα όπως το bullying στη σχολική κοινότητα ή τα κοινωνικά δίκτυα με νέους κατ’ εξοχήν θύτες και θύματα καταδεικνύουν την ύπουλη εγκαθίδρυση ανομολόγητων έξεων σε ηλικιακά στρώματα που μας προκαλούν απλά τρόμο. Την υπόκωφη βία διερευνά άρθρο του ομότιμου καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Χ. Μουτσόπουλου στα ΝΕΑ της 5/2/2013: ‘’…Έχω τη γνώμη ότι η τρομοκρατική βία επωάζεται σε ένα περιβάλλον που συστηματικά ευνοεί την «υπόκωφη βία». Η υπόκωφη βία δεν είναι απαραίτητο να πάρει τη μορφή εκρήξεων βομβών ή την εκτόξευση μολότοφ αλλά, στη χυδαία της μορφή, προκύπτει ως η μονομερής και ανενδοίαστη επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο…’’

Η ίδια άλογη – πλεονασμός βέβαια στα πλαίσια οργανωμένης και αξιακής κοινωνικής οργάνωσης- βία αποτελεί μια από τις θεματικές που διατρέχουν το πρόσφατο μετα-μοντέρνο ή άλλως αταξινόμητα υβριδικό μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου Λευκή Ρεβάνς, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός και έχει προκαλέσει αίσθηση. Αναπαράγω από την Πολιτεία του Πλάτωνα τον αφορισμό: ‘’ Μην κάνεις λοιπόν χρήση βίας στη διδασκαλία των παιδιών αλλά να τ' ανατρέφεις με παιχνίδια, για να μπορέσεις κι εσύ να διακρίνεις ακόμα περισσότερο αυτό για το οποίο το καθένα τους είναι γεννημένο’’.
 

Συγγραφέας: Αργυρώ Μαντόγλου
Τίτλος: Λευκή ρεβάνς
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Εκδότης: Ψυχογιός
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 408
Τιμή: 16,60€

Ο πρωταγωνιστής της Λευκής Ρεβάνς, ο Ζήνωνας Λάος είναι ο φορέας της ανεξέλεγκτης βίας. Έχοντας βιώσει τραυματική παιδική ηλικία και την αυτοκτονία της καλλιτέχνιδας μητέρας του, αποδίδεται στην πραγμάτωση ενός σχεδίου μαζικών δολοφονιών προς εκπλήρωση του ονείρου που είχε θέσει ο πατέρας του: την εκδίκηση του ‘’αδόκητου’’ γονεϊκού –συζυγικού αντίστοιχα- θανάτου. Το σκηνικό του μυθιστορήματος νουάρ έμπλεο κι εκείνο βίας: η Αθήνα του Δεκέμβρη του ‘08 με τα τραγικά γεγονότα της δολοφονίας ενός νεαρού μαθητή, το Λονδίνο των βομβιστικών επιθέσεων του ‘05 και μια εξαμβλωματική Νότια Γαλλία, όπου ο άξιος γόνος συντετριμμένης / διαλυμένης οικογένειας κατατάσσεται προσωρινά στη… Λεγεώνα των Ξένων.

«…’’Πα-ντο-δυ-να-μί-α’’, συλλάβισε τη λέξη. Κάθε συλλαβή έξυνε τα χείλη της. Έτσι ένιωθαν οι κουκουλοφόροι; Μήπως έτσι νιώθεις όταν περάσεις μεγάλα διαστήματα στην αδυναμία; Κάτι μετατοπίζεται και …κλικ! Δεν έχεις τίποτε να χάσεις, δοκιμάζεις και μεθάς από την ευκολία με την οποία τα όρια καταργούνται. Η αδρεναλίνη κυλάει στο αίμα σου και σπας στα τυφλά…»

Ορθά μαντέψατε, γυναικείες φωνές. Γύρω από το διαταραγμένο ψυχισμό του άνδρα με την άψογη εξωτερική εμφάνιση στροβιλίζονται ένα σμάρι γυναίκες, που θα συγκροτήσουν μια δεύτερη λίστα μελλοντικών εγκλημάτων στο παρανοϊκό σχέδιο του Ζήνωνα. Είναι η κεντρική, κατά την άποψή μου ηρωίδα, η πανέμορφη και ευάλωτη Μαριάννα, καθρέφτης του ανδρικού μοντέλου- πρωταγωνιστή στο συντριπτικό ερωτικό χορό μεταμφιέσεων, που συνθέτει η Αργυρώ Μαντόγλου. Είναι η κακάσχημη αλλά ερωτεύσιμη ρεσεψιονίστ σε κέντρο ομορφιάς Πολυτίμη, που κρύβει βαθιά τον πόνο για την κατά τα φαινόμενα δολοφονημένη αδελφή της, μαζί με την αγωνία για ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που δεν τολμά να διαβάσει. Διευθύντρια του οίκου καλλονής, που υπόσχεται σε άνδρες και γυναίκες ένα καινούριο πρόσωπο –γιατί μ’ αυτό κερδίζεις και μια νέα (ματαιόδοξη) ζωή- είναι η καταθλιπτική πλαστική χειρούργος Αντιγόνη, εναπομείναν κομμάτι του παζλ της λίστας του πατρός και εκκρεμότητα του υιού Λάου. Την παλέτα συμπληρώνει η Ευρυδίκη, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, που αναζητά το θυελλώδη έρωτα μέσα από τα λάγνα μα και παρενδυτικά κοινωνικά δίκτυα των καιρών μας, για να βρεθεί αντιμέτωπη με το δολοφόνο της.

Παράλληλη θεματική της συγγραφέως μέσα από την εξαντλητικά πυκνή και λεπτομερειακή καταβύθιση στον ψυχισμό των ηρωίδων της, η αναζήτηση των ορίων των φύλων και της σεξουαλικότητας. Το έμφυλο παιχνίδι εξουσίας και επιρροής της δραματικά μεταβαλλόμενης συγχρονίας μας, όπου το σεξ είναι εργαλείο επιβολής, όπου τα όρια ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό ως συμπληρωματικές έννοιες καταρρίπτονται, απηχεί αγαπημένα αναγνώσματα των Σπουδών του Φύλου, όπως ο Ορλάντο της Βιρτζίνια Γούλφ. Μεταμορφώσεις, μεταμφιέσεις κυριαρχούν, διαδέχονται η μία την άλλη, «…μέσα σε μια γυναίκα υπάρχουν πολλές..», διατείνεται η Μαντόγλου, ο αληθινός, ο μύχιος κι ο άλλος ο κοινωνικός, ο φτιασιδωμένος μας εαυτός. Ο δεύτερος καλλωπίζεται, θριαμβολογεί, θριαμβεύει προσωρινά και μεταστοιχειώνεται για να συγκαλύψει τη μετριότητα του φαίνεσθαι, ο πρώτος κρύβει, αποσιωπά, εκδικείται και συντρίβεται από τη μικρότητα του είναι.

Γραφή υβριδική που μεταλλάσσεται διαρκώς επιλέγει η Αργυρώ Μαντόγλου παραδίδοντας ένα μυθιστόρημα μυστηρίου που είναι ταυτόχρονα καταλυτικά διεισδυτικό ψυχογράφημα χαρακτήρων που ξεκινούν σαν καρικατούρες και προοδευτικά εκδύονται το κοινωνικό προσωπείο και υποβάλλονται σε αποκαλυπτική κατάθεση ψυχής. Στη ρότα ετούτη θριαμβικό αναδεικνύεται το δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου η ερωτική σχέση της Μαριάννας με τον υποψήφιο δολοφόνο της ακολουθεί την αφηγηματική τεχνική των εσωτερικών μονολόγων των ηρώων σε καταιγιστική διαδοχή και αντίστιξη.

Πέρασα από την ποίηση στην αποδόμηση, από το φεμινισμό και το μεταφεμινισμό στην ψυχανάλυση και στο φορμαλισμό, ενώ η πραγματικότητα, παρά την προσπάθειά μου να την κρατήσω σε απόσταση, πάντα παρενέβαινε με τρόπους υπόγειους, σχεδόν «υπερφυσικούς», υπενθυμίζοντας πως εκεί ελλοχεύει το μυστήριο, η ανατροπή αλλά και το υλικό της γραφής: Εκεί βρίσκονται οι χαρακτήρες, η ιστορία, οι εικόνες αλλά και το σκοτάδι, και φυσικά δεν αναφέρομαι στη στείρα αναπαράσταση ούτε σε αβασάνιστες ρεαλιστικές περιγραφές, αλλά σε μια άλλου είδους «όραση», η οποία απαιτεί καλλιέργεια, εξάσκηση, αλλά και ένα είδος έκτης αίσθησης, μιας αίσθησης που, όσο την ακολουθείς, μαθαίνεις να «βλέπεις», να δημιουργείς συσχετισμούς και να αντλείς το «διαχρονικό» από το «εφήμερο».

Τη νεωτερικότητα της πένας της Αργυρώς Μαντόγλου υποστηρίζει στιβαρά το εφεύρημα του επόμενου μέρους του γραπτού, όταν η τερατώδης Ελισάβετ ή Έλσα –μια ακόμη μετωνυμία ή μετάλλαξη- συγγραφέας του μυθιστορήματος ‘’Το αμάρτημα του πατρός μου’’, σπαράγματα του οποίου οριοθετούν τα διακριτά μέλη της Λευκής Ρεβάνς εισβάλλει στο σύμπαν του ματαιόδοξου Ζήνωνα. Με το αποσπασματικό Αμάρτημα του πατρός μου η Ελισάβετ ή Έλσα αφηγείται την προϊστορία και τα κίνητρα του ήρωα που συναντά και συμπορεύεται στο διακειμενικό τρίτο μέρος του έργου, μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα. Εκεί η Μαντόγλου επιλέγει να θέσει ερωτήματα επικυριαρχίας του συγγραφέα πάνω στους χάρτινους ήρωές του. Ποιος έχει το πάνω χέρι, ο δημιουργός ή το δημιούργημα, ποια είναι τα όρια της τέχνης και της ζωής, του διαχρονικού και του εφήμερου; Η κορύφωση του ανθρώπινου δράματος και η λύση του γόρδιου δεσμού της μυθοπλασίας, την οποία επιλέγει η Αργυρώ Μαντόγλου στις καταληκτικές σελίδες της Λευκής Ρεβάνς συγκροτούν ένα αυθύπαρκτο δοκίμιο, που συλλογίζεται πάνω στα όρια του δημιουργού και την αυθύπαρκτη περπατησιά του κειμένου, όταν ξεγλιστρά από τα χέρια του συγγραφέα.

Αναπαράγοντας τον κινηματογραφικό Χάμφρει Μπόγκαρτ που στοιχειώνει τον στερημένο νοήματος τραγικό σύγχρονο άνθρωπο, τον οποίο ενσαρκώνει ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος και μέσα από την εύστοχη ατάκα «…Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτές οι ενδείξεις σας ανησυχούν –εκτός κι αν σχεδιάζετε να με συλλάβετε για έλλειψη συναισθήματος…», η συγγραφέας καταγράφει διορατικά την αγωνία του πνευματικού ανθρώπου που ακτινογραφεί διεξοδικά το καταθλιπτικό παρόν και στρέφει το βλέμμα σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου οι μάσκες θα υποκαταστήσουν τα κενά συναισθηματικού περιεχομένου προσωπεία. Αναστέλλεται άραγε η ανθρώπινη χρεωκοπία;